Δύο-Μηδέν, σημειώσατε 1 [Παπαϊωάννου α΄]
Τα Νέα, 3 Μαρτίου 2007
«Tη σκηνή με τον αναπτήρα" γράφει ο thas του vita moderna, "αυτή τη σχεδόν αρχετυπική στιγμή συνάντησης των 2 που συνόψιζε την περιπέτεια του ανθρώπου, ίσαμε που θα την έβλεπα να ταξιδεύει στο δορυφόρο του διαστήματος (αντί εκείνης της ακατανόητης πλακέτας).»
Δύο-Μηδέν, σημειώσατε 1, όπου Δύο το «2» του ΠαπαΪωάννου, Μηδέν η μικρότητα ή η μιζέρια η δική μας, της «κριτικής», αγώνας που τελειώνει με νίκη τού Ένα, δηλαδή του Δύο.
Θα μπορούσε να διαβαστεί και διαφορετικά ο τίτλος, πως στον αγώνα τού Δύο με το Μηδέν, νίκη κατήγαγε το Ένα, πως δηλαδή η τραγικότητα της ύπαρξης τού Ένα είναι ότι παραμένει εντέλει Ένα, δεν κατορθώνει να γίνει Δύο. Κι ωστόσο δε χρειαζόταν παρά ένα κλικ, από αυτά όμως που μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια ολόκληρη στάση ζωής, τη γυρίζουν τα μέσα έξω: «Δε θέλει δύναμη, σπρώξε μαλακά» ήταν η καταληκτική φράση του έργου.
διαβάστε τη συνέχεια...
Αλλά αυτό είναι μια πιθανή ανάγνωση του έργου· εγώ θα μείνω στην αρχική, γενική τοποθέτησή μου, ότι στον αγώνα τού Δύο με το Μηδέν νίκησε το Δύο. Και δεν το λέω αυτό για τον εντυπωσιακό αριθμό θεατών, που ξεπέρασαν τους 80.000: έχω και άλλες φορές τονίσει ότι δεν είναι δείκτης καθαυτόν η πλειονότητα, το μέγα πλήθος, γιατί το μέγα πλήθος λόγου χάρη μπορεί και να αναδεικνύει από Λεπάδες έως δικτάτορες, με δημοκρατικότατες μάλιστα διαδικασίες. Δεν είναι νίκη λοιπόν ο εντυπωσιακός αριθμός των θεατών, που εύλογα άλλωστε σχετίζεται με τις περγαμηνές του Παπαϊωάννου-τελετάρχη των Ολυμπιακών αγώνων.
Είναι όμως νίκη η δημιουργία ενός τέτοιου έργου, η ύπαρξή του, όπως είναι νίκη η δημιουργία κάθε αληθινού έργου τέχνης, ανεξάρτητα πάντοτε από την υποδοχή από τους συγχρόνους του, την πρόσληψη ή την κριτική -ανεξάρτητα δηλαδή από το τεράστιο πλήθος ή, αντίθετα, από το ελάχιστο έως ανύπαρκτο πολλές φορές κοινό, ανεξάρτητα από τη διθυραμβική ή, αντίθετα, την καταβαραθρωτική κριτική, κι ας προέρχεται κάποτε και από έγκυρα χείλη. Είναι νίκη όταν γεννιέται ένα μείζον έργο, και υπάρχει πια, ακόμα και θαμμένο κάτω από τόνους αρνητική κριτική ή σκέτα μικροψυχία και χολή, όμως υπάρχει, να το ανακαλύπτει κάθε τόσο κι από ένας, να το ανακαλύψει κάποτε έστω και ένας, και ν' αλλάξει -ή απλώς να ομορφύνει- η ζωή του.
Μεγάλα λόγια, θα μου πείτε, και θα συμφωνήσω, θέλω όμως να μιλήσω γι' αυτό που ένιωσα, γι' αυτό που δέχτηκα, που έζησα ο ίδιος, και πάντως περίμενα να τελειώσει ο κύκλος των παραστάσεων και να έχει κλείσει τον κύκλο της η κριτική. Αλλά έτσι κι αλλιώς δεν είναι καμιά αιρετική άποψη αυτή που διατυπώνω, είναι σύμφωνη με σημαντικό μέρος της κριτικής, που και στο παρελθόν, ιδίως, έχει μιλήσει υπερθετικά για το έργο του Παπαϊωάννου, που τον έχει από παλιά αναγνωρίσει σαν ιδιοφυή δημιουργό.
Τότε γιατί και πόθεν το Μηδέν του τίτλου, κι όλα αυτά τα καταρχήν δυσνόητα με τον αγώνα και το σκορ; Γιατί ήδη από τους Ολυμπιακούς, και λίγο πριν, με την ανάθεση δηλαδή της τελετής στον Παπαϊωάννου, και προπαντός μετά, άρχισε με μισό στόμα στην αρχή, μεγαλόφωνα μετά, η μεμψιμοιρία που κάποτε έφτασε ώς την απολύτως αρνητική κριτική. Αναφέρομαι στην κριτική που ανέβηκε (ή κατέβηκε) σκάλες πολλές, από το να χαρακτηρίσει κιτς την υψηλής αισθητικής και θαυμαστού μέτρου και ισορροπίας π.χ. Κλεψύδρα του Χρόνου, ώς το να στηλιτεύσει την έλλειψη μαρξιστικής ματιάς στη θεώρηση της Ιστορίας! Χειρότερα όμως από αυτού του τύπου την ανοιχτή στο κάτω κάτω κριτική ήταν, πιστεύω, η «κριτική» που εκφράστηκε μέσα από μισόλογα και υπαινιγμούς, αυτή που κυριάρχησε και τώρα, με το «2».
Λέω «κυριάρχησε», γιατί περίσσεψαν αυτήν τη φορά η κριτική, τα μισόλογα και οι υπαινιγμοί, αλλά επίσης και οι σιωπές. Γιατί αυτήν τη φορά το «σκάνδαλο» ήταν αλλού, κι έτσι η κριτική, ενώ σχεδόν ομόφωνα αναγνώρισε την αισθητική και τεχνική αρτιότητα, προσπέρασε την παράσταση με ένα μεγάλο «ναι μεν», για να φτάσει στο «αλλά». Και το «αλλά» ήταν η γκέι, λέει, θεματική, η (αντίστροφη) σεξιστική ιδεολογία, η εξαφάνιση ή απαξίωση της γυναίκας κτλ.
Είκοσι δύο άντρες εκφράζουν στο έργο αυτό την υπαρξιακή αγωνία, την αγωνιώδη αναζήτηση του Άλλου, ώστε το Ένα να γίνει Δύο: «έστω κι αν έπαιζαν είκοσι δυο γυναίκες ή είκοσι δυο τραβεστί ή όλα τα στοιχεία της ήταν "στρέιτ", η παράσταση το ίδιο θα κραύγαζε: "Άνθρωπο ζητάω!"» έγραψε εύστοχα εδώ ο Γ. Σαρηγιάννης (14.12.06). Κι ωστόσο πρόκειται για άντρες, και όντως την ιστορία τού άντρα πραγματεύεται ο Παπαϊωάννου, έστω προσχηματικά: από την παιδική-εφηβική ηλικία ώς την ενηλικίωση, την άνδρωσή του μέσα από το στρατό και την «υποχρεωτική», για μεγάλο ποσοστό, διέλευση όχι από τη γυναίκα αλλά από την παρωδία γυναίκας την οποία η ίδια η κοινωνία έχει πλάσει, δηλαδή ο άντρας, άρα τη γυναίκα όπως τη φαντασιώνεται κυρίως ο άντρας, αφού έτσι του παραδίδεται, για να τη ζήσει όμως αρχικά σαν τραύμα, το τραύμα του πορνείου (αναφέρομαι στην τεράστια πλαστική κούκλα Μπάρμπι της παράστασης, που τόσο σκανδάλισε τις γυναίκες, αυτές που θα 'πρεπε ίσα ίσα να αναγνωρίσουν τη συνθήκη που τους έχει ορίσει όχι ο γκέι αλλά ο άντρας).
Όμως ο άντρας γκέι του Παπαϊωάννου δεν είναι η καρικατούρα που κυριαρχεί στην τηλεόραση λόγου χάρη, αυτή δηλαδή που διασκεδάζει, με τη διττή έννοια: από τη μια διασκεδάζει τον θεατή εν γένει, με τα φτερά και τα ξεφωνητά, κι από την άλλη διασκεδάζει το φόβο του, καθώς διαβεβαιώνει τον άντρα για τον εαυτό του, ότι δεν (μπορεί ποτέ να) είναι σαν κι αυτές τις «τρελές», καθησυχάζει τον πατέρα για το γιο του, τη γυναίκα για τον άντρα της κ.ο.κ.
Όμως, για την ουσία τού «2» και την γκέι πλευρά του, θα παραχωρήσω σκόπιμα όλο τον υπόλοιπο χώρο εδώ σε κείμενα γραμμένα από σκοπιά δηλωμένα -ας το πω έτσι- «μη γκέι»:
Γράφει χαρακτηριστικά ο Νίκος Γ. Ξυδάκης, Καθημερινή 24.12.2006:
«Ο άντρας στο "2" είναι ευάλωτος και τρομαγμένος, είναι άντρας χωρίς θήλυ στη ζωή του, είναι θέσει ή δυνάμει γκέι.
»Γκέι; Δηλαδή, πώς μιλά και για μένα; Κι όμως μέσω αυτής της γκέι συνθήκης, αυτής της έκκεντρης ανθρωπολογίας, ο Παπαϊωάννου κατορθώνει να μιλήσει συναρπαστικά, ειλικρινά και βαθιά για την υπαρξιακή συνθήκη των αστικών πληθυσμών σήμερα· για τη μοναξιά, τον καημό του ενός και τις ακατόρθωτες σχέσεις, για τη δύσκολη αγάπη. Το "δεν θέλει δύναμη" δεν είναι παραδοχή αδυναμίας, είναι κατορθωμένη γνώση, εμπειρία πόνου και επίνοια· είναι καταλλαγή και τάντρα, είναι ο ψίθυρος παρηγοριάς για τον γκρίζο αστό που τρέχει, πιέζει, μάχεται, σωρεύει, και διαρκώς διαψεύδεται. Δεν θέλει δύναμη, χρόνο θέλει· μια στιγμή εξαίρεσης από τον θλιβερό κανόνα της κατίσχυσης».
Μισός κόσμος αλλά ολόκληρος
Και θα τελειώσω μ' ένα απόσπασμα από κείμενο του Φώτη Γεωργελέ στην Athens Voice, τχ. 148, 7.12.06:
«Πήγα στο νέο Παλλάς να δω Δημήτρη Παπαϊωάννου. Προκατειλημμένος απ' όσα είχα ακούσει και διαβάσει κι απ' τις δικές μου εμμονές, για τους 25 χορευτές στη σκηνή, μόνο άνδρες. Γιατί δεν τους μπορώ τους μισούς κόσμους, δεν θα ξαναπάω ταξίδι σε ισλαμική χώρα που κρύβουν τις γυναίκες, δεν θα πάω ποτέ στη ζωή μου στο Άγιο Όρος. Αλλά όταν άρχισε, όσο προχωρούσε η παράσταση, ήθελα να φωνάξω απ' τη χαρά μου. Γιατί αυτό που έβλεπα ήταν αυτό που όταν βλέπεις θέλεις να το ξαναδείς, να το θυμάσαι, να το συζητήσεις, αυτό που σε ταράζει, σε αναστατώνει, θες να το σκεφτείς, αυτό δηλαδή που λέμε έργο τέχνης. Και δεν μου 'λειψαν οι γυναίκες, γιατί σ' ένα έργο για τους άντρες οι γυναίκες είναι παντού. Γιατί τους ρόλους που παίζουμε είναι κάποια γυναίκα που τους κρίνει και τ' ανδρικά παιχνίδια που ανεβάζουμε στη σκηνή της ζωής μας, για τη γοητεία μιας γυναίκας ή την απουσία της τα ανεβάζουμε. Γιατί αυτό είναι οι άντρες, περπατάνε στο επικλινές δάπεδο με την κλίση να μεγαλώνει, να γίνεται συνέχεια δυσκολότερη, αναζητώντας απεγνωσμένα ρόλο, καθώς η αντρική βαρύτητα τους ρίχνει συνέχεια κάτω».
Αυτά για την ουσία, όπως είπα, του έργου. Για τη γενικότερη μεμψιμοιρία ώς τα ομοφοβικά σύνδρομα θα συνεχίσω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου