23. Ο ανθηρός 20ός αιώνας
Τα Νέα, 15 Ιανουαρίου 2000
Μοιάζει εντέλει παλαιοημερολογιτισμός να επιμείνει κανείς στην απλή αριθμητική που λέει ότι δεν άλλαξε ακόμη ο αιώνας· έτσι κι αλλιώς, ένας χρόνος στους εκατό δεν αλλοιώνει την εικόνα ολόκληρου αιώνα, οπότε μπορεί και η σελίδα αυτή να υποκύψει στον κατ’ έθιμο απολογισμό. Μερικές σκέψεις ή μάλλον υπενθυμίσεις θα μας βοηθήσουν να δούμε πόσο σημαδιακός και ευοίωνος για την ελληνική γλώσσα υπήρξε ο αιώνας που φεύγει.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ο 20ός αιώνας μπήκε με το γλωσσικό ζήτημα σε έξαρση, με τα Ευαγγελικά και τα Ορεστειακά, με διαδηλώσεις και πολύνεκρες συγκρούσεις με το στρατό, και φεύγει με τον λογιοτατισμό μακρινή ανάμνηση, με το δίλημμα καθαρεύουσα-δημοτική ουσιαστικά ανύπαρκτο, με θεσμοθετημένη τη δημοτική γλώσσα και θεμελιωμένη τη διδασκαλία και τη μελέτη της.
Γιά να θυμηθούμε τα κυριότερα, αυτά που σήμερα φαντάζουν απίστευτα:
1901, Νοέμβριος, τα Ευαγγελικά ή Ευαγγελιακά. Στην εφημερίδα Ακρόπολις δημοσιεύεται σε συνέχειες η μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη. Εκστρατεία του Τύπου, καθηγητών του πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον Μιστριώτη, και δυνάμεων της Εκκλησίας ξεσηκώνουν τους φοιτητές αλλά και «λαϊκές μάζες», που ζητούν να απαγορευτεί η δημοσίευση και να αφοριστούν οι υπαίτιοι. Δεκαήμερες ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με το στρατό αφήνουν 11 νεκρούς και πάνω από 80 τραυματίες, ενώ οδηγούν σε παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και παύση του μητροπολίτη Προκοπίου ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της μεταγλώττισης. Σε συλλαλητήριο στους στύλους του Ολυμπίου Διός καίγονται αντίτυπα με τη μετάφραση των Ευαγγελίων.
1903, Νοέμβριος, τα Ορεστειακά. Στο Βασιλικό Θέατρο παίζεται η Ορέστεια σε μετάφραση του Γ. Σωτηριάδη, σε γλώσσα η οποία πλησιάζει προς τη δημοτική. Ο Μιστριώτης, που επιμένει πως η διδασκαλία του αρχαίου δράματος πρέπει να γίνεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου, και μάλιστα επιμελείται και ο ίδιος τέτοιες παραστάσεις, υποκινεί και πάλι ταραχές. Γίνεται συλλαλητήριο, με αίτημα να ματαιωθεί η παράσταση, και σε συμπλοκή με το στρατό 3 πολίτες πέφτουν νεκροί και 7 τραυματίζονται.
Είναι και τα Αθεϊκά του Βόλου το 1911. Συλλαλητήριο και εκεί, για να διαλυθεί το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Δελμούζου, που κατηγορείται σαν «μαλλιαρός», άθεος, αλλά και σάτυρος. Το πλήθος κινείται να κάψει το Παρθεναγωγείο και το σπίτι του Δελμούζου, αλλά συγκρατείται. Το Παρθεναγωγείο κλείνει, και ο Δελμούζος με τον ιδρυτή Δ. Σαράτση και άλλους παραπέμπονται σε δίκη, η οποία γίνεται το 1914 στο Ναύπλιο και αθωώνει τους κατηγορουμένους.
Κοντεύει στα μέσα του ο αιώνας, όταν στήνεται η άλλη περίφημη δίκη, η Δίκη των τόνων, με κατηγορούμενο τον πανεπιστημιακό δάσκαλο Ι. Θ. Κακριδή. Έτος 1942, μαύρα χρόνια της Κατοχής, και η συνεισφορά τού Αθήνησι, με επικεφαλής τον Ν. Εξαρχόπουλο, στον εθνικό αγώνα είναι η δίωξη του Κακριδή, επειδή τύπωσε βιβλίο του με μονοτονικό και δίδασκε τις «αντεθνικές» ιδέες του.
Αυτό κι αν ήταν διχασμός, με σαφώς περιγεγραμμένα τα στρατόπεδα, περίπου έτσι όπως θα αποτυπώνονταν λίγα χρόνια αργότερα, με τον Εμφύλιο που σφράγισε τη νεότερη ιστορία του τόπου. Οι κατηγορίες προς τους δημοτικιστές, ήδη από τα Ευαγγελικά, ήταν σταθερές και επαναλαμβανόμενες: στρεβλωτές της εθνικής γλώσσας, προδότες που παραχωρούν τη χώρα στον σλαβισμό, ανατροπείς της κοινωνίας, υπονομευτές του εθνικού φρονήματος.
Παράλληλα πρέπει να θυμηθούμε την κυριαρχία και τη βίαιη επιβολή της καθαρεύουσας, την απρόσιτη και συχνότατα –ή, για πολλούς, παντελώς– ακατάληπτη γλώσσα της εξουσίας, του Tύπου και των σχολικών βιβλίων, ότι χρειαζόταν μεταφραστής για ένα τρέχον υπηρεσιακό κείμενο και ειδικός αιτησεογράφος στους διαδρόμους των δημοσίων υπηρεσιών. Να αναλογιστούμε ότι καθαρεύουσα δεν είναι ό,τι μας υπαγορεύει σήμερα η νοσταλγία, δεν είναι μόνο ο Βιζυηνός και ο Παπαδιαμάντης, δεν είναι μερικές γενικές σε -εως και μια χούφτα τελικά -ν. Να θυμηθούμε τα ία, τα ωά και τας ευπρήστους ύλας, ότι αι κόγχαι είναι εγγίγλυμοι, ότι του 4/5 δε σχηματισθέντος εκ της μονάδος, ληφθέντος του πέμπτου αυτής τετράκις, την ώρα που οι χοίροι υΐζουσιν, τα χοιρίδια κοΐζουσιν, και οι όφεις ιύζουσιν, όλα σε σχολικά βιβλία. Ή να αναλογιστούμε επίσης ότι η εκκλησιαστική γλώσσα, που τόσο άνετα, τάχα, την παρακολουθούμε, δεν είναι μόνο το Ω γλυκύ μου έαρ και το Χριστός ανέστη εκ νεκρών, τις δυο φορές το χρόνο που πάμε στην εκκλησία, αλλά και το Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ της Υπαπαντής που πλησιάζει.
Και μακροημέρευσε η καθαρεύουσα, προστατευμένη από το σύνταγμα και από νομοθετικές ρυθμίσεις, προστατευμένη από όλες τις εξουσίες, και τις τέσσερις, κάποτε και από ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις. Ο αγώνας για την επικράτηση της δημοτικής υπήρξε συνεχής. Ώσπου το 1976 αναγνωρίστηκε πλέον επισήμως από την κυβέρνηση Καραμανλή, με υπουργό παιδείας τον Γ. Ράλλη, και έκτοτε διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Ο αγώνας υπήρξε συνεχής, διότι συνεχής ήταν και η επιθετική πολιτική του λογιοτατισμού και της καθαρεύουσας απέναντι σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, λ.χ. του Ελ. Βενιζέλου ή αργότερα του Γ. Παπανδρέου.* Πρέπει πάντως να σημειωθεί ότι από τη λαϊκή συμμετοχή που παρατηρήθηκε στα Ευαγγελικά, τα Ορεστειακά και τα Αθεϊκά περάσαμε σε περισσότερο κλειστές ομάδες ή κέντρα αποφάσεων. Και ότι οι μάχες της οπισθοφυλακής δίνονταν έκτοτε κυρίως για το τονικό σύστημα.
