82. Μια απλή ερωτοτροπιούλα! [δανεισμός, ε΄]
Τα Νέα, 27 Απριλίου 2002
Στο προηγούμενο σημείωσα ενδεικτικά αρκετές από τις πολλές απροσάρμοστες λέξεις που ρίζωσαν στην καθημερινή ζωή όλων των κοινωνικών στρωμάτων και είτε δεν έχουν αντίστοιχη ελληνική λέξη, όπως το χιούμορ* και το σάντουιτς, είτε συνυπάρχουν με την ελληνική αλλά με κάποια υφολογική διαφορά, όπως το σλιπ/σλιπάκι πλάι στη (γαλλική αλλά προσαρμοσμένη) κιλότα και στο (μεσαιωνικό) βρακί.
Και στις τρεις αυτές περιπτώσεις μπορούμε αναμφισβήτητα να μιλούμε για εμπλουτισμό της γλώσσας, αφού έχουμε μια καινούρια λέξη, το χιούμορ, για μια βασική έννοια που δεν είχε όμως δική της λέξη· μια καινούρια λέξη, το σάντουιτς, μαζί με το καινούριο για τη ζωή μας σημαινόμενό της· και μια καινούρια λέξη, το σλιπ, σαν συνώνυμο άλλων, παλαιότερων λέξεων, δηλαδή εμπλουτισμό τώρα λεξιλογικό αλλά και υφολογικό.
διαβάστε τη συνέχεια...
Υπάρχει δηλαδή εμπλουτισμός, ακόμα και με λέξεις που μένουν απροσάρμοστες στο τυπικό της γλώσσας, πλάι στις άλλες άκλιτες που είδαμε επίσης, από το αμήν λόγου χάρη ώς το γκλομπ, δύο λέξεις που αποτυπώνουν περίπου τη διαχρονία της γλώσσας, ή, αν θέλετε, δύο λέξεις που αποτυπώνουν την πεμπτουσία του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού –και δεν το λέω έτσι, περιπαιχτικά, αυτό: έχει να κάνει οπωσδήποτε με τους «εκ φύσεως» επιλεκτικούς κοινωνιογλωσσικούς μηχανισμούς υποδοχής και ενσωμάτωσης.
Άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, πλάι στο σλιπ, είναι το φλερτ.** Το φλερτ παρέμεινε απροσάρμοστο, αλλά έφτιαξε υποκοριστικό, το φλερτάκι, έδωσε το ρήμα φλερτάρω, και από κει το φλερτάρισμα. Τώρα το φλερτάρω συνυπάρχει ομαλά με το ερωτοτροπώ, με τη σχετική βεβαίως υφολογική διαφορά. Πιστεύω όμως ότι το φλερτάρω είναι περισσότερο «ανάλαφρο» από το ερωτοτροπώ, ίσως επειδή στο ερωτοτροπώ ακούγεται ο έρωτας, άρα (και) η ερωτική πράξη, ενώ το φλερτάρω, ακριβώς με την ετυμολογική αδιαφάνειά του και με τη φανερά ξενική καταγωγή του παραμένει περισσότερο στην έννοια του απλού παιχνιδιού. Μπορούμε δηλαδή να πούμε πως η διαφορά δεν είναι μόνο υφολογική αλλά τείνει να γίνει και σημασιολογική. Και εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν ερωτοτροπεί κανείς ίδια όπως φλερτάρει, ποτέ δεν θα μας διαβεβαιώσει πως, όχι, τότε στο σχολείο λόγου χάρη, δεν ήταν σοβαρή η σχέση που είχε με τον Νίκο ή με τη Νίκη, παρά απλή ερωτοτροπία, ψευτοερωτοτροπία, ερωτοτροπιούλα, όπως θα έλεγε δηλαδή για το φλερτ, το ψευτοφλέρτ, το φλερτάκι.
Οπότε; Αποτελούν όλα τα άκλιτα ξενικά πλούτο για τη γλώσσα; Και τότε, καθόμαστε στην πόρτα να τα καλοδεχόμαστε, ή μάλλον να τα καλούμε, παρακαλώ περάστε; Αλλά υπάρχει τάχα απάντηση πόσα και ποια ακριβώς χρειαζόμαστε, ή τάχα ξέρουμε πόσα από αυτά θα αφομοιωθούν και θα προσαρμοστούν, και πόσα θα φύγουν, αύριο κιόλας; Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν ξέρουμε. Παρεμβαίνουμε ωστόσο; Φυσικά, ή τουλάχιστον επιχειρούμε να παρέμβουμε, έχοντας όμως πάντα κατά νου πόσο απροσδιόριστα ή και συχνά ανύπαρκτα είναι τα όρια ανάμεσα στην κοινωνιογλωσσική πραγματικότητα και την αυθαιρεσία ή τη γελοιότητα.
Ενδεικτικός για όλο αυτό το πλέγμα των αναπάντητων ερωτημάτων είναι ένας ευφάνταστος «αγώνας» ανάμεσα στον Άγγελο Βλάχο και τον Έντι Ντάκγουερθ (Eddie Duckworth), αγώνας που έληξε με ισοπαλία, χάρη στο χιούμορ και των δύο. Πριν από είκοσι χρόνια ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος δημοσίευσε σε συνέχειες στην Καθημερινή (17, 24 και 30.4.1983) ένα «Πρόχειρο γλωσσάριο», περίπου 400 ξένες λέξεις που τις εξελλήνισε, με τη βοήθεια και των λεξικών Λίντελ-Σκοτ, Βοσταντζόγλου κ.ά. Οπότε ο αείμνηστος Έντι Ντάκγουερθ, συνεργάτης της ίδιας εφημερίδας, σκάρωσε στις 29.5.1983 μια ιστορία, όπου δεν χρησιμοποιούσε καμία ξενική λέξη, με τίτλο «Η χειρονομία της Πλαγγόνας»:
Μια μέρα που πήγαινα περίπατο με το αυτοκίνητό μου, άκουγα έναν αγώνα λακτοσφαίρας*** από το ραδιόφωνό του. Εκείνη τη στιγμή, ο τερματίας είχε σημειώσει το 1-0 με γωνιολάκτισμα και το πλήθος ωρύετο. Ξαφνικά, η βενζινοδόχος μου άδειασε, και αναγκάστηκα να σταματήσω. Ευτυχώς εκεί κοντά ήταν ένα ζαχαροπλαστείο όπου πήγα και κάθισα. Φώναξα τον τραπεζοκόμο και παρήγγειλα ένα ηδύποτο. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια όμορφη κοπέλα η οποία όμως φαινόταν να έχει δυσκολίες με το κλείθρον της. «Καλύτερα με το κλείθρον της παρά με το στουποτήρι της» σκέφθηκα πονηρά. Εν τούτοις, την πλησίασα και, με την άδειά της, την βοήθησα να αποσυμπλέξει το ένοχο κλείθρον. Πιάσαμε κουβέντα.
«Από πού έρχεσθε;» την ρώτησα για να σπάσω τον πάγο.
«Από χειροκομία και ποδοκομία» μου απάντησε ετοιμόλογα. «Εσείς;»
«Εγώ μόλις επιστρέφω από μια μορφωταινία αθλητικού περιεχομένου» της αποκρίθηκα. «Πρώτα είδα πυγμαχία μέχρις ότου ο ένας απ’ τους αντιπάλους ευρέθη ύπτιος στο πυκτείο, και κατόπιν παρηκολούθησα έναν ωκυδρόμο που κέρδισε στα 100 μέτρα με μεγάλη ευκολία».
Η συζήτησις συνεχίστηκε ευχάριστα, στόμα με στόμα, μέχρι την στιγμή που τη ρώτησα τι δουλειά κάνει.
«Είμαι πλαγγόνα» μου είπε χαμηλώνοντας τα μάτια.
Κατάλαβα ότι είχε έρθει η γλυκόπικρη στιγμή του χωρισμού.
Και ανταπέδωσε ο Άγγελος Βλάχος, στις 7.6.1983, με τίτλο «Αγγλικό χιούμορ και Αττικό άλας»:
Α, Όχι! κ. Ντάκουορθ. Όχι του χωρισμού! Όταν μια κοπέλα σού λέει ότι είναι πλαγγόνα, και μάλιστα χαμηλώνοντας τα μάτια, δεν είναι η στιγμή του χωρισμού! Αντιθέτως. Βιάζεσαι να πληρώσεις την κονσομασιόν στο γκαρσόνι, δίνοντάς του καλό πουρμπουάρ, παίρνεις την πλαγγόνα αγκαζέ, την πηγαίνεις σ’ ένα μπαρ για σοφτ ντρινκς, αρχίζεις καυτό φλερτ, το συνεχίζεις σ’ ένα ρεστωράν με μενύ α λα καρτ εκλεκτό, κι ακολουθεί χορός σ’ ένα νάιτ κλαμπ, με φώτα ταμιζέ, τσικ-του-τσίκ (κανένα λικνιστικό μπλουζ) και γλυκόλογα ψιθυριστά, «σουίτυ, ντάρλιγκ, είσαι σαν σταρ…» κι όποιον πάρει ο χάρος. Γιατί σας τα γράφω όλ’ αυτά; Σας τα γράφω ώστε την προσεχή φορά που μια κοπέλα σάς πει πως είναι πλαγγόνα να το ξέρετε. Δεν είναι το τέλος. Είναι η αρχή… κ. Ντάκουορθ. Η αρχή.
* Είναι αξιοπερίεργο ότι στις διάφορες κατά καιρούς απόπειρες να εξελληνιστούν ξενικές λέξεις, όπως όταν προτάθηκε το «έγκυκλον» και το «σαρκοκάλυμμα» για την κομπινεζόν ή το «κομμωσαπούνι» για το σαμπουάν, το χιούμορ αφέθηκε πάντα στην ησυχία του. Και είναι ακόμα πιο χαρακτηριστικό καθώς η λέξη αυτή ήρθε, όπως είπα, να δηλώσει έννοια που βεβαίως προϋπήρχε, αλλά απλούστατα δεν είχαμε λέξη και χρειάστηκε να την πάρουμε από τα αγγλικά. (Και πριν σπεύσουν επιστολογράφοι: «η δημοφιλής συσχέτιση με το αρχ. χυμός δεν έχει ετυμολ. βάση», Λεξικό Μπαμπινιώτη.)
** Ή το κόρτε, που όμως χάνεται, για λόγους ανεξήγητους και αυτό, και μολονότι είχε δημιουργήσει και παράγωγα (κορτάρω, κορτάκιας).
*** λακτόσφαιρα=ποδόσφαιρο, τερματίας=σκόρερ, γωνιολάκτισμα=κόρνερ, βενζινοδόχος=ρεζερβουάρ, τραπεζοκόμος=γκαρσόνι, ηδύποτο=λικέρ, κλείθρον=φερμουάρ, στουποτήρι=ταμπόν, χειροκομία και ποδοκομία=μανικιούρ και πεντικιούρ, μορφωταινία=ντοκυμανταίρ, πυκτείο=ριγκ, ωκυδρόμος=σπρίντερ, στόμα με στόμα=τετατέτ, πλαγγόνα=μανεκέν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου