24/12/07

22. Των ζώντων ή των ζωσών γλωσσών

Τα Νέα, 31 Δεκεμβρίου 1999

Των ζώντων γλωσσών ή των ζωσών; «Των ζωσών» βεβαίως, ακούω ήδη ζωηρή έως οργίλη την απάντηση, μαζί μ’ ένα αποτροπιαστικό «τς τς τς» για τον πρώτο τύπο, που είναι το γνωστό μας λάθος. Κι όμως, ένας ορός της αλήθειας θα μαρτυρούσε πόσο έτοιμοι ήμασταν όλοι να διαπράξουμε ακριβώς το λάθος, και επίσης πόση ανατριχίλα μάς γεννά ο σωστός τύπος. Να τον ξαναπούμε, να τον ξαναδιαβάσουμε, να τον ξανακούσουμε: των ζωσών γλωσσών! Κι ας το ομολογήσουμε, μόνο «ζώσα» γλώσσα δεν είναι αυτό: των ζωσών γλωσσών!

διαβάστε τη συνέχεια...

Βρισκόμαστε άλλη μια φορά μπροστά στη δύσχρηστη ή σπάνια ή και ανύπαρκτη γενική πληθυντικού, των θηλυκών ιδιαίτερα, όπως είχαμε δει σε σειρά επιφυλλίδων (κεφ. 13, 14, 15) πριν διακόψουμε με θέματα επίκαιρα: αναφέρομαι στις κότες, που δεν έχουν γενική («των κοτών»), ενώ τάχα οι πισίνες, σύμφωνα με το λεξικό Μπαμπινιώτη, έχουν: των πισινών! Εύκολα είναι κι εδώ τα ευφυολογήματα, πως λόγου χάρη «ο Δήμαρχος ανέθεσε τον καθαρισμό των πισινών του στην τάδε εταιρεία» κ.ά. Δεν πρέπει όμως μ’ αυτά να προσπερνούμε το πρόβλημα –και πρέπει πάντα να έχουμε συνείδηση του προβλήματος και να μην εκβιάζουμε λύσεις που παραβιάζουν τη γλώσσα. Μας αρέσει δε μας αρέσει, πλήθος ονόματα δεν έχουν πληθυντικό: η δροσιά, η πείρα, το κολύμπι· άλλα, που έχουν πληθυντικό, δεν σχηματίζουν γενική πτώση, όπως η κότα που μόλις αφήσαμε· και σ’ όλα αυτά, τα πιο πολλά και τα πιο δύστροπα είναι τα θηλυκά, αν και εφόσον υπάρχουν, όπως «η θεατής» ή «η θεάτρια», που δεν λέγεται ούτε έτσι ούτε αλλιώς, παρά κρύβεται μόνο μέσα στο πληθυντικό θεατές, ή τα επαγγελματικά: η ταμίας, η ταμία ή τάχα η ταμίισσα, και η λοχίας ή η λοχίισσα! (βλ. κεφ. 15)

Περισσότερο ακραία περίπτωση αποτελούν οι μετοχές, για τον επιπλέον σοβαρότατο λόγο ότι σπανίζουν στη γλώσσα μας, απαντούν συχνά σαν απολίθωμα, σε στερεότυπες εκφράσεις, και τότε θεωρείται ότι περιέχουν και το θηλυκό: οι πεσόντες δεν προσδιορίζουν κατανάγκην φύλο, και σπάνια θα έτυχε να υπάρξουν θύματα γυναίκες αποκλειστικά, ώστε να χρησιμοποιηθεί η θηλυκή μετοχή: οι πεσούσες, και να υπάρξει μάλιστα χρήση σχετικά συχνή, ώστε να φτάσουμε και στη γενική: των πεσουσών αγωνιστριών! Έτσι κι αλλιώς, ακόμα και οι πεσόντες δεν είναι τύπος που ζυμώνεται καθημερινά στον λόγο μας· γράφεται ή ακούγεται, στην τηλεόραση ή σε ειδικές τελετές, πάντα για τους πεσόντες αγωνιστές, και όχι για όσους πέφτουν από την ταράτσα του σπιτιού τους. Αλλά μια τέτοια χρήση δεν εξομαλύνει έναν τύπο και δεν τον κάνει κοινό κτήμα, περιουσία που μπορεί ο καθένας να τη διαχειριστεί κατά τις ανάγκες του, γι’ αυτό και αφθονούν τα λάθη. (Και να σημειωθεί ότι είδαμε μια μετοχή που ακούγεται εξαιρετικά απλή και ομαλή, πολύ περισσότερο από τους εισπραχθέντες, τους ληφθέντες και τους προαναφερθέντες.)

Τα παραδείγματα όλα δείχνουν τον λόγιο χαρακτήρα τους και κατά συνέπεια τη δυσκολία στο σχηματισμό ή την αποδοχή του θηλυκού: τα εξοφληθέντα δάνεια - των εξοφληθεισών επιταγών; οι απολυθέντες εργάτες (εννοείται και οι γυναίκες) - των απολυθεισών εργατριών; Ακούστε την Κυριακή στην εκκλησία: υπέρ πλεόντων, οδοιπορούντων, νοσούντων, καμνόντων, αιχμαλώτων, όπου επίσης, πάντοτε, εννοούνται άντρες και γυναίκες· ξεχωρίστε τώρα τις γυναίκες: υπέρ πλεουσών, οδοιπορουσών, νοσουσών, καμνουσών... Ή οι τεθνεώτες, των τεθνεώτων - των τεθνεωσών;

Και όχι, δεν φταίνε οι «λαϊκοδημοτικιστές», ούτε πάλι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976 και τα άλλα γνωστά «δεινά». Το παράδειγμα των ζώντων-ζωσών γλωσσών το δανείστηκα από τη μελέτη του Εμμανουήλ Ροΐδη Τα είδωλα (1893: Άπαντα, εκδ. Ερμής, 1978, Δ΄ 93-363). Το 1893, έναν ολόκληρο αιώνα πριν, τότε που κυριαρχούσε όχι απλώς η καθαρεύουσα αλλά η αρχαΐζουσα και έθαλλαν οι μετοχές και τα απαρέμφατα, ο Ροΐδης σαρκάζει την «ευφωνία» «δύο αλλεπαλλήλων περισπωμένων τύπων, ως λ.χ. των καθεστηκυιών εξουσιών, των ληξασών προθεσμιών, των αποβιωσασών γυναικών κτλ.» Και από απέχθεια, λέει, προς ένα τέτοιο «μελώδημα», ακόμα και «άριστοι των ημετέρων λογίων» γράφουν «των ζώντων γλωσσών», «όχι μόνον εξ απροσεξίας, αλλά και εξ αυτομάτου εξεγέρσεως του ωτίου κατά του αφορήτου των ζωσών γλωσσών» (σ. 211). Αλλά ήδη από το 600 μ.Χ., όπως μας λέει ο Νικόλαος Π. Ανδριώτης (Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, Θεσσαλονίκη 1995, σ. 49), «η μετοχή αρχίζει να συγχέει τα γένη και τους αριθμούς, προαγγέλλοντας τη μελλοντική ακλισία της, π.χ. είδον γυναίκες ομνύοντας, των θυρών συνθλασθέντων, πληρωθέντων των ημερών...»

Εμείς όμως σήμερα, αρχαϊκότεροι των αρχαϊστών, έχουμε έτοιμη την ειρωνεία για τα συχνά λάθη: «λόγω των επικρατούντων καιρικών συνθηκών...» ή «των συντελεσθέντων καταστροφών» (αντί των επικρατουσών και των συντελεσθεισών), χωρίς να μας απασχολεί καθόλου ο άψυχος λόγος με τις άκαμπτες στερεότυπες εκφράσεις που τα κουβαλούν. Τη διόρθωση κλαιουσών χηρών διαβάζω σε σχετικό κεφάλαιο στο βιβλίο του Γιάννη Π. Τζαννετάκου Λόγος ελληνικός στη δημοσιογραφία (χ.χ., σ. 22), και τον θυμάμαι τον ίδιο στο Συνέδριο του Γλωσσολογικού του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1996 να εκφωνεί ανά πρόταση και από μία θηλυκή μετοχή και να θαμπώνει μέρος του ακροατηρίου. Το βρίσκω σχεδόν ακατανόητο. Εάν όμως πιστεύουμε ότι εκτός από την κλαίουσα ιτιά χρειαζόμαστε στον λόγο μας και την κλαίουσα χήρα, σε όλους μάλιστα τους αριθμούς και τις πτώσεις, όσο δηλαδή νομίζουμε ότι μας είναι απαραίτητες οι μετοχές σε -ουσα, -είσα κτλ. και μας απωθεί η νεοελληνική, αναλυτικότερη σύνταξη, τότε, με κίνδυνο να γίνω και εγώ προκλητικός, θα έλεγα ότι, ανάμεσα στο σωστό και το λάθος, προτιμότερο είναι το λάθος –τώρα που ξέρουμε πόσο σχετική είναι η έννοια αυτή, ή πόσο είναι θέμα χρονικής στιγμής να ονομαστεί λάθος το σωστό και σωστό το λάθος.

Και ακόμη περισσότερο, θα έλεγα πως το σωστό μπορεί να δείχνει γνώση και εμβρίθεια, δεν δείχνει όμως, με την εκβιασμένη χρήση του, αίσθημα γλωσσικό. Η γλώσσα όμως πλάθεται και προάγεται από το γλωσσικό αίσθημα, και όχι από την εργαστηριακή εφαρμογή κανόνων και από την άμουση συναρμογή τύπων που ο σχηματισμός τους λογοδοτεί μόνο στην ψυχρή γνώση.

buzz it!