17/8/07

45. «Κανονικά» ελληνικά και νεανική αργκό

Τα Νέα, 18 Νοεμβρίου 2000

Σε κάθε περίπτωση, με το «ρε μαλάκα» ή με «κανονικά» ελληνικά, οι νέοι ανταποκρίνονται ενστικτωδώς σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες, σε διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας

το πλήρες κείμενο:


Η τελευταία επιφυλλίδα μου, με τίτλο «Οι επισκέπτες της σελίδας», θέλησε να παραστήσει το διάλογο με τους αναγνώστες, σπάζοντας για μια φορά τον καταστατικό μονόλογο τον οποίο συνεπάγεται η κατοχή μιας μόνιμης στήλης, μιας σελίδας: λέω «να παραστήσει το διάλογο», γιατί, κακά τα ψέματα, με αυτό τον τρόπο ο διάλογος σκηνοθετείται, ενώ ουσιαστικά παραμένει μονόλογος. Σ’ αυτόν λοιπόν το διάλογο-μονόλογο δεν χώρεσαν κάποια σχόλια στο κείμενό μου για τους φαντάρους που πρωτοστάτησαν στη διάσωση ναυαγών του «Εξπρές Σάμινα»). Θυμίζω ότι μετέφερα απλώς τον λόγο των φαντάρων, απέναντι στις ιερεμιάδες για την αφασία και την αγλωσσία των νέων. Τελικά, φαίνεται πως η αντιδιαστολή αυτή, ανάμεσα λόγου χάρη στη φράση τους: «δεν σώσαμε εμείς το μωρό, το μωρό έσωσε εμάς» («εύρημα που θα το ζήλευε κάθε λόγιος», σχολίασε φίλος συγγραφέας) και στον απαξιωτικό λόγο ότι οι νέοι μιλούν «με 50 όλες κι όλες λέξεις», και μαζί η συγκίνηση από το πολύνεκρο ναυάγιο και από τη στάση των παιδιών γέννησαν μια αναπάντεχη ανταπόκριση, που εκφράστηκε τη φορά αυτή με πλήθος τηλεφωνήματα και γράμματα.

Άνθρωποι κυρίως μέσης και μεγάλης ηλικίας, της δικής μου γενιάς και πάνω, δηλαδή από τις γενιές από τις οποίες εκπορεύεται πάντα η υποτίμηση της γλώσσας (και της γενικότερης συμπεριφοράς) των νέων, διάβασαν στο κείμενο αυτό και είδαν στα δεκαεννιάχρονα αυτά παιδιά τα δικά τους ίσως παιδιά, τα παιδιά κάποιου φίλου, αυτά που πάντοτε θεωρούμε ότι αποτελούν εξαίρεση ανάμεσα στα άλλα. Χαρακτηριστικά, φίλος επιστήμονας που ζει στο Λονδίνο μού έγραψε πως συγκινήθηκε με τους φαντάρους, όμως ο ίδιος άκουσε με τ’ αφτιά του έλληνες φοιτητές να συζητούν με την περίφημη «γλώσσα των νέων», δηλαδή με το «ρε μαλάκα» και όλα τα σχετικά. Κατάλαβα ότι στο κείμενό μου είχε χωρέσει η μισή μόνο αλήθεια, πως τάχα δεν μιλούν όλοι οι νέοι με το «ρε μαλάκα», και πως μπορεί απλοί φαντάροι να μιλούν «κανονικά», ενώ απ’ την άλλη μορφωμένοι φοιτητές αλληλοπροσφωνούνται «ρε μαλάκα» –πως πρόκειται δηλαδή για εξαιρέσεις και από τις δύο μεριές.

Θέλω να το τονίσω αμέσως ότι θεωρώ απολύτως πιθανό, για να μην πω και «κανονικό», να μιλούν και οι συγκεκριμένοι φαντάροι του ναυαγίου με το «ρε μαλάκα». Να μιλούν δηλαδή και με το «ρε μαλάκα», όταν βρίσκονται με «κολλητούς», φίλους και συναδέλφους. Κι όταν ξαναβρεθούν με δημοσιογράφους, να μιλήσουν έτσι όπως ήδη μίλησαν. Όχι για να θαμπώσουν εμάς ή να μας συγκινήσουν –όπως, πάλι, δεν επιζητούν σώνει και καλά να μας σκανδαλίσουν όταν μιλούν «διαφορετικά». Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, με το «ρε μαλάκα» ή με «κανονικά» ελληνικά, ανταποκρίνονται ενστικτωδώς σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες, σε διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας. Το ίδιο ισχύει και με τους φοιτητές, και με οποιαδήποτε άλλη, περιστασιακή ή μονιμότερη, ομάδα: θα μιλήσουν με το «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, αλλά ούτε στον καθηγητή τους θα απευθυνθούν μ’ αυτήν τη «γλώσσα», ούτε στον εργοδότη τους, ούτε στον πατέρα τους –ακόμα κι όταν δεν είναι να του ζητήσουν χαρτζιλίκι.

Δείγματα έχουμε άπειρα, μόνο που πάντοτε σταθμεύουμε σ’ αυτά που υπηρετούν βολικές ταξινομήσεις και εμπεδωμένα στερεότυπα, παραμερίζοντας οτιδήποτε άλλο σαν εξαίρεση. Κυριαρχεί η επιφανειακή και αποσπασματική ανάγνωση του λόγου των νέων, εγκλωβισμένη και αυτή στη γενικότερη εξίσωση που καθετί νεότερο το βλέπει εκφυλισμένο.

Ας σταθούμε και τώρα στον λόγο των νέων, τη «γλώσσα των νέων», όπως άλλωστε την ονομάζουμε συμβατικά, λες και οι νέοι αποτελούν ομοιογενή ομάδα ή κοινωνική κατηγορία. Αυτά που ακούμε στις πολύωρες «ζωντανές» μεταδόσεις των καναλιών από το «μέτωπο της φωτιάς», τις μέρες λόγου χάρη του Πολυτεχνείου, από τους χούλιγκαν που τα σπάνε έξω απ’ το γήπεδο, προσβάλλουν βάναυσα τα ήθη μας. Μα τους ακούμε και με τα ίδια μας τ’ αφτιά, καθώς περνούμε δίπλα τους εκεί που παίζουν: «Πιάσ’ την μπάλα, μωρέ μαλάκα», ή «Πάλι την έκανες τη χοντρομαλακία σου». Ενώ τάχα εμείς, όταν παίζουμε, φωνάζουμε: «Έλα αγαπητέ μου, νά η μπάλα», ή «Αχ, βρε ευλογημένε, τι αδεξιότητα κι αυτή»!

Εννοώ, παραπέμποντας σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού μας βίου, σε όλες τις άλλες «ζωντανές» επίσης μεταδόσεις, από τη Βουλή των Ελλήνων έως μέσα σε ιδιωτικούς χώρους, ότι, αν επιμένουμε να μιλούμε για αφασία και για αγλωσσία, ας μετρήσουμε καλύτερα σωστά, σε όλη την κλίμακα, σε όλες τις ηλικίες.

Τι είναι όμως αυτό που μοιάζει να συνιστά ιδιαίτερη κατηγορία, ιδιαίτερη γλώσσα, και άρα να γεννά ιδιαίτερη στάση εκ μέρους μας; Τι είναι αυτό που μας κάνει να ξεχνούμε ότι κάθε γενιά, γενικότερα κάθε ομάδα, ανεξάρτητα από ηλικία, ακόμα και δυο ερωτευμένοι, δημιουργούν τα δικά τους γλωσσικά αναγνωριστικά, ορίζουν για εσωτερική κυρίως χρήση τους δικούς τους κώδικες; Είτε τους ονομάσουμε παιδικά κορακίστικα είτε ιδιόλεκτο, αλλόλεκτο, γλώσσα, αργκό ή ό,τι άλλο, πρόκειται για κώδικες επικοινωνίας που, ανάλογα με τη δυναμική κάθε ομάδας, μπορεί να προβάλλονται και προς τα έξω, και ορισμένες φορές να υιοθετούνται από ευρύτερες ομάδες ή στρώματα πληθυσμού, οπότε και ενσωματώνονται στην κοινή γλώσσα. Αυτός είναι άλλωστε ο πλούτος της γλώσσας, οι ιδιωματικές εκφράσεις και η αργκό.

Εμείς όμως ζούμε με τον τρόμο της παρέκκλισης, πρώτα από τον γραπτό λόγο, κι έπειτα από τη νόρμα. Τονίζω το «εμείς», και εννοώ στη χώρα μας, όχι βεβαίως επειδή η απόρριψη της γλώσσας των νέων είναι τάχα εγχώριο φαινόμενο, αλλά επειδή εμείς ειδικότερα, με τη βιωματική πια περιπλοκή του γλωσσικού ζητήματος και τον γενικότερο γλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό, θεωρούμε παρέκκλιση την ίδια τη σημερινή γλώσσα, πόσο μάλλον τον προφορικό λόγο, πόσο μάλλον τις καθημερινές και τις ιδιωματικές εκφράσεις ή την αργκό. Γενικότερα, οτιδήποτε ξεφεύγει, που σημαίνει οτιδήποτε ξεφεύγει από το βιβλίο, άρα από τον έλεγχό μας, τρόμο μας προκαλεί και μόνο. Και εν προκειμένω την αργκό δεν τη δημιουργούμε εμείς· ποτέ η αργκό δεν δημιουργείται στο γραφείο και με τα σοφά μας λεξικά· άρα, μας είναι ξένη, και εχθρική –αυτή και μαζί οι φορείς ή οι δημιουργοί της. Πώς να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η σοφία μας στέκει εντεύθεν μιας δημιουργίας, καλής ή κακής (κακής, βεβαίως, ωρυόμαστε), ότι η γνώση μας γίνεται απλώς αμηχανία και απορία μπροστά στα καινοφανή και αδιαφανή για μας: τα πήρα στο κρανίο και γαμάτο τραγούδι; Πώς να δεχτούμε ότι δεν ορίζουμε εντέλει τα παιδιά που δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι; Ακόμα χειρότερα: πώς να δεχτούμε ότι τα παιδιά που τα απαξιώνουμε εμείς μπορεί να μας απαξιώνουν και αυτά με τη σειρά τους· ότι δημιουργούν δικό τους ιδίωμα, ιδίωμα αντίθετο με τις δικές μας συμβάσεις, ιδίωμα που μας αποκλείει, και συχνά μοιάζει να μας επιτίθεται απροκάλυπτα.

Από κει και πέρα, τα άλλα είναι λεπτομέρειες: αν και γιατί το χτεσινό σπασίκλας, αναντικατάστατο βεβαίως στην εκφραστική του ισχύ, είναι δήθεν καλύτερο από το σημερινό φύτουλας. Γεμάτος ο προφορικός μας λόγος: τον κάνω τ’ αλατιού, μου ήρθε κουτί, μιλάω στα κουτουρού / στο βρόντο, είμαι πτώμα, τα κάνω μούσκεμα, μου τη δίνει, μου τη σπάει, εκφράσεις περισσότερο ή λιγότερο παλιές. Τις νεότερες όμως, των νέων, τις αποσπούμε από τον προφορικό, τον καθημερινό λόγο, τις ονομάζουμε γενικώς και αορίστως γλώσσα, και έτσι πιστοποιούμε τάχα γλωσσική ένδεια και αφασία. Καμαρώνουμε τα παιδιά μας όταν είναι μικρά και περνούν τη γλωσσοπλαστική φάση τους: φίλου παιδιά λογομαχούσαν διεκδικώντας την καλή τη θέση στον καναπέ: «είσαι ξαπλουριάρης» είπε η μικρή, κι ο μικρός δεν της χαρίστηκε: «κι εσύ αναγκαζιάρα»! Τα ίδια έφτιαξαν τον καταλαβεστή=«αυτός που καταλαβαίνει», το ξενυχτώνει=«ξημερώνει» και το τρυφεράω (βλ. εδώ). Και άλλοι γονείς θα ’χουν να μας πουν άλλα, επίσης υπέροχα. Όταν όμως μεγαλώσουν τα παιδιά, αυτή την ικανότητα δεν τους την αναγνωρίζουμε, γιατί τότε δεν τη βλέπουμε (και δεν είναι) ουδέτερη και αθώα: θεωρούμε πως μας αμφισβητεί ευθέως, πως είναι εχθρική απέναντί μας, οπότε εχθρικά την αντιμετωπίζουμε κι εμείς.

Ο πόλεμος είναι δεδομένος. Ποιος τον έχει κηρύξει, χωράει ίσως συζήτηση. Καθώς και το αν η γλώσσα των νέων είναι όντως επιθετική ή ουσιαστικά αμυντική. Στο μεταξύ, «εμείς οι μεγάλοι», «που καταλαβαίνουμε», οφείλουμε να διακρίνουμε γλώσσα από ιδιόλεκτο και αργκό, μεγέθη συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά, και προπαντός διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα ούτε διαφορετικά από τα δικά μας.

buzz it!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολυ ενδιαφερον κειμενο.

Γιάννης Χάρης είπε...

ευχαριστώ πολύ
(πάντως, δεν... πρωτοτυπώ: αυτές οι θέσεις είναι κοινός τόπος, ευτυχώς, στη γλωσσολογία, όχι όμως, δυστυχώς, στις εφημερίδες, στα ΜΜΕ γενικά, την "κοινή γνώμη" γενικότερα)