Η τελευταία μεγάλη εκστρατεία, που εγκαινιάστηκε επίσημα με την ίδρυση του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου το 1982, είχε στόχο την προστασία της γλώσσας από τον εκφυλισμό και την «αποπτώχευση». Κανένας από τους ιδρυτές και από τους βασικούς συνοδοιπόρους του Ομίλου δεν έθετε, άμεσα τουλάχιστον, θέμα καθαρεύουσας. Η δημοτική είχε σιγά σιγά εδραιωθεί: αυτή ακριβώς η γλώσσα που υπηρέτησε μέσα στον αιώνα το ποιητικό όραμα του Σεφέρη και του Ελύτη, και λαμπρύνθηκε η ίδια μέσα από το έργο τους.
Μέσα στον 20ό αιώνα εμφανίζονται τα δύο κορυφαία έργα, η Γραμματική του Μανόλη Τριανταφυλλίδη και το Συντακτικό του Αχ. Τζαρτζάνου, τα οποία καταγράφουν αυτά που ολόκληρη μυθολογία ισχυριζόταν (και ισχυρίζεται!) πως δεν υπάρχουν: τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της δημοτικής,** και μαζί με την Ιστορική Εισαγωγή, επίσης του Τριανταφυλλίδη, θέτουν τις βάσεις για την έρευνα και την επιστημονική μελέτη της γλώσσας. Ακολουθούν τα μοναδικά στο είδος τους λεξικά του Ν. Π. Ανδριώτη (Ετυμολογικό) και του Θεολ. Βοσταντζόγλου (Αντιλεξικό), και το μνημειώδες Λεξικό της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας του Εμμ. Κριαρά, ενώ τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν τα σημαντικά λεξικά και οι γραμματικές, με πιο πρόσφατα το λεξικό του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη και τη Γραμματική των D. Holton, P. Mackridge και Ειρήνης Φιλιππάκη Warburton. Έχουν προηγηθεί τα λεξικά Τεγόπουλου-Φυτράκη και Εμμ. Κριαρά, η Γραμματική του Αγαπητού Τσοπανάκη, αλλά και το πολυσυζητημένο λεξικό Μπαμπινιώτη, που έχει δεχτεί σοβαρές επικρίσεις από ειδικούς επιστήμονες και ελέγχεται για σοβαρά και ασύγγνωστα για λεξικό αβλεπτήματα· είναι όμως ένα λεξικό που, αν υπάρξει ουσιαστική επανεπεξεργασία, χάρη στον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα του, τα σχόλια και τους πίνακές του, θα αποτελέσει σημαντικό βοήθημα. Τέλος, το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, μετά το Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη, με την πλούσια εκδοτική και γενικότερη δραστηριότητά του αποτελεί άλλο ένα εργαστήρι για την επιστημονική μελέτη της δημοτικής.
Το παιχνίδι έχει κερδηθεί, οι μακρόχρονοι, επίμονοι αγώνες έχουν ευοδωθεί. Θέμα διγλωσσίας ή διμορφίας κτλ. δεν υφίσταται, η γλώσσα δεν μοιάζει να κινδυνεύει ούτε από το Ζωοφιλείον ούτε από το Χεροκάμωτο και άλλους πεποιημένους τύπους, από τη μια ή την άλλη πλευρά. Η δημοτική αποτελεί πια κοινή συνείδηση, η γλώσσα είναι πια κοινή γλώσσα, με διαφορετικά υφολογικά επίπεδα, εννοείται, όμως κοινή. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Γ. Μπαμπινιώτη,*** και με αυτά θα κλείσω τούτον το σύντομο απολογισμό («Από τον λογιωτατισμό στη δημοτική», Βήμα 2.1.2000): «Στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας [ο 20ός αιώνας] θα μείνει ως ο αιώνας κατά τον οποίο η ελληνική γλώσσα απέκτησε πάλι ενιαία μορφή, ο αιώνας που η Ελληνική ξανάγινε κοινή γλώσσα για όλους τους Έλληνες τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή τους επικοινωνία».
