H εθνική μας υποκρισία; [β΄]
Τα Νέα, 15 Νοεμβρίου 2003
Θρησκοληψία και πατριδοληψία είναι δύο από τα βασικά μας χαρακτηριστικά, έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα. Eίμαστε δηλαδή θρησκόληπτοι, κάτι που δεν σημαίνει κατανάγκην -ή ίσως και καθόλου- θρησκευόμενοι, και μάλιστα χριστιανοί, οπαδοί της θρησκείας της αγάπης. Kαι πατριδόληπτοι, κάτι που αντιστοίχως δεν σημαίνει πατριώτες.
διαβάστε τη συνέχεια...
Και ήρθε λίγες μέρες μετά να μας τρομάξει επισήμως η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, που συντονίστηκε στην Ελλάδα από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), επιβεβαιώνοντας αυτό που αποτελεί κοινό τόπο «μεταξύ μας», πάντοτε όμως θέλουμε να πιστεύουμε ότι το μεγαλοποιούμε οι ίδιοι, κυρίως για να το ξορκίσουμε: ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατέχουμε τα πρωτεία σε ξενοφοβία, το βασικό δηλαδή παράγωγο της πατριδοληψίας, και σε θρησκοληψία.
Πολλά ανέδειξε η πολυσυζητημένη ήδη έρευνα, που γίνεται σε 23 χώρες και μας συγκρίνει για την ώρα με Ισπανία και Πορτογαλία, από τις χώρες του νότου, και με Βρετανία και Ολλανδία, από τις βορειότερες. Ώσπου να ολοκληρωθεί, στα διαλείμματα της αυτομαστίγωσής μας ας δούμε ορισμένα πράγματα ακόμα.
Σύμφωνα με την έρευνα διακρινόμαστε σε συντηρητισμό, ξενοφοβία, ανασφάλεια απέναντι στον διπλανό μας, Έλληνα και κυρίως ξένο, έλλειψη ανοχής απέναντι στον ξένο πάλι αλλά και στον ομοφυλόφιλο, απαξίωση των πολιτικών και γενικά της πολιτικής, πίστη στους νόμους και την αστυνομία, και προπάντων στη θρησκεία, μόνο τη δική μας και ποτέ του άλλου.
Με την πάγια επιφύλαξη απέναντι στη δυνατότητα να μετρηθούν με αριθμούς αισθήματα και στάσεις ζωής, έχουμε οπωσδήποτε κάποιους δείκτες, όπως άλλωστε και στις εμπειρικές και συχνότατα μανιχαϊστικές δημοσκοπήσεις. Και αυτοί οι δείκτες μάς φέρνουν τρόμο, έτσι όπως ανατρέπουν όλα τα αυτάρεσκα στερεότυπα για την πατροπαράδοτη φιλοξενία μας, για την ανοιχτή κοινωνία και το ανοιχτό μας πνεύμα, τη δημοκρατικότητά μας, ακόμα και το ψιλοαναρχιλίκι μας, τη γονιδιακή μαγκιά μας.
Ώστε είμαστε τόσο χαλασμένοι; Εδώ ακριβώς θα ήθελα να πάρουμε μισή ανάσα –αλλά μόνο μισή. Δεν είμαστε τόσο χαλασμένοι: αυτό που κατά κύριο λόγο ανιχνεύεται μέσα στην έρευνα, ένα βασικό κλειδί για να διαβάσουμε και να αξιολογήσουμε τα πορίσματα, είναι κάτι που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε υποκρισία. Όχι μόνο επειδή, όπως είπαμε, άλλο θρήσκοι κι άλλο θρησκόληπτοι, όχι μόνο επειδή δεν είναι αντικειμενικά χριστιανοί οι μισαλλόδοξοι, αυτοί που αποστρέφονται τον εθνικά, φυλετικά ή θρησκευτικά άλλον. Αλλά επειδή η απάντηση ότι το εξηντατόσο τα εκατό προσεύχεται κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όσο και η απάντηση ότι κάνουμε έρωτα μέρα παρά μέρα, όπως δηλώνουμε στις έρευνες για την ερωτική μας δραστηριότητα. Ανάλογα μετριέται και η πίστη μας στους νόμους, ανάλογα και η αφοσίωση στην πατρίδα.
Χαρακτηριστικός από αυτή την άποψη είναι ο υψηλότερος μέσος όρος που συγκεντρώνουμε στην ερώτηση: «πόσο σημαντικό είναι να υποστηρίζουμε ανθρώπους σε χειρότερη κατάσταση από εμάς»: εδώ, 8,4 με άριστα το 10! Επειδή η «χειρότερη κατάσταση» μας κινητοποιεί μόνο όταν αφορά τον συγγενή, τον φίλο ή –ακόμα– τον γείτονά μας, όχι όμως γενικά τον άλλο και τον διαφορετικό. Κι αυτό πάλι επειδή, απέναντι στον συγγενή, τον φίλο και τον γείτονα, μετράμε και μετριόμαστε ακόμα, μας βλέπουν, είμαστε σε κοινή θέα: στη μικροκοινωνία μας, στη γειτονιά, στο σόι. Και κάνουμε τότε τις καλές μας πράξεις, ίδια με τους μεγάλους σταυρούς στην εκκλησία.
Αλλά είτε πραγματικοί είτε πλασματικοί είναι οι αριθμοί αυτοί, σημασία έχει αυτό που θέλουμε έστω να πιστεύουμε ή να δείχνουμε για τον εαυτό μας. Αν όμως εξωραΐζουμε την πραγματικότητα, τις αντιλήψεις μας, την εικόνα μας, αναφορικά πάντοτε με αυτονόητες υπέρτατες αξίες, όπως η θρησκεία και η πατρίδα· κι αν πίσω από αυτήν τη φαινομενική έστω υποκρισία, υπάρχει και κάποιος φόβος, απέναντι στον άγνωστο ερευνητή που τον νομίζουμε Κριτή, απέναντι στην άγνωστη τύχη γενικότερα των «προσωπικών μας δεδομένων» (γιατί αυτό τον όρο μπορεί να τον μάθαμε τώρα τελευταία, αλλά με το φακέλωμα μεγαλώσαμε όλοι)· αν λοιπόν ισχύουν αυτά για την περίφημη θρησκευτικότητά μας, γιατί δεν κουκουλώνουμε ή δεν εξωραΐζουμε αντίστοιχα και την ξενοφοβία ή τον ρατσισμό μας;
Ίσως γιατί ο μετανάστης είναι πρόβλημα υπαρκτό και όχι θεωρητικό, πρόβλημα μάλιστα καινούριο, που ούτε καταλαβαίνουμε ακόμα όλες τις παραμέτρους του. Εδώ δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε π.χ. τον παπά της ενορίας με δυο κεριά και τρεις μετάνοιες, άντε και με μια υπογραφή στο δημοψήφισμα για τις ταυτότητες, κι ας είμαστε αντίθετοι, πασοκικοί και σημιτικοί. Εδώ ο φόβος απέναντι στο ξένο στοιχείο, ενισχυμένος από βασικά ένστικτα, όπως η αυτοσυντήρηση, και από την αποστροφή προς το ξένο, με την ιδεολογική κάλυψη και της πατριδοληψίας, δεν αφήνει ακόμα περιθώριο για πολύπλοκες διανοητικές διεργασίες και διαμόρφωση ανάλογης στρατηγικής και συμπεριφοράς. Δηλώνουμε έτσι αντιρατσιστές, συχνά το πιστεύουμε κιόλας, μα μόλις μπουν μία μία οι ερωτήσεις, μιλάει ο φόβος, μιλάει η ψυχή: εγώ δεν είμαι ρατσιστής, όμως ο μαύρος μυρίζει, ο Αλβανός κλέβει, ο Πακιστανός μού παίρνει τη δουλειά.
Αλλά προσοχή, δεν είναι σώνει και καλά ρατσισμός αυτός ο φόβος. Και πάντως δεν μπορεί να μετρηθεί με το όποιο χαμηλότερο ποσοστό έδωσε η Βρετανία, ή θα δώσει αύριο η Γαλλία, χώρες υποδοχής μεταναστών εδώ και πολλές δεκαετίες, χώρες ξεσκολισμένες ήδη σ’ αυτό που εμείς με δυσκολία συλλαβίζουμε ακόμα, την πολυφυλετική και την πολυπολιτισμική κοινωνία. Ίδια όπως δεν συγκρίνονται –εκεί όπου θέλουμε σε άλλες περιστάσεις να αυτοχλευαζόμαστε σαν «Νεοέλληνες» και «Κωλοέλληνες»– τόσοι και τόσοι δείκτες της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής χωρών με αδιατάρακτη πορεία αιώνων, αντίθετα με τη δική μας τουρκοκρατία και την αλυσίδα πολέμων και δικτατοριών, που ναι μεν δεν πρέπει να τα επικαλούμαστε συνέχεια σαν άλλοθι, αποτελούν ωστόσο κάποια εξήγηση, μερική έστω, για τη γενικότερη καθυστέρησή μας.
Τις πταίει;
Ένα τελευταίο στοιχείο που αναδείχτηκε από την έρευνα και θα ’πρεπε να σχολιαστεί είναι η αλματώδης ανάστροφη πορεία στη σχέση μας με την πολιτική και τη θρησκεία, σε σύγκριση όχι τώρα με τις προηγμένες δυτικές χώρες αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. Σύμφωνα με ανάλογη έρευνα του ΕΚΚΕ το 1985, υπερδιπλασιάστηκαν όσοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πολιτική (αναλόγως, και χειρότερα ακόμα, υπερπενταπλασιάστηκαν όσοι δεν διαβάζουν ποτέ εφημερίδα), διπλασιάστηκαν όσοι εκκλησιάζονται μία φορά την εβδομάδα, πενταπλασιάστηκαν όσοι εκκλησιάζονται πάνω από μία φορά την εβδομάδα, κτλ. (βλ. Νέα 8/11).
Πέρα από διεθνείς τάσεις αναδίπλωσης π.χ. στο εθνικό κράτος, συντηρητικότερης στροφής γενικά και έξαρσης του θρησκευτικού συναισθήματος (στις πρώην ανατολικές χώρες κυρίως), σ’ εμάς η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Θα ’πρεπε να σκεφτούμε κατά πόσο συντέλεσε η σύγχυση εννοιών, έτσι όπως καλλιεργήθηκε π.χ. από τη σοσιαλιστική ορολογία με τη δεξιόστροφη πολιτική, ειδικότερα με τις εθνικιστικές και φονταμενταλιστικού τύπου θρησκευτικές εξάρσεις σημαντικού τμήματος του κυβερνητικού κόμματος –μαζί εννοείται με την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει ουσιαστικά διαφορετικό λόγο.
Εδώ οι διαπιστώσεις φοβούμαι ότι δεν μπορεί να είναι καθησυχαστικές. Ούτε και ιδιαίτερα αισιόδοξες, αν αληθεύει η αίσθηση ότι δεν πρόκειται για αποτυχία, ούτε έστω για ανικανότητα, αλλά για απροθυμία ή και άρνηση ενός σοσιαλιστικού κόμματος να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί τις κοινωνικές κρίσεις και αλλαγές.
Θρησκοληψία και πατριδοληψία είναι δύο από τα βασικά μας χαρακτηριστικά, έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα. Eίμαστε δηλαδή θρησκόληπτοι, κάτι που δεν σημαίνει κατανάγκην -ή ίσως και καθόλου- θρησκευόμενοι, και μάλιστα χριστιανοί, οπαδοί της θρησκείας της αγάπης. Kαι πατριδόληπτοι, κάτι που αντιστοίχως δεν σημαίνει πατριώτες.
διαβάστε τη συνέχεια...
Και ήρθε λίγες μέρες μετά να μας τρομάξει επισήμως η Ευρωπαϊκή Κοινωνική Έρευνα, που συντονίστηκε στην Ελλάδα από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), επιβεβαιώνοντας αυτό που αποτελεί κοινό τόπο «μεταξύ μας», πάντοτε όμως θέλουμε να πιστεύουμε ότι το μεγαλοποιούμε οι ίδιοι, κυρίως για να το ξορκίσουμε: ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο κατέχουμε τα πρωτεία σε ξενοφοβία, το βασικό δηλαδή παράγωγο της πατριδοληψίας, και σε θρησκοληψία.
Πολλά ανέδειξε η πολυσυζητημένη ήδη έρευνα, που γίνεται σε 23 χώρες και μας συγκρίνει για την ώρα με Ισπανία και Πορτογαλία, από τις χώρες του νότου, και με Βρετανία και Ολλανδία, από τις βορειότερες. Ώσπου να ολοκληρωθεί, στα διαλείμματα της αυτομαστίγωσής μας ας δούμε ορισμένα πράγματα ακόμα.
Σύμφωνα με την έρευνα διακρινόμαστε σε συντηρητισμό, ξενοφοβία, ανασφάλεια απέναντι στον διπλανό μας, Έλληνα και κυρίως ξένο, έλλειψη ανοχής απέναντι στον ξένο πάλι αλλά και στον ομοφυλόφιλο, απαξίωση των πολιτικών και γενικά της πολιτικής, πίστη στους νόμους και την αστυνομία, και προπάντων στη θρησκεία, μόνο τη δική μας και ποτέ του άλλου.
Με την πάγια επιφύλαξη απέναντι στη δυνατότητα να μετρηθούν με αριθμούς αισθήματα και στάσεις ζωής, έχουμε οπωσδήποτε κάποιους δείκτες, όπως άλλωστε και στις εμπειρικές και συχνότατα μανιχαϊστικές δημοσκοπήσεις. Και αυτοί οι δείκτες μάς φέρνουν τρόμο, έτσι όπως ανατρέπουν όλα τα αυτάρεσκα στερεότυπα για την πατροπαράδοτη φιλοξενία μας, για την ανοιχτή κοινωνία και το ανοιχτό μας πνεύμα, τη δημοκρατικότητά μας, ακόμα και το ψιλοαναρχιλίκι μας, τη γονιδιακή μαγκιά μας.
Ώστε είμαστε τόσο χαλασμένοι; Εδώ ακριβώς θα ήθελα να πάρουμε μισή ανάσα –αλλά μόνο μισή. Δεν είμαστε τόσο χαλασμένοι: αυτό που κατά κύριο λόγο ανιχνεύεται μέσα στην έρευνα, ένα βασικό κλειδί για να διαβάσουμε και να αξιολογήσουμε τα πορίσματα, είναι κάτι που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε υποκρισία. Όχι μόνο επειδή, όπως είπαμε, άλλο θρήσκοι κι άλλο θρησκόληπτοι, όχι μόνο επειδή δεν είναι αντικειμενικά χριστιανοί οι μισαλλόδοξοι, αυτοί που αποστρέφονται τον εθνικά, φυλετικά ή θρησκευτικά άλλον. Αλλά επειδή η απάντηση ότι το εξηντατόσο τα εκατό προσεύχεται κάθε μέρα ή μέρα παρά μέρα έχει τόση σχέση με την πραγματικότητα όσο και η απάντηση ότι κάνουμε έρωτα μέρα παρά μέρα, όπως δηλώνουμε στις έρευνες για την ερωτική μας δραστηριότητα. Ανάλογα μετριέται και η πίστη μας στους νόμους, ανάλογα και η αφοσίωση στην πατρίδα.
Χαρακτηριστικός από αυτή την άποψη είναι ο υψηλότερος μέσος όρος που συγκεντρώνουμε στην ερώτηση: «πόσο σημαντικό είναι να υποστηρίζουμε ανθρώπους σε χειρότερη κατάσταση από εμάς»: εδώ, 8,4 με άριστα το 10! Επειδή η «χειρότερη κατάσταση» μας κινητοποιεί μόνο όταν αφορά τον συγγενή, τον φίλο ή –ακόμα– τον γείτονά μας, όχι όμως γενικά τον άλλο και τον διαφορετικό. Κι αυτό πάλι επειδή, απέναντι στον συγγενή, τον φίλο και τον γείτονα, μετράμε και μετριόμαστε ακόμα, μας βλέπουν, είμαστε σε κοινή θέα: στη μικροκοινωνία μας, στη γειτονιά, στο σόι. Και κάνουμε τότε τις καλές μας πράξεις, ίδια με τους μεγάλους σταυρούς στην εκκλησία.
Αλλά είτε πραγματικοί είτε πλασματικοί είναι οι αριθμοί αυτοί, σημασία έχει αυτό που θέλουμε έστω να πιστεύουμε ή να δείχνουμε για τον εαυτό μας. Αν όμως εξωραΐζουμε την πραγματικότητα, τις αντιλήψεις μας, την εικόνα μας, αναφορικά πάντοτε με αυτονόητες υπέρτατες αξίες, όπως η θρησκεία και η πατρίδα· κι αν πίσω από αυτήν τη φαινομενική έστω υποκρισία, υπάρχει και κάποιος φόβος, απέναντι στον άγνωστο ερευνητή που τον νομίζουμε Κριτή, απέναντι στην άγνωστη τύχη γενικότερα των «προσωπικών μας δεδομένων» (γιατί αυτό τον όρο μπορεί να τον μάθαμε τώρα τελευταία, αλλά με το φακέλωμα μεγαλώσαμε όλοι)· αν λοιπόν ισχύουν αυτά για την περίφημη θρησκευτικότητά μας, γιατί δεν κουκουλώνουμε ή δεν εξωραΐζουμε αντίστοιχα και την ξενοφοβία ή τον ρατσισμό μας;
Ίσως γιατί ο μετανάστης είναι πρόβλημα υπαρκτό και όχι θεωρητικό, πρόβλημα μάλιστα καινούριο, που ούτε καταλαβαίνουμε ακόμα όλες τις παραμέτρους του. Εδώ δεν μπορούμε να ξεγελάσουμε π.χ. τον παπά της ενορίας με δυο κεριά και τρεις μετάνοιες, άντε και με μια υπογραφή στο δημοψήφισμα για τις ταυτότητες, κι ας είμαστε αντίθετοι, πασοκικοί και σημιτικοί. Εδώ ο φόβος απέναντι στο ξένο στοιχείο, ενισχυμένος από βασικά ένστικτα, όπως η αυτοσυντήρηση, και από την αποστροφή προς το ξένο, με την ιδεολογική κάλυψη και της πατριδοληψίας, δεν αφήνει ακόμα περιθώριο για πολύπλοκες διανοητικές διεργασίες και διαμόρφωση ανάλογης στρατηγικής και συμπεριφοράς. Δηλώνουμε έτσι αντιρατσιστές, συχνά το πιστεύουμε κιόλας, μα μόλις μπουν μία μία οι ερωτήσεις, μιλάει ο φόβος, μιλάει η ψυχή: εγώ δεν είμαι ρατσιστής, όμως ο μαύρος μυρίζει, ο Αλβανός κλέβει, ο Πακιστανός μού παίρνει τη δουλειά.
Αλλά προσοχή, δεν είναι σώνει και καλά ρατσισμός αυτός ο φόβος. Και πάντως δεν μπορεί να μετρηθεί με το όποιο χαμηλότερο ποσοστό έδωσε η Βρετανία, ή θα δώσει αύριο η Γαλλία, χώρες υποδοχής μεταναστών εδώ και πολλές δεκαετίες, χώρες ξεσκολισμένες ήδη σ’ αυτό που εμείς με δυσκολία συλλαβίζουμε ακόμα, την πολυφυλετική και την πολυπολιτισμική κοινωνία. Ίδια όπως δεν συγκρίνονται –εκεί όπου θέλουμε σε άλλες περιστάσεις να αυτοχλευαζόμαστε σαν «Νεοέλληνες» και «Κωλοέλληνες»– τόσοι και τόσοι δείκτες της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής χωρών με αδιατάρακτη πορεία αιώνων, αντίθετα με τη δική μας τουρκοκρατία και την αλυσίδα πολέμων και δικτατοριών, που ναι μεν δεν πρέπει να τα επικαλούμαστε συνέχεια σαν άλλοθι, αποτελούν ωστόσο κάποια εξήγηση, μερική έστω, για τη γενικότερη καθυστέρησή μας.
Τις πταίει;
Ένα τελευταίο στοιχείο που αναδείχτηκε από την έρευνα και θα ’πρεπε να σχολιαστεί είναι η αλματώδης ανάστροφη πορεία στη σχέση μας με την πολιτική και τη θρησκεία, σε σύγκριση όχι τώρα με τις προηγμένες δυτικές χώρες αλλά με τον ίδιο μας τον εαυτό. Σύμφωνα με ανάλογη έρευνα του ΕΚΚΕ το 1985, υπερδιπλασιάστηκαν όσοι δεν ενδιαφέρονται καθόλου για την πολιτική (αναλόγως, και χειρότερα ακόμα, υπερπενταπλασιάστηκαν όσοι δεν διαβάζουν ποτέ εφημερίδα), διπλασιάστηκαν όσοι εκκλησιάζονται μία φορά την εβδομάδα, πενταπλασιάστηκαν όσοι εκκλησιάζονται πάνω από μία φορά την εβδομάδα, κτλ. (βλ. Νέα 8/11).
Πέρα από διεθνείς τάσεις αναδίπλωσης π.χ. στο εθνικό κράτος, συντηρητικότερης στροφής γενικά και έξαρσης του θρησκευτικού συναισθήματος (στις πρώην ανατολικές χώρες κυρίως), σ’ εμάς η εξέλιξη αυτή συμπίπτει με τη διακυβέρνηση της χώρας από το ΠΑΣΟΚ. Θα ’πρεπε να σκεφτούμε κατά πόσο συντέλεσε η σύγχυση εννοιών, έτσι όπως καλλιεργήθηκε π.χ. από τη σοσιαλιστική ορολογία με τη δεξιόστροφη πολιτική, ειδικότερα με τις εθνικιστικές και φονταμενταλιστικού τύπου θρησκευτικές εξάρσεις σημαντικού τμήματος του κυβερνητικού κόμματος –μαζί εννοείται με την αδυναμία της Αριστεράς να αρθρώσει ουσιαστικά διαφορετικό λόγο.
Εδώ οι διαπιστώσεις φοβούμαι ότι δεν μπορεί να είναι καθησυχαστικές. Ούτε και ιδιαίτερα αισιόδοξες, αν αληθεύει η αίσθηση ότι δεν πρόκειται για αποτυχία, ούτε έστω για ανικανότητα, αλλά για απροθυμία ή και άρνηση ενός σοσιαλιστικού κόμματος να παρακολουθήσει και να διαχειριστεί τις κοινωνικές κρίσεις και αλλαγές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου