9. Η αιωνίως θνήσκουσα γλώσσα!
Τα Νέα, 17 Ιουλίου 1999
«Αφού τόσα και τόσα γράφηκαν τον τελευταίον καιρό από ειδικούς και μη –και προπάντων τους τελευταίους– για την καταστροφή της φυλής και της Εκκλησίας, για την επίσημη γλώσσα που γράφομε, τη γλώσσα την εθνική και τη γλώσσα του Ευαγγελίου, θα ήταν, νομίζω, ακόμη επίκαιρο να εξακριβωθεί ποια είναι η γλώσσα αυτή, η γλώσσα του Ευαγγελίου, και τι θέση παίρνει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.»
διαβάστε τη συνέχεια...
Έτσι αρχίζει ένα σύντομο κείμενο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη με τίτλο «Τα Ευαγγέλια και ο αττικισμός», και με κόπο απέφυγα το τετριμμένο τέχνασμα να παραλείψω δύο όλες κι όλες λέξεις, εν προκειμένω τις λέξεις «του Ευαγγελίου», και να παραπλανήσω προς στιγμήν τον αναγνώστη ότι διαβάζει κείμενο σημερινό.
Ο αναγνώστης έχει οπωσδήποτε δική του αντίληψη για τα «τόσα και τόσα που γράφηκαν τον τελευταίον καιρό» για την καταστροφή της φυλής και της Εκκλησίας, και προπαντός της γλώσσας. Ίσως όμως δεν έχει πάντοτε και την αντίληψη ότι αυτός ο «τελευταίος καιρός» εκτείνεται όσο πίσω μπορεί να ανατρέξει ο ίδιος, ανάλογα με την ηλικία του, τη μνήμη ή τη γνώση του. Αρκεί λίγο να προσέξει και θα δει: σε κάθε λογής έντυπα και σε κάθε λογής κείμενα, άρθρα, σχόλια, ακόμη και σε ευθυμογραφικές στήλες ή και σε γελοιογραφίες, σε συνέδρια και σε συμπόσια, κάθε επισήμανση γλωσσικής παρεκτροπής συνοδεύεται από αποφάνσεις για το θάνατο, για το τέλος της γλώσσας, συχνά και του έθνους ολόκληρου.*
Παντού, δηλαδή, και σχεδόν αδιαλείπτως. Ενδεικτικά σταθμεύουμε στο 1913, τότε που δημοσιεύεται το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, πιο πριν από την εποχή που η Εστία και η Καθημερινή αλληλοκαταγγέλλονταν για αγλωσσία, πιο πριν από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, πολύ πιο πριν από τα μεταπολιτευτικά χρόνια με την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο πρωτότυπο, ή από το 1982 με την καθιέρωση του μονοτονικού, ή από τα τελευταία χρόνια κι από τη χτεσινή εφημερίδα μας.
Και μέσα από τον Τριανταφυλλίδη οδηγούμαστε στον 2ο αιώνα μ.Χ., να φανεί έτσι ότι ο ολοφυρμός για την καταστροφή της γλώσσας είναι κυριολεκτικά προαιώνιος.
Το 1913, τότε που δημοσιεύεται το κείμενο του Τριανταφυλλίδη στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα και κυκλοφορεί σε ανάτυπο από τα «Τυπογραφικά καταστήματα Κασιμάτη και Ιωνά, Αλεξάντρεια», «τιμή 15 λ.», έχει περάσει λίγο παραπάνω από μια δεκαετία από τα περίφημα Ευαγγελικά του 1901 και είναι ακόμη πρόσφατες οι έρευνες που αποδεικνύουν το γνωστό και αναντίλεκτο σήμερα, ότι η γλώσσα των Ευαγγελίων είναι η «κοινή» της εποχής, παιδί της λεγόμενης «κλασικής αρχαίας ελληνικής» –αποπαίδι όμως, σύμφωνα με τους αττικιστές. Αυτή την αντίδραση των λογίων της εποχής στη «βάρβαρη» γλώσσα που μιλιόταν και γραφόταν τότε παρουσιάζει ο Τριανταφυλλίδης, χρησιμοποιώντας σαν χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο τον Φρύνιχο, αττικιστή του 2ου αιώνα.
Δίνω ασχολίαστα ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, που μπορεί να διαβαστεί σαν παραβολή –καθώς είμαστε στο χώρο της Καινής Διαθήκης– και έτσι να υποκαταστήσει, ιδίως σε μια εφημερίδα, πλήθος κείμενα για την εξελικτική πορεία των γλωσσών, για τη συγχρονική και διαχρονική θεώρηση της γλώσσας κτλ.:
«Όσο περισσότερο μελετούμε τη γλώσσα που είναι γραμμένα τα Ευαγγέλια τόσο καθαρότερα βλέπομε πόσο απέχει από την αρχαία τη γραμματική, κι είναι, για να μιλήσομε τη γλώσσα ενός δασκάλου που μόνο τη γραμματική της αττικής διαλέχτου αναγνωρίζει, γεμάτη σολοικισμούς, βαρβαρισμούς και κάθε είδους λάθη. [...] Βρίσκομε κάμποσες ξένες λέξεις, από εκείνες που δε μεταχειρίζονται οι γνωστοί μας αρχαίοι συγγραφείς· λ.χ. ασσάριον, κεντυρίων, κήνσος, κοδράντης, κορβανάς, λεγεών, λέντιον, ξέστης, ρέδα, σουδάριον, σπεκουλάτωρ, φραγγέλιον, φραγγελώ. Τις περισσότερες μάλιστα από αυτές τις λέξεις, λατινικές και σημιτικές, δεν ήταν και δύσκολο ν’ αποφύγει κανείς, αρκεί να ήθελε· στο Ευαγγέλιο το ίδιο βρίσκομε συχνά εκατοντάρχης ή εκατόνταρχος αντί κεντυρίων [...], κι ο Λουκάς μεταφράζει όχι μόνο το φραγγελούν με το παιδεύειν, μα και το μόδιος με το i, και γράφει και δυο φορές δραχμή αντί δηνάριον. […]
»Ξέρομε όλοι μας ότι το ρήμα οίδα κλίνεται οίδα, οίσθα, οίδε, ίσμεν, ίστε, ίσασι· κι όμως μας παρουσιάζονται στο Ευαγγέλιο κάτι παράξενοι μ’ όλη την ομαλότητά τους τύποι, που όσο κι αν τους δικαιολογεί η γλωσσική εξέλιξη, δεν μπορούμε παρά να ομολογήσομε ότι έρχονται σε φανερή αντίθεση με τα διδάγματα της αττικής γραμματικής: οίδαμεν, οίδατε, οίδασι, ουκ οίδασι πόθεν έρχομαι, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. [...] Και όμοιους τύπους, άγνωστους στην αρχαία γλώσσα, βρίσκομε αφθονότατους στη γλώσσα της Κ. Διαθήκης: του νοός, τω νοΐ, του ημίσους, τους ιχθύας, τοις συγγενεύσιν, μειζοτέραν, ελαχιστότερος, [...] είδαν αντί είδον, ηρώτουν αντί ηρώτων, είρηκαν αντί ειρήκασι [...] κι άλλα παρόμοια».
«Παρόμοια όμως λάθη είναι όχι μόνο δυνατά μα και αναγκαία σε κάθε γλώσσα ζωντανή, κι είναι συχνότατα και στην ίδια την αρχαία γλώσσα. Ίσως μάλιστα θα περίμενε κανείς ότι η γλώσσα των ιερών βιβλίων, μαζί με τη διάδοση του Χριστιανισμού και την καθιέρωση της νέας θρησκείας θα γίνουνταν δόκιμη και θα καθιερώνουνταν για γραπτή γλώσσα στους ακόλουθους αιώνες. Αυτό όμως δεν έγινε. Γιατί ίσια ίσια εκατό χρόνια πριν γεννηθεί η χριστιανική φιλολογία άρχισε ο Αττικισμός, θεωρήθηκαν δηλαδή οι αρχαίοι αττικοί πεζογράφοι κλασικοί και δόκιμοι, κι αυτών τη γλώσσα άρχισαν να μιμούνται οι συγγραφείς κι οι μορφωμένοι, περιφρονώντας τη σύγχρονή τους ζωντανή γλώσσα.»
Και ο Τριανταφυλλίδης αναφέρεται στη φρίκη που ένιωσαν οι λόγιοι της εποχής για «όλες τις ανάττικες λέξεις που μεταχειρίζουνταν όσοι έγραφαν στη ζωντανή γλώσσα της εποχής τους». Ακολουθεί η αντιπαράθεση λόγων του Φρύνιχου και της Καινής Διαθήκης. Αντιγράφω ορισμένα παραδείγματα, ενώ από την Καινή Διαθήκη (ΚΔ) κρατώ κάθε φορά μόνο ένα:
«ΦΡ: Σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος – ΚΔ: Άρον τον κράββατόν σου (Ιω.)·
» ΦΡ: Βρέχειν επί [=αντί] του ύειν ... παντελώς αποδοκιμαστέον [...] – ΚΔ: βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ματθ.)·
» ΦΡ: Βιωτικόν· αηδής η λέξις· λέγε ουν χρήσιμον εν τω βίω – ΚΔ: Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς·
» ΦΡ: Γογγυσμός και γογγύζειν ... ημείς δε τονθρυσμόν και τονθρύζειν λέγωμεν [...] – ΚΔ: Εγόγγυζον οι γραμματείς (Λουκ.)».
Και άλλα πολλά: Πάντοτε μη λέγε... – Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει· Ήμην ουκ ερείς… – Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με. Αντί για το γρηγορώ, ο Φρύνιχος επιμένει στο εγρήγορα· αλλά: Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν.
Να γρηγορούμε και εμείς, και πρώτος φυσικά ο γράφων, απέναντι στον πειρασμό της εξουσιαστικής «λαθολογίας» (σ’ αυτό όμως το θέμα θα επανέλθω στην επόμενη επιφυλλίδα), εμείς που συρρικνώνουμε τη γλώσσα σε μεμονωμένες λέξεις** ή, ακόμα χειρότερα, σε γραφή και ορθογραφία, και εκδίδουμε δελτίο απολεσθέντων και αγγελίες θανάτου: γι’ αυτό θέλησα να παρουσιάσω εδώ το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, που, χαμένο στην ογκώδη εργογραφία του (Άπαντα, 1963, τόμ. δ΄, σ. 111-18), είναι σχετικά άγνωστο και πάντως απρόσιτο στον σημερινό αναγνώστη. Ο οποίος θα έβγαλε ήδη τα συμπεράσματά του. Κι αν όχι τίποτε άλλο, θα ένιωσε, ελπίζω, κάποια ανακούφιση, καθώς θα διαπίστωσε «ξενομανία» και «αγλωσσία» ακόμη και σε κείμενα ιερά· κάποια ανακούφιση, τέλος, απέναντι σε όλους εμάς τους λαθολόγους, που μετρούμε τη γλώσσα με το υποδεκάμετρο, όπως ο Πάγκαλος των παλαιών ημερών τις φούστες, για να μοιράσουμε κατόπιν τους βαθμούς, σε προακτέους και σε απορριπτέους πια, τώρα που ο θεσμός των μετεξεταστέων καταργήθηκε.
* Να θυμίσω σαν πιο χαρακτηριστικό το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τον κατηγορηματικό τίτλο «Finis Graeciae» (Το Βήμα 6.7.1986): επειδή δεν προείκαζε απλώς κάποιο τέλος παρά διαβεβαίωνε ρητά ότι έχει ήδη επέλθει το τέλος, και παραταύτα εξακολούθησε να απευθύνεται σε ανύπαρκτους αναγνώστες ανύπαρκτου πλέον έθνους. Βλ. όμως και παρακάτω.
** Θυμόμαστε, μέρες που είναι, τις ιερεμιάδες επειδή οι νέοι –πάντα οι νέοι, οι νεότεροί μας– αγνοούσαν σε κάποιες εισαγωγικές την ευδοκίμηση και την αρωγή; Αν και εσχάτως ο Γ. Μπαμπινιώτης, βασικός εκπρόσωπος της σταυροφορίας για τη διάσωση της γλώσσας από τον αφανισμό, δήλωσε επανειλημμένα, για δικούς του μάλλον λόγους, ότι η γλώσσα των σημερινών νέων είναι καλύτερη σε «ποιότητα» από τη γλώσσα της περασμένης γενιάς. Βλ. και κεφ. 23, τελευταία σημ. κ.ά.