Γι’ αυτό, και γι’ αυτό, μόνο ευγνωμοσύνη τού πρέπει του αιώνα μας, και αιώνας μας είναι βεβαίως οι λίγοι που χώρεσαν εδώ και οι πολλοί που καν δεν μνημονεύτηκαν, οι πρωτοπόροι αλλά και οι επίγονοι, όσοι έδωσαν μάχες σκληρές για όλα αυτά που ανιστόρητα τα θεωρούμε δεδομένα και αυτονόητα.
* Σε σχέση με μείζονες σταθμούς στην ιστορία του γλωσσικού, π.χ. τον Εκπαιδευτικό Όμιλο, έχουμε την τάση να υποτιμούμε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γ. Παπανδρέου: ήταν ωστόσο καθοριστικό βήμα για την καλλιέργεια και την εδραίωση της δημοτικής, σημαντική ανάσα έπειτα από τα μετεμφυλιακά χρόνια, κι ας αποδείχτηκε σύντομο διάλειμμα ώς τη δικτατορία της 21ης Απριλίου του ’67. Χαρακτηριστικό είναι ότι στον πρόλογο του λεξικού Μπαμπινιώτη αποσιωπάται πλήρως.
** Το 1908 ο Ελισαίος Γιανίδης, με πλήθος παραδείγματα, έδειχνε το αντίθετο, ότι ακριβώς η καθαρεύουσα δεν έχει κανόνες, «γιατί είναι τεχνητό συγκόλλημα από γλώσσες πολλών εποχών»: «Το ορώ-εώρων-όψομαι-είδον-εώρακα το είδαμε τυπωμένο, γι’ αυτό παραδεχτήκαμε πως έχει κανόνα· το βλέπω-έβλεπα-θα ιδώ-είδα-έχω ιδεί δεν το βρήκαμε ώς τώρα σε καμιά γραμματική, γι’ αυτό δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως κι αυτό ακολουθεί κάποιον ορισμένο κανόνα», Γλώσσα και ζωή, επανέκδ. Κάλβος, 1969, σ. 73-80· βλ. και παρακάτω, κεφ. 38.
*** Σε έναν τέτοιο απολογισμό παραπέμπω ειδικά στον Γ. Μπαμπινιώτη, γιατί θεωρώ εδώ ενδεικτική την περίπτωσή του: εννοώ τη σταδιακή μετατόπισή του από την καθαρεύουσα, έστω από το δικό του μόρφωμα το «πέρα (sic) της καθαρευούσης και της δημοτικής», στη σημερινή γλώσσα, και κυρίως την εγκατάλειψη των θέσεών του περί γλωσσικής ένδειας, των θέσεων που υπήρξαν το ιδεολογικό θεμέλιο του Ελληνικού Γλωσσικού Ομίλου και έθρεψαν στρατιές διανοουμένων, δημοσιογράφων και λοιπών ανησυχούντων. Τα τελευταία χρόνια ο Γ. Μπαμπινιώτης δηλώνει ότι έχει βελτιωθεί η ποιότητα της γλώσσας –και της γλώσσας των νέων, που πάντα συγκεντρώνει τα πυρά–, ότι «η γλωσσική μεταρρύθμιση [του 1976] πέτυχε. Οι προοπτικές για τη γλώσσα είναι ευοίωνες...» («Η επιστημονική μελέτη της ελληνικής γλώσσας», Το Βήμα 31.10.1999), και άλλα σχετικά, που, όταν τα λένε ή τα έλεγαν άλλοι, αστράφτουν και βροντούν οι επαγγελματίες θρηνