Ο οπαδός και ο ταγός [γραμματική Μπαμπινιώτη, δ΄]
Τα Νέα, 23 Ιουλίου 2005
Σε ολόκληρη γραμματική ο μαθητής, ο χρήστης, δεν θα βρει πώς κλίνεται ο πρύτανης ή ο πρέσβης, ούτε θα μάθει αν ο πληθυντικός της λέξης μυς είναι οι μυς ή οι μύες, και ποιο ωροσκόπιο είναι πιο σωστό, αυτό που λέει Ιχθύς ή αυτό που λέει Ιχθύες.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ο λόγος πάντα για τη Γραμματική Μπαμπινιώτη, που ψάχνουμε ακόμα πού να είναι τάχα περιγραφική και κυρίως πόσο χρηστική, ενώ απ’ την άλλη μάλλον ρυθμιστική τη βρίσκουμε –κι αυτό είναι ώς έναν μεγάλο βαθμό αναπόφευκτο, λέω εγώ, μα άλλα λέει και θέλει ο συντάκτης της και οι πιστοί-αγοραστές αλλά μη αναγνώστες της.
Συνεχίζω με τη Σαπφώ, από την τελευταία επιφυλλίδα: ανύπαρκτη, έλεγα, κι αυτή, μαζί με την ηχώ κτλ. Πάλι δεν θα μάθει δηλαδή ο χρήστης αν κλίνεται ακόμα της Σαπφούς, και αν άραγε έτσι θα κλιθεί όχι πια η αρχαία, αλλά και η νέα, η Σαπφώ Νοταρά λόγου χάρη· και αν αναλόγως κλίνεται και η Γωγώ - «της Γωγούς» ή η Μαρουσώ - «της Μαρουσούς». Ούτε περιγραφή δηλαδή εδώ, ούτε ρύθμιση, ούτε τίποτα. Ούτε γραμματική, θα πω όμως τότε εγώ.
Αντίθετα, ανατρέχω άλλη μια φορά στη Γραμματική της Ελληνικής Γλώσσας, των D. Holton, P. Mackridge και Ειρ. Φιλιππάκη-Warburton, από τις νεότερες (1999), και βρίσκω σχεδόν ολόκληρη σελίδα με τα ουσιαστικά σε -ω (63 κ.ε.), με κλιτικά παραδείγματα και σχετικά σχόλια –αδιάφορο εδώ αν συμφωνεί κανείς απολύτως με τη συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση: πάντως, υπάρχει. Και υπάρχει και ο μυς, που λέγαμε, υπάρχουν και το ήμισυ, το πυρ, το οξύ και άλλα, που Πρύτανης οίδε γιατί δεν βρήκαν θέση στην υπερδιπλάσιας έκτασης Γραμματική του.
Ίσως για το οξύ, σκέφτομαι τώρα, να μας πει πως βρίσκεται στην από καταγωγής θέση του, στα επίθετα, όπως λόγου χάρη παρέπεμπε παλαιότερα τον P. Mackridge που επισήμαινε τέτοιες ελλείψεις (Βήμα 8.6.97)· και έλεγε αίφνης ο κ. Μπ. (Βήμα 27.7.97) ότι το ευγενής θα αναλυθεί εν καιρώ, στα επίθετα. Και κυκλοφόρησε κάποτε και ο τόμος με τα επίθετα, όπου όντως υπάρχουν και τα εξόχως δύστροπα διγενή (ο/η ασθενής, το ασθενές). Όμως, στη συγκεντρωτική τώρα έκδοση, τα επίθετα παραμένουν στην οικεία τους θέση, αλλά δεν εμφανίζονται στους εξαντλητικούς (υποτίθεται, ή πάντως θα έπρεπε) «Πίνακες κλιτικών παραδειγμάτων» στο τέλος της Γραμματικής, όπου εύλογα θα τα αναζητήσει ο μαθητής/χρήστης.
«Αδυνατώντας να δει το δάσος ο κ. Ρ.Μ[ackridge]» τον μάλωνε τότε ο κ. Μπ. «μένει σε μεμονωμένα χαμόδεντρα»: αυτό ήταν άλλωστε το βασικό μοτίβο της απάντησης του κ. Μπ. σε όσες κριτικές είχε απαντήσει, ότι εστίαζαν σε λεπτομέρειες, παραγνωρίζοντας τη μείζονα προσφορά, τη «νέα ολοκληρωμένη ταξινόμηση της μορφολογίας των ονομάτων της ΝΕ». Δεν θα πάρει, δεν μπορεί να πάρει θέση στο θέμα αυτό η επιφυλλίδα εδώ, μπαίνει όμως στο δάσος και κοιτάει να δει, με τη ματιά και την περπατησιά του χρήστη, αν μπορεί καν να περπατήσει δίχως να χαθεί ή και να γκρεμοτσακιστεί, και πιο πριν ακόμα, με τη ματιά του αγοραστή, αν όλα όσα του υπόσχεται η διαφήμιση και ο υπεύθυνος λόγος του συντάκτη ισχύουν ή μήπως τον κοροϊδεύουν. Γι’ αυτό και μείναμε, μέσα από μια μικρή δειγματοληψία, στις υποσχέσεις για περιγραφή, στους όρκους για μη ρύθμιση.
Ας τελειώσουμε με λίγα ακόμα παραδείγματα:
Έγραφα για τους ομοιόπτωτους προσδιορισμούς, που με χαρά, ομολογώ, συνάντησα στη Γραμματική Μπ.: δύο λίτρα νερό, ένας τόνος πετρέλαιο, και όχι (ετερόπτωτους) «λίτρα νερού», «τόνος πετρελαίου», όπως συχνά γράφονται τελευταία, ενώ στο εξώφυλλο διαβάζουμε: «χρήση με χιλιάδες παραδειγμάτων». Νά κι άλλοι ομοιόπτωτοι, από άλλες σελίδες: έπειτα από 3 ώρες πορεία, 20 λεπτά διαφημίσεις κ.ά. Στο εξώφυλλο είναι το σωστό ή στις μέσα σελίδες; Όχι, δεν θα βρει πουθενά ο αναγνώστης πραγμάτευση του θέματος, ώστε να ξέρει ποιο το «σωστό» και ποιο το «λάθος», αν τάχα είναι θέμα σωστού και λάθους, ούτε την ιστορία του φαινομένου. Τρεις (3) σελίδες έχει σχετικά ο Τζάρτζανος, με λεπτομερή κατάταξη και με πλήθος παραδείγματα, όλα με ομοιόπτωτους. Αν τώρα ήταν στοιχειωδώς περιγραφική η Γραμματική Μπ., θα περιμέναμε να εξηγήσει τη σαφώς διαγεγραμμένη πορεία του ετερόπτωτου προς τον ομοιόπτωτο, μια πορεία όμως που έχει ανακοπεί σήμερα και έτσι παρουσιάζεται ισχυρή τάση επιστροφής στον ετερόπτωτο· ενώ η «διαφορά» μπορεί πλέον να ανιχνευτεί μόνο στο επίπεδο του ύφους (καθημερινό ή επίσημο, λαϊκότερο ή λογιότερο).
Ανάλογα απουσιάζει κάθε περιγραφή ως προς το κρίσιμο σήμερα θέμα της διαφοράς μεταξύ ως και σαν. Στη θέση της, η ίδια διατύπωση-ρύθμιση του 1999 (εδώ, σ. 564), όταν είχε κυκλοφορήσει αυτοτελώς ο τόμος για το ρήμα, με ασύστατα, κατά τη γνώμη μου, επιχειρήματα-κανόνες: αλλά αυτό δεν έχει σημασία εδώ, όσο η μη περιγραφή και η ρύθμιση. Γιατί μια στοιχειώδης περιγραφή θα μαρτυρούσε ή πάντως θα είχε υπόψη της τη σταθερή ώς ένα σημείο πορεία τού ως προς το σαν, που κάποια στιγμή επίσης ανακόπηκε και άρχισαν να παρουσιάζονται επιμέρους διακρίσεις, ώσπου σήμερα (από υπερδιόρθωση, βεβαίως) χρησιμοποιείται σχεδόν αδιακρίτως το ως, κανόνας δεν τηρείται, και μόνο διαφορά ύφους θα μπορούσε κανείς να υποδείξει. Όμως, και εδώ, μια οποιαδήποτε περιγραφή θα απέκλειε τη ρύθμιση, η οποία αποτελεί παγίως βούληση και στόχο του συντάκτη, προς συγκεκριμένη πάντοτε κατεύθυνση. (Αλλά έτσι κι αλλιώς, στο συγκεκριμένο θέμα, δεν ξέρω ποιο είναι πιο σημαντικό ελάττωμα για μια γραμματική, να είναι αγρίως ρυθμιστική ή βαθύτατα νυχτωμένη;)
Έτσι, από την άλλη, αφιερώνεται πάνω από μισή σελίδα στην πρόταση να τονίζεται η γενική του οριστικού άρθρου (τού, τής), με τη χαρακτηριστική διατύπωση: «για λόγους διευκόλυνσης τής ανάγνωσης καθιερώνεται και ο ακόλουθος κανόνας…» (σ. 200, υπογραμμίζω εγώ).
Ανάλογα και με μια ρύθμιση, με την οποία πάντως θα συμφωνούσα απόλυτα: τη διατήρηση του τελικού -ν στην αιτιατική του αρσενικού άρθρου. Στη σ. 198, στον οικείο πίνακα, δίνεται σαν μοναδικός τύπος αιτιατικής αρσενικού: τον, ενώ εύλογα στο θηλυκό δίνεται την/τη. Και σημειώνεται:
«η διατήρησή του στη γραφή παρουσιάζει δύο σημαντικά πλεονεκτήματα: αποφεύγει τη σύγχυση μεταξύ αρσενικού και ουδέτερου άρθρου κατά την ανάγνωση· απλουστεύει τους κανόνες τής ορθογραφίας και επομένως την εκμάθησή της από τα παιδιά» (σ. 200· υπογραμμίζω τα περί απλούστευσης, η οποία προβάλλεται επιλεκτικά και όποτε συμφέρει, σε σχέση μάλιστα με ένα ολόκληρο οικοδόμημα που θεμελιώνεται σε αναθέματα κατά της «ήσσονος προσπαθείας»).
Τελικά, πού ’ν’ την η περιγραφή και πού η πολυτυπία; Θαρρείς και γράφτηκε ολόκληρη γραμματική για να νομοθετήσει, να ρυθμίσει εννοώ, τα παλιά τριτόκλιτα, η λέξις - της λέξεως, και να κρατήσει αν μη τι άλλο ισότιμη τη γενική λέξεως, πλάι στην καθιερωμένη νεοελληνική λέξης. Σιγά! Ακόμα κι ο «μαλλιαρός», όπως λένε, Τριανταφυλλίδης υποσημείωνε τη γενική «της κυβερνήσεως», ενώ οι Holton-Mackridge-Φιλιππάκη καταγράφουν ακόμα και τη σπανιότερη ονομαστική κυβέρνησις!
Με κλειστά μάτια και με κλειστά βιβλία
Έπειτα και από το Λεξικό Μπαμπινιώτη, με την απόπειρα να αναστατωθεί το ισχύον ορθογραφικό σύστημα χωρίς ωστόσο να ακολουθούνται με συνέπεια κάποιες αρχές, φοβούμαι ότι και η Γραμματική πάσχει ουσιαστικά από έλλειψη αρχών, την οποία καλείται να αναπληρώσει ο διαφημιστικός και συγκεκριμένων ιδεολογικών κατευθύνσεων λόγος. Ο οποίος και αποδεικνύεται πειστικός, χάρη ακριβώς –φαύλος κύκλος– στην έλλειψη αρχών, την ασυνέπεια προς διακηρυγμένες αρχές, χάρη στην παρασιώπηση, το κλείσιμο του ματιού, όπως ξανάλεγα, προς τον οπαδό-αγοραστή αλλά πάντοτε μη αναγνώστη. Που θέλησε να βρει τα εκάθητο και τα εξεπαίδευε αλλά δεν βρήκε, δεν θα βρει, ούτε τα ελάχιστα λόγϊα, το ήπαρ και τον μυν.
Λέω, δεν θα τα βρει, μα δεν το ξέρει, ούτε θα το μάθει, αλλά προπάντων δεν τον νοιάζει, γιατί δεν αγόρασε γραμματική για να διαβάσει, γιατί μπορεί και να μη θέλει (αναφέρομαι πια σε συγκεκριμένη κατηγορία, και όχι φυσικά στο σύνολο των αγοραστών) να διαβάσει και να δει πως και ο Μπαμπινιώτης του γράφει της Άλκηστης και όχι της Αλκήστιδος, οπότε τα δικά του εκάθητο και εξεπαίδευε κτλ. δεν ανήκουν στη νεοελληνική· γιατί, γενικότερα, δεν αγόρασε γραμματική για να διαβάσει παρά σημαία για να διαδηλώσει.
Φταίει ο οπαδός ή ο ταγός; Αλλά υπάρχει οπαδός χωρίς ταγό; Μα αν –ή όταν– άλλα λέει εντέλει σήμερα ο ταγός; Λέει όντως άλλα;