Αντικειμενικότητα, ίσως. Ουδετερότητα, αδύνατον [α΄]
Τα Νέα, 19 Αυγούστου 2006
Αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού
Στο Ρασομόν του Κουροσάβα έχουμε διαφορετικές αφηγήσεις όσες και οι μάρτυρες ενός εγκλήματος: ο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιλαμβάνεται ο καθένας κάποιο αντικειμενικό γεγονός δείχνει πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει αντικειμενικότητα –και πολύ περισσότερο ουδετερότητα
το πλήρες κείμενο:
«Να μη λένε μόνο τι κάνει το Ισραήλ, αλλά και τι κάνει η Χεζμπολάχ» έλεγε σε έντονο ύφος δημοσιογράφος μεγάλου καναλιού. «Ο Χ επικαλείται τις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό· κανένας όμως δεν αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ» έγραφε, νηφάλιος αυτός, έγκυρος δημοσιογράφος καθημερινής εφημερίδας.
Τίποτα δεν θα είχε να προσάψει κανείς σ’ αυτές τις δύο επισημάνσεις, ίσα ίσα θα μπορούσε να βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του, όταν δεν είναι, εννοείται, με τη Χεζμπολάχ. Μήπως όμως τότε είναι με το Ισραήλ, όπως φαίνεται να είναι εν προκειμένω οι δύο δημοσιογράφοι; Και αν δεν είναι ούτε με το Ισραήλ, τι θα άλλαζε στις δύο επισημάνσεις, εφόσον και οι δύο αντιστοιχούν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα; Ή πώς θα τη διατύπωνε κάποιος αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, αν κυρίως δεν είναι με το Ισραήλ στη συγκυρία αυτή;
Μπερδευτήκαμε, και δεν είμαστε καν στην αρχή. Ας δούμε όμως και άλλη μία επισήμανση, τραγικότερη στην πραγματικότητα την οποία περιγράφει, αυτήν τη φορά από εξαντλητικό άρθρο, ουσιαστικά κάθε άλλο παρά φιλοϊσραηλινό: «Στην Ευρώπη φτάνουν σκηνές από την τραγωδία των Λιβανέζων προσφύγων. Γιατί όμως δεν φτάνουν και οι αντίστοιχες εικόνες από το Τελ Αβίβ; Περίπου 500.000 πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τον Βορρά (στόχο των ρουκετών της Χεζμπολάχ). Αυτοί δεν είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα;» Τώρα πια υπογράφει κανείς με χέρια και με πόδια, μια επισήμανση πάντως που άδικα συμφύρεται εδώ με άλλων προθέσεων σκέψεις, τη χρησιμοποίησα όμως σκόπιμα, για το θέμα μου: γιατί αν μια απομονωμένη φράση μπορεί να υποβάλει διαφορετική ερμηνεία της θέσης γενικά του κειμένου από το οποίο αποσπάστηκε, πολύ περισσότερο μπορεί να διαβαστεί και να προβληθεί υποκειμενικά η αντικειμενική ιστορία, από τη στιγμή που παρουσιάζεται αποσπασματικά!
Άλλο παράθεμα, από επιφυλλίδα πρώτη χρονικά –τραγικά πρώτη, θα έλεγα– στη ροή των γεγονότων: «Στα εξήντα σχεδόν χρόνια ιστορίας του ισραηλινού κράτους έχουν γίνει πολλά έκτροπα εναντίον Παλαιστινίων Αράβων, για τα οποία ευθύνονται άμεσα οι Αρχές του Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι έκτροπα ουκ ολίγα έχει διαπράξει και η αραβική πλευρά στο ίδιο διάστημα». Είπα «τραγικά πρώτη», γιατί η επιφυλλίδα έπεσε αμέσως με τις πρώτες βόμβες του Ισραήλ στους αμάχους του Λιβάνου, χωρίς όμως να αναφέρεται στην επικαιρότητα· απλώς, πραγματευόταν γενικότερα, κατά τον τίτλο, «Το νόσημα του αντισημιτισμού». Εδώ έχουμε μια τυπική περίπτωση θεωρητικής προσέγγισης, που δεν κατατρίβεται με την επικαιρότητα, παρά μελετά τις «λήψεις θέσεων [sic] εναντίον του Ισραήλ και του “σιωνισμού”», επισημαίνοντας υποτίθεται ουδέτερα και ακριβοδίκαια την ύπαρξη εκτρόπων και από τις δύο πλευρές. Βέβαια, περισσότερο και από αποσπασματική, η ανάγνωση της ιστορίας είναι υπέρ το δέον σχηματική, με μεταφυσικού τύπου αφαιρέσεις και γενικεύσεις, όπου ένας λαός γίνεται πρόσωπα, κάποιοι «Παλαιστίνιοι Άραβες», αντιμέτωποι με κάποιες «Αρχές του Ισραήλ», λ.χ. την αστυνομία, και όχι με ένα κράτος και τον επιτελικό σχεδιασμό και την πολιτική του.
Αλλά έτσι κι αλλιώς η αποσπασματική ανάγνωση της ιστορίας αποκλείει κατά κανόνα την αντικειμενική αποτίμηση. Πολύ περισσότερο όμως αποκλείει την ουδέτερη στάση στην επιστήμη, κάτι που θεωρείται πως δεν μπορεί γενικότερα, εξ ορισμού, να υπάρξει, πως δεν υπάρχει καν –όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά ακόμα πιο γενικά, στη στάση μας στη ζωή, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο, έπειτα από τους πολλούς μου χαρακτηρισμούς (αλλά και τη δική μου αποσπασματική παρουσίαση ενός ολόκληρου κειμένου!), οφείλω να κατονομάσω τον επιφυλλιδογράφο, που είναι ο καθηγητής Δ. Δημητράκος (Βήμα 16/7), και με ανακούφιση να παραπέμψω στην απάντηση που δέχτηκε από τον καθηγητή Νάσο Βαγενά (Βήμα 23/7).
Στο Ρασομόν του Κουροσάβα, μία από τις 10 καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, σύμφωνα και με τους κριτικούς, έχουμε τις αντιφατικές αφηγήσεις δράστη, θύματος και άλλων μαρτύρων, σχετικά με τη δολοφονία ενός σαμουράι και το βιασμό της γυναίκας του. Μέσα από την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης μαρτυρίας, που είναι το θέμα του Κουροσάβα, στην ταινία δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα, έτσι όπως γενικά δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα όρια π.χ. ανάμεσα στις σκόπιμες αλλοιώσεις (τα ψέματα) και τις αλλοιώσεις της μνήμης, αλλά προπαντός την υποκειμενική πρόσληψη του αντικειμενικού. Άρα, δεν υπάρχει καθαυτό αντικειμενικό, εφόσον η υποκειμενική πρόσληψη σημαίνει το «δικό μου» κάθε φορά αντικειμενικό;
Δεν έχει νόημα να περιπλανηθούμε περισσότερο εδώ. Αν όμως φτάνει να θεωρείται περίπου εξ ορισμού ανέφικτη η αντικειμενικότητα, πόσο μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει, όπως είπα και παραπάνω, ουδετερότητα. Και όταν λέω δεν υπάρχει, εννοώ ότι αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού.
Εδώ θα μας βοηθήσει άλλος δημοσιογράφος, με πλούσια αρθρογραφία για τη «Μονόπλευρη καταδίκη», την «Επιλεκτική ευαισθησία» κ.ά. –οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους. Στο πρώτο από αυτά αναλύει το σχέδιο της Χεζμπολάχ, που ήθελε να προκαλέσει τους «εξ επαγγέλματος εθισμένους στη βία στρατηγούς» του Ισραήλ να «απαντήσουν ασύμμετρα», και να δημιουργηθούν έτσι «κύματα συμπάθειας για τους νεκρούς αμάχους στη διεθνή κοινή γνώμη». Που όμως έμεινε, όπως διαπιστώνει ο αρθρογράφος, ασυγκίνητη, ενώ «και η πάντοτε ευαίσθητη στο δράμα των Παλαιστινίων Ευρώπη κρατάει αποστάσεις».
«Δεν πρόκειται» συνεχίζει «για μια συνωμοσία σιωπής, [...] ούτε είναι ο “διεθνής σιωνιστικός δάκτυλος” [...]. Σε αντίθεση με τα ελληνικά άρθρα (που ξεκινούν: “την περασμένη Τετάρτη άρχισαν οι επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Λιβάνου”), όλοι γνωρίζουν ότι της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη, όταν οι ένοπλοι της Χεζμπολάχ επιτέθηκαν σε ισραηλινό φυλάκιο σκοτώνοντας επτά και αιχμαλωτίζοντας δύο…»
Αλίμονο, και εδώ βάζει κανείς ολοπρόθυμα την υπογραφή του. Μόνο που, αν «της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη», οφείλει κανείς να μην ξεχνάει και να λαβαίνει συνεχώς υπόψη του ότι της Τρίτης προηγήθηκε η Δευτέρα, και της Δευτέρας η Κυριακή, κ.ο.κ.
Φαίνεται όμως πως συγγενές αμάρτημα της «αντικειμενικής» και «ουδέτερης» (αν και εφόσον ισχυρίζεται έστω η ίδια πως είναι ουδέτερη) περιγραφής και αποτίμησης είναι ακριβώς η έλλειψη ιστορικής προοπτικής.
Όμως, δεν νοείται να κόβουμε μια φέτα ιστορίας, αν θέλουμε ακριβώς να μελετήσουμε την ιστορία, γιατί η ιστορία δεν είναι φέτες, δεν είναι κουτάκια ή συρταράκια, έστω το ένα πλάι στ’ άλλο, αλλά ένα αδιάσπαστο Συνεχές.
Η Ιστορία σε φέτες δεν είναι Ιστορία
Κι ωστόσο, αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στην «αντικειμενική» και «ουδέτερη» περιγραφή είναι πως ο καθένας, ατομικά ή συλλογικά, σαν ρεύμα, τάση, κόμμα, ή κι ολόκληρη εποχή, ο καθένας λοιπόν κάνει μιαν αυθαίρετη τομή, και αρχίζει από κει και πέρα την επιστημονική του παρατήρηση, κάτω απ’ το μικροσκόπιο, μέσα στη γυάλα, μ’ ένα τόσο δα κομματάκι δηλαδή ιστορία, αλλά με την Ιστορία απ’ έξω.
Θα τη δούμε αναλυτικότερα την περίπτωση αυτή, όπως παρουσιάστηκε τώρα, με τον πόλεμο του Ισραήλ και το παλαιστινιακό. Προηγουμένως, και για μεγαλύτερη ασφάλεια, μπορούμε να δούμε επιγραμματικά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Είναι η περίφημη εξίσωση «μαύρος και κόκκινος φασισμός», εξίσωση που γίνεται εν κενώ ιστορίας, και έτσι, ερήμην συχνότατα των όποιων προθέσεων, «πριμοδοτεί» έμμεσα τον «μαύρο» φασισμό, ή οπωσδήποτε αμβλύνει την κριτική απέναντί του. Γιατί εξίσωση χωρίς την ιστορική διαδρομή, χωρίς τον λόγο και τους λόγους της ιστορίας, χωρίς διακριτούς τους ρόλους λ.χ. θύτη και θύματος, σημαίνει απλώς λογιστική και σκέτα νούμερα. Όμως, ακόμα κι αν «αριθμητικά» τα εγκλήματα είναι ίδια, ακόμα ακόμα κι αν του «κόκκινου» είναι περισσότερα, δεν μπορεί η εξίσωση των αναντίρρητων πράξεων να συνεπάγεται και εξίσωση των ιδεολογιών. Γιατί, αν κατεβούμε από τις –εξίσου, έστω, εγκληματικές– ηγεσίες προς τα κάτω, και δούμε όχι επιτελικά σχέδια αλλά ιδεολογίες, τότε τι σχέση έχει η μια ιδεολογία με την άλλη, τι σχέση μπορεί ποτέ να έχει ιστορικά ο κομμουνιστής με τον φασίστα; Γιατί ο κομμουνιστής, ακόμα κι όταν έσφαζε, πήγαινε, ήθελε, νόμιζε πως θ’ άλλαζε τον κόσμο προς το καλύτερο· ο φασίστας όχι! Αλλιώς, ας βάζαμε μαζί, πλάι στους δύο «φασισμούς», και τρίτον, π.χ. τον χριστιανισμό, με τα ων ουκ έστι αριθμός εγκλήματά του, έστω και μόνο όταν αγωνιζόταν για την επικράτησή του!
Θα συνεχίσω.
Αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού
Στο Ρασομόν του Κουροσάβα έχουμε διαφορετικές αφηγήσεις όσες και οι μάρτυρες ενός εγκλήματος: ο υποκειμενικός τρόπος με τον οποίο μπορεί να αντιλαμβάνεται ο καθένας κάποιο αντικειμενικό γεγονός δείχνει πόσο δύσκολο είναι να υπάρξει αντικειμενικότητα –και πολύ περισσότερο ουδετερότητα
το πλήρες κείμενο:
«Να μη λένε μόνο τι κάνει το Ισραήλ, αλλά και τι κάνει η Χεζμπολάχ» έλεγε σε έντονο ύφος δημοσιογράφος μεγάλου καναλιού. «Ο Χ επικαλείται τις αποφάσεις του ΟΗΕ για το Παλαιστινιακό· κανένας όμως δεν αναφέρεται στην απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για τον αφοπλισμό της Χεζμπολάχ» έγραφε, νηφάλιος αυτός, έγκυρος δημοσιογράφος καθημερινής εφημερίδας.
Τίποτα δεν θα είχε να προσάψει κανείς σ’ αυτές τις δύο επισημάνσεις, ίσα ίσα θα μπορούσε να βάλει φαρδιά πλατιά την υπογραφή του, όταν δεν είναι, εννοείται, με τη Χεζμπολάχ. Μήπως όμως τότε είναι με το Ισραήλ, όπως φαίνεται να είναι εν προκειμένω οι δύο δημοσιογράφοι; Και αν δεν είναι ούτε με το Ισραήλ, τι θα άλλαζε στις δύο επισημάνσεις, εφόσον και οι δύο αντιστοιχούν σε μια αντικειμενική πραγματικότητα; Ή πώς θα τη διατύπωνε κάποιος αυτή την αντικειμενική πραγματικότητα, αν κυρίως δεν είναι με το Ισραήλ στη συγκυρία αυτή;
Μπερδευτήκαμε, και δεν είμαστε καν στην αρχή. Ας δούμε όμως και άλλη μία επισήμανση, τραγικότερη στην πραγματικότητα την οποία περιγράφει, αυτήν τη φορά από εξαντλητικό άρθρο, ουσιαστικά κάθε άλλο παρά φιλοϊσραηλινό: «Στην Ευρώπη φτάνουν σκηνές από την τραγωδία των Λιβανέζων προσφύγων. Γιατί όμως δεν φτάνουν και οι αντίστοιχες εικόνες από το Τελ Αβίβ; Περίπου 500.000 πρόσφυγες έχουν εγκαταλείψει τον Βορρά (στόχο των ρουκετών της Χεζμπολάχ). Αυτοί δεν είναι πρόσφυγες στην ίδια τους τη χώρα;» Τώρα πια υπογράφει κανείς με χέρια και με πόδια, μια επισήμανση πάντως που άδικα συμφύρεται εδώ με άλλων προθέσεων σκέψεις, τη χρησιμοποίησα όμως σκόπιμα, για το θέμα μου: γιατί αν μια απομονωμένη φράση μπορεί να υποβάλει διαφορετική ερμηνεία της θέσης γενικά του κειμένου από το οποίο αποσπάστηκε, πολύ περισσότερο μπορεί να διαβαστεί και να προβληθεί υποκειμενικά η αντικειμενική ιστορία, από τη στιγμή που παρουσιάζεται αποσπασματικά!
Άλλο παράθεμα, από επιφυλλίδα πρώτη χρονικά –τραγικά πρώτη, θα έλεγα– στη ροή των γεγονότων: «Στα εξήντα σχεδόν χρόνια ιστορίας του ισραηλινού κράτους έχουν γίνει πολλά έκτροπα εναντίον Παλαιστινίων Αράβων, για τα οποία ευθύνονται άμεσα οι Αρχές του Ισραήλ. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι έκτροπα ουκ ολίγα έχει διαπράξει και η αραβική πλευρά στο ίδιο διάστημα». Είπα «τραγικά πρώτη», γιατί η επιφυλλίδα έπεσε αμέσως με τις πρώτες βόμβες του Ισραήλ στους αμάχους του Λιβάνου, χωρίς όμως να αναφέρεται στην επικαιρότητα· απλώς, πραγματευόταν γενικότερα, κατά τον τίτλο, «Το νόσημα του αντισημιτισμού». Εδώ έχουμε μια τυπική περίπτωση θεωρητικής προσέγγισης, που δεν κατατρίβεται με την επικαιρότητα, παρά μελετά τις «λήψεις θέσεων [sic] εναντίον του Ισραήλ και του “σιωνισμού”», επισημαίνοντας υποτίθεται ουδέτερα και ακριβοδίκαια την ύπαρξη εκτρόπων και από τις δύο πλευρές. Βέβαια, περισσότερο και από αποσπασματική, η ανάγνωση της ιστορίας είναι υπέρ το δέον σχηματική, με μεταφυσικού τύπου αφαιρέσεις και γενικεύσεις, όπου ένας λαός γίνεται πρόσωπα, κάποιοι «Παλαιστίνιοι Άραβες», αντιμέτωποι με κάποιες «Αρχές του Ισραήλ», λ.χ. την αστυνομία, και όχι με ένα κράτος και τον επιτελικό σχεδιασμό και την πολιτική του.
Αλλά έτσι κι αλλιώς η αποσπασματική ανάγνωση της ιστορίας αποκλείει κατά κανόνα την αντικειμενική αποτίμηση. Πολύ περισσότερο όμως αποκλείει την ουδέτερη στάση στην επιστήμη, κάτι που θεωρείται πως δεν μπορεί γενικότερα, εξ ορισμού, να υπάρξει, πως δεν υπάρχει καν –όχι μόνο στην επιστήμη, αλλά ακόμα πιο γενικά, στη στάση μας στη ζωή, όπως θα προσπαθήσω να δείξω. Εν πάση περιπτώσει, στο προκείμενο, έπειτα από τους πολλούς μου χαρακτηρισμούς (αλλά και τη δική μου αποσπασματική παρουσίαση ενός ολόκληρου κειμένου!), οφείλω να κατονομάσω τον επιφυλλιδογράφο, που είναι ο καθηγητής Δ. Δημητράκος (Βήμα 16/7), και με ανακούφιση να παραπέμψω στην απάντηση που δέχτηκε από τον καθηγητή Νάσο Βαγενά (Βήμα 23/7).
Στο Ρασομόν του Κουροσάβα, μία από τις 10 καλύτερες ταινίες στην ιστορία του κινηματογράφου, σύμφωνα και με τους κριτικούς, έχουμε τις αντιφατικές αφηγήσεις δράστη, θύματος και άλλων μαρτύρων, σχετικά με τη δολοφονία ενός σαμουράι και το βιασμό της γυναίκας του. Μέσα από την υποκειμενικότητα της ανθρώπινης μαρτυρίας, που είναι το θέμα του Κουροσάβα, στην ταινία δεν θα μάθουμε ποτέ τι ακριβώς συνέβη στην πραγματικότητα, έτσι όπως γενικά δεν είμαστε σε θέση να διακρίνουμε τα όρια π.χ. ανάμεσα στις σκόπιμες αλλοιώσεις (τα ψέματα) και τις αλλοιώσεις της μνήμης, αλλά προπαντός την υποκειμενική πρόσληψη του αντικειμενικού. Άρα, δεν υπάρχει καθαυτό αντικειμενικό, εφόσον η υποκειμενική πρόσληψη σημαίνει το «δικό μου» κάθε φορά αντικειμενικό;
Δεν έχει νόημα να περιπλανηθούμε περισσότερο εδώ. Αν όμως φτάνει να θεωρείται περίπου εξ ορισμού ανέφικτη η αντικειμενικότητα, πόσο μάλλον δεν μπορεί να υπάρχει, όπως είπα και παραπάνω, ουδετερότητα. Και όταν λέω δεν υπάρχει, εννοώ ότι αυτό που λέμε στην καλύτερη περίπτωση «ουδετερότητα» ή «ίσες αποστάσεις» λειτουργεί εκ των πραγμάτων υπέρ του εκάστοτε ισχυρού.
Εδώ θα μας βοηθήσει άλλος δημοσιογράφος, με πλούσια αρθρογραφία για τη «Μονόπλευρη καταδίκη», την «Επιλεκτική ευαισθησία» κ.ά. –οι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους. Στο πρώτο από αυτά αναλύει το σχέδιο της Χεζμπολάχ, που ήθελε να προκαλέσει τους «εξ επαγγέλματος εθισμένους στη βία στρατηγούς» του Ισραήλ να «απαντήσουν ασύμμετρα», και να δημιουργηθούν έτσι «κύματα συμπάθειας για τους νεκρούς αμάχους στη διεθνή κοινή γνώμη». Που όμως έμεινε, όπως διαπιστώνει ο αρθρογράφος, ασυγκίνητη, ενώ «και η πάντοτε ευαίσθητη στο δράμα των Παλαιστινίων Ευρώπη κρατάει αποστάσεις».
«Δεν πρόκειται» συνεχίζει «για μια συνωμοσία σιωπής, [...] ούτε είναι ο “διεθνής σιωνιστικός δάκτυλος” [...]. Σε αντίθεση με τα ελληνικά άρθρα (που ξεκινούν: “την περασμένη Τετάρτη άρχισαν οι επιθέσεις του Ισραήλ κατά του Λιβάνου”), όλοι γνωρίζουν ότι της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη, όταν οι ένοπλοι της Χεζμπολάχ επιτέθηκαν σε ισραηλινό φυλάκιο σκοτώνοντας επτά και αιχμαλωτίζοντας δύο…»
Αλίμονο, και εδώ βάζει κανείς ολοπρόθυμα την υπογραφή του. Μόνο που, αν «της Τετάρτης προηγήθηκε η Τρίτη», οφείλει κανείς να μην ξεχνάει και να λαβαίνει συνεχώς υπόψη του ότι της Τρίτης προηγήθηκε η Δευτέρα, και της Δευτέρας η Κυριακή, κ.ο.κ.
Φαίνεται όμως πως συγγενές αμάρτημα της «αντικειμενικής» και «ουδέτερης» (αν και εφόσον ισχυρίζεται έστω η ίδια πως είναι ουδέτερη) περιγραφής και αποτίμησης είναι ακριβώς η έλλειψη ιστορικής προοπτικής.
Όμως, δεν νοείται να κόβουμε μια φέτα ιστορίας, αν θέλουμε ακριβώς να μελετήσουμε την ιστορία, γιατί η ιστορία δεν είναι φέτες, δεν είναι κουτάκια ή συρταράκια, έστω το ένα πλάι στ’ άλλο, αλλά ένα αδιάσπαστο Συνεχές.
Η Ιστορία σε φέτες δεν είναι Ιστορία
Κι ωστόσο, αυτό που κατά κανόνα συμβαίνει στην «αντικειμενική» και «ουδέτερη» περιγραφή είναι πως ο καθένας, ατομικά ή συλλογικά, σαν ρεύμα, τάση, κόμμα, ή κι ολόκληρη εποχή, ο καθένας λοιπόν κάνει μιαν αυθαίρετη τομή, και αρχίζει από κει και πέρα την επιστημονική του παρατήρηση, κάτω απ’ το μικροσκόπιο, μέσα στη γυάλα, μ’ ένα τόσο δα κομματάκι δηλαδή ιστορία, αλλά με την Ιστορία απ’ έξω.
Θα τη δούμε αναλυτικότερα την περίπτωση αυτή, όπως παρουσιάστηκε τώρα, με τον πόλεμο του Ισραήλ και το παλαιστινιακό. Προηγουμένως, και για μεγαλύτερη ασφάλεια, μπορούμε να δούμε επιγραμματικά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Είναι η περίφημη εξίσωση «μαύρος και κόκκινος φασισμός», εξίσωση που γίνεται εν κενώ ιστορίας, και έτσι, ερήμην συχνότατα των όποιων προθέσεων, «πριμοδοτεί» έμμεσα τον «μαύρο» φασισμό, ή οπωσδήποτε αμβλύνει την κριτική απέναντί του. Γιατί εξίσωση χωρίς την ιστορική διαδρομή, χωρίς τον λόγο και τους λόγους της ιστορίας, χωρίς διακριτούς τους ρόλους λ.χ. θύτη και θύματος, σημαίνει απλώς λογιστική και σκέτα νούμερα. Όμως, ακόμα κι αν «αριθμητικά» τα εγκλήματα είναι ίδια, ακόμα ακόμα κι αν του «κόκκινου» είναι περισσότερα, δεν μπορεί η εξίσωση των αναντίρρητων πράξεων να συνεπάγεται και εξίσωση των ιδεολογιών. Γιατί, αν κατεβούμε από τις –εξίσου, έστω, εγκληματικές– ηγεσίες προς τα κάτω, και δούμε όχι επιτελικά σχέδια αλλά ιδεολογίες, τότε τι σχέση έχει η μια ιδεολογία με την άλλη, τι σχέση μπορεί ποτέ να έχει ιστορικά ο κομμουνιστής με τον φασίστα; Γιατί ο κομμουνιστής, ακόμα κι όταν έσφαζε, πήγαινε, ήθελε, νόμιζε πως θ’ άλλαζε τον κόσμο προς το καλύτερο· ο φασίστας όχι! Αλλιώς, ας βάζαμε μαζί, πλάι στους δύο «φασισμούς», και τρίτον, π.χ. τον χριστιανισμό, με τα ων ουκ έστι αριθμός εγκλήματά του, έστω και μόνο όταν αγωνιζόταν για την επικράτησή του!
Θα συνεχίσω.