29/12/07

Λέξεις πάνε κι έρχονται (α΄)

Τα Νέα, 29 Δεκεμβρίου 2007

       μνήμη Τάσου Χριστίδη, τρία χρόνια από το θάνατό του

Ο Χ βγαίνοντας κλείδωσε την πόρτα, αλλά ο Ψ μ’ ένα δυνατό σουτ κλείδωσε τη νίκη, ενώ τις προάλλες κλείδωσε και η υποψηφιότητα του Τσίπρα.

Λέξεις πάνε κι έρχονται, καινούριες ξεφυτρώνουν, άλλες αποσύρονται οριστικά από την κυκλοφορία, πολλές μετά από ευδόκιμη, μακρά θητεία, μερικές πριν προλάβουν να καλοκαθίσουν, ορισμένες επανέρχονται, άγνωστο για πόσο, άλλες διευρύνουν τη σημασία τους, άλλες τη συρρικνώνουν, έτσι γινόταν πάντα με τις λέξεις, σ’ ένα ατέλειωτο ταξίδι, συναρπαστικό καθαυτό, ακόμα κι αν «διαφωνεί» κανείς με κάποιες, λίγες ή και πολλές, επιλογές ή μεταμορφώσεις.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αλλά τι πάει να πει «διαφωνεί», όταν η Ιστορία, ως γνωστόν και χιλιοματαειπωμένο, μάς έχει δείξει πόσο ανυπότακτη είναι η γλώσσα γενικότερα, ή ότι, απ’ την άλλη, αυτές οι «εύστοχες» ή «άστοχες» αλλαγές μαρτυρούν εντέλει την κινητικότητα, άρα τη ζωντάνια της γλώσσας;

Έστω λοιπόν ότι σκοτώνουμε την ώρα μας, χαλαρώνοντας λίγο τώρα, χριστουγεννιάτικα, με νέες ή παλιές αλλά αναβαπτισμένες λέξεις.

«Κυκλοφόρησαν φήμες ότι εκοιμήθη ο αρχιεπίσκοπος» είπαν τις μέρες αυτές στην τηλεόραση, έτσι, με τον λόγιο αόριστο, γιατί φαντάζομαι, ή ελπίζω, πως το νεοελληνικό κοιμήθηκε θα έδειχνε και στους ίδιους τη γελοιότητα της χρήσης αυτής. Κι όμως: «Το έτος τάδε ο μεγάλος συνθέτης κοιμήθηκε» άκουσα σχετικά πρόσφατα τον εθνικό μας εκφωνητή. Βέβαια, αυτή η χρήση τού κοιμάμαι δεν είναι διόλου καινούρια: ενδημεί στην εκκλησιαστική γλώσσα και μεταφέρει σαφές θεολογικό μήνυμα. Έξω όμως από τον «φυσικό» της χώρο είναι ανοίκεια, και νομίζω πως μάλλον εκζήτηση απηχεί, σε συνδυασμό με την τάση να ξορκίζεται το κακό, έτσι όπως μιλάμε για επάρατο νόσο για να μην ξεστομίσουμε τη λέξη καρκίνος, έτσι όπως λέμε όλο και περισσότερο κοιμητήρι(ο) αντί νεκροταφείο κ.ά. Και να μην ξεχάσουμε το διόλου σπάνιο τελευταία κατέληξε, ιατρικής προέλευσης αυτό: «τις πρώτες πρωινές ώρες ο ασθενής κατέληξε», έτσι, με το ρήμα ξεκρέμαστο, αφού ώς τώρα απαντά «κανονικά» σε φράσεις όπως καταλήγω σε συμπέρασμα, σε αδιέξοδο, κάπου ή σε κάτι τέλος πάντων.

Μακρά ήδη θητεία έχει το νεότερο μακράν: «είναι μακράν ο καλύτερος», για το οποίο ξανάγραφα πριν από εφτά, κοιτάζω τώρα, χρόνια, μάλλον σκανδαλισμένος τότε, αρκετά εξοικειωμένος τώρα: το σημειώνω, ας πούμε, αυτοκριτικά, έτσι όπως βλέπουμε στο πετσί μας τις διάφορες αλλαγές, πράγματα που μας φαίνονταν αδιανόητα λίγα μόλις χρόνια πριν και πλέον τα δεχόμαστε. Πάντως ήδη από τότε σημείωνα την πίστη μου πως θα επικρατήσει, καθώς «εκφράζει μονολεκτικά (πάντα σημαντικό αυτό) και λογιότροπα (σημαντικό σήμερα αυτό) κάτι περισσότερο από το “κατά πολύ”, φτωχό συγγενή τού “πολύ”, ή από την άχρωμη [...] φράση “με (μεγάλη) διαφορά”».

Άνευ λόγου εξακολουθώ να βρίσκω τα συναρμόδια υπουργεία, τους συναρμόδιους φορείς κτλ., λέξη που επίσης επικράτησε, κι ας μη λέει τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι ο πληθυντικός από μόνος του: τα αρμόδια υπουργεία, οι αρμόδιοι φορείς. Και ας μην ασχοληθώ ξανά με την τηλεμαχία, άτοπη και μάλλον λανθασμένη –εκζήτησης όμως σημαντική– απόδοση του νεοεισαχθέντος ντιμπέιτ: πάντως, για την ώρα, είναι περιορισμένη η χρήση της.

Νέας εσοδείας, και με περιορισμένη επίσης χρήση, είναι ο ανθυποψήφιος: «ο Γ. Παπανδρέου δήλωσε ότι θα αξιοποιήσει τους δύο ανθυποψηφίους του» διάβασα τις προάλλες εδώ στην εφημερίδα, και ηλεκτρικό ρεύμα με διαπέρασε και τούτη τη φορά. Ο ανύπαρκτος στα λεξικά ανθυποψήφιος λανσαρίστηκε κυρίως από τον Γιάννη Τζαννετάκο, όταν πήγαινε με τη Νέα Δημοκρατία για τη νομαρχία Αττικής: «η ανθυποψήφιός μου» έλεγε και ξανάλεγε, με το γνωστό, στομφώδες ύφος του, βαρώντας τις καμπάνες: «ακούστε, τι μεγαλειώδες θα ξεστομίσω τώρα» –«θα προσκομίσω» μάλλον. Τι στο καλό, λίγη τού πέφτει η λέξη συνυποψήφιος, αναρωτιόμουν και αναρωτιέμαι πάντα. Ή θέλει να τονίσει το αντίπαλος; Ή να τα συγκεράσει αυτά τα δυο; Όμως η κατασκευή ακολουθεί πρότυπο που εκφράζει κυρίως τον κατώτερο, τον υποδεέστερο: ανθυπολοχαγός, ανθυπαστυνόμος κτλ. Μήπως αυτός ήταν λοιπόν ο στόχος;

Κι αν εκλογές δεν έχουμε κάθε μέρα, οπότε θα γλιτώσουμε από τον «ανθυποψήφιο», τα δελτία καιρού ακολουθούν κάθε δελτίο ειδήσεων, πολλές φορές δηλαδή τη μέρα, και γενικότερα ο καιρός και οι κλιματικές αλλαγές είναι θέμα που μας απασχολεί και θα μας απασχολεί όλο και περισσότερο. Και όπως μπήκαν στη ζωή μας, έτσι μπήκαν και στη γλώσσα μας τα ακραία ή έκτακτα καιρικά φαινόμενα. Τα ακούσαμε μια, τα ακούσαμε δυο, τα ακούσαμε τρεις, τα συνηθίσαμε πια σαν έκφραση, έγραφα πρόσφατα στο μπλογκ μου, ήρθε λοιπόν από κοντά ο νόμος της απλολογίας, ανάγκη πάσα για τέτοια καθημερινή χρήση να συντομευτεί αυτό το ανοικονόμητο μακρυνάρι, να χωράει και σε τιτλάκια στις εφημερίδες ή σ’ αυτά που μπαίνουν στην οθόνη της τηλεόρασης.

Έτσι, τα ακραία καιρικά φαινόμενα έγιναν σκέτα καιρικά φαινόμενα! Και ακούμε: «αναμένονται καιρικά φαινόμενα». Ώσπου φτάσαμε (όχι πάντως σε ευρεία κλίμακα ακόμη) και στα ολόσκετα φαινόμενα: «Σύμφωνα με την ΕΜΥ ο καιρός θα αλλάξει και θα παρουσιαστούν φαινόμενα» ακούμε σε δελτίο ειδήσεων πια· οπότε: «Θα έχουμε φαινόμενα το σαββατοκύριακο;» ρωτάει η παρουσιάστρια του πρωινάδικου τον μετεωρολόγο.

Και μια καινούρια χρήση τού κλειδώνω, όπως ξεκίνησα τη σημερινή επιφυλλίδα. Το συζήτησα με φίλους και συναδέλφους γλωσσομαθέστερους, δεν μπορέσαμε να ανιχνεύσουμε κάποια πηγή, που, αν πάντως υπήρχε, θα ήταν προφανώς τα αγγλικά, διά της βίας πια τα γαλλικά:

«Κλείδωσε η ισοτιμία δραχμής-ευρώ», «κλείδωσε η εργασιακή ειρήνη για τη διετία 2006-2007», «κλείδωσε η στήριξη της ΝΔ στον γιατρό Χ», «κλείδωσε το δίδυμο: Αλέκος-Αλέξης», «η συνάντηση αυτή [...] κλείδωσε και μία τρίτη υποψηφιότητα», «κλείδωσε η κάθοδος Φασούλα», «στη Νομαρχία έχει “κλειδώσει” το όνομα του κ. Χ», «το ποσοστό εκλογής των δημάρχων από τον πρώτο γύρο που “κλείδωσε” στο 42%», «κλείδωσε ο Βελόπουλος στην Πέλλα», «κλείδωσε η συνάντηση Καραμανλή - Χριστόδουλου», «στο 9ο λεπτό της επανάληψης ο Έντι Τζόνσον “κλείδωσε” τη νίκη των Αμερικανών», «κλείδωσε η προκήρυξη για τις 607 μόνιμες θέσεις», «κλείδωσε στο 0,1% ο ενιαίος φόρος για φυσικά πρόσωπα», «τους τρεις βαθμούς “κλείδωσε” το δυνατό συρτό σουτ του Χ».

Έχουμε λοιπόν μια ολόφρεσκια χρήση, που φαίνεται να εξαπλώνεται ραγδαία, και, όσο κι αν ξενίζει, είναι πολύ πιθανό να επικρατήσει. Καθημερινή έκφραση, οικείου ύφους, παραστατική και ευέλικτη, με το ρήμα και σαν αμετάβατο και σαν μεταβατικό, αντικαθιστά προφανώς το μακρύτερο οριστικοποιώ: κλείδωσε η υποψηφιότητα / κλείδωσε την υποψηφιότητα, ή, στον αθλητικό κυρίως χώρο, το εξασφαλίζω και διασφαλίζω: κλείδωσε η νίκη / κλείδωσε τη νίκη.


Δίαιτα; Ντεμοντέ! Ή μάλλον: πασέ!

Άλλο, περισσότερο χαρακτηριστικό για την πολυδαίδαλη διαδικασία που χαρακτηρίζει ακόμα και μια απλούστατη φαινομενικά αλλαγή: η διατροφή. Ακούστε συνέντευξη με μοντέλα (που αντικατέστησαν, θυμίζω, τα μανεκέν!), π.χ. στα πρωινάδικα: κάνουν «διατροφή». Κρυφακούστε και τις γεματούλες πλάι σας στην καφετέρια: συζητούν για την καινούρια «διατροφή» που διάβασαν κάπου, ή που την έκανε λέει η τάδε κι έχασε τόσα κιλά. Δηλαδή: διατροφή ίσον δίαιτα· διατροφή είναι πλέον η politically correct, η πολιτικά ευπρεπής ονομασία της δίαιτας. Εδώ η υγιεινή διατροφή έγινε σκέτα διατροφή, αφού παράλληλα υπάρχει σε κοινότατη χρήση η έκφραση «προσέχω τη διατροφή μου» κτλ. Προσέχω λοιπόν τη διατροφή μου, ίσον κάνω υγιεινή διατροφή, οπότε φτάσαμε στο κάνω –σκέτα– διατροφή. Και τα μεν μοντέλα, ας πάει στα κομμάτια κι ας πούμε ότι κάνουν «διατροφή», αφού αυτά και βέβαια δεν κάνουν δίαιτα για ν’ αδυνατίσουν, απλώς προσέχουν αυστηρά τη διατροφή τους (όπως και οι αθλητές), για να διατηρηθούν, κάνουν δηλαδή υγιεινή διατροφή. Οι γεματούλες όμως; Αλλά γιατί να κάνουν δίαιτα αυτές, αφού κι η δίαιτα είναι υγιεινή διατροφή; Πάνε λοιπόν στον διαιτολόγο –εννοείται πια: στον διατροφολόγο– και κάνουν διατροφή.

Μοιάζει εντυπωσιακό το φαινόμενο, όταν μάλιστα το παρατηρείς στη γένεση και την εξέλιξή του. Αλλά κάπως έτσι δεν πρέπει να ’γινε λόγου χάρη το νηρόν ύδωρ σκέτο νερό;

buzz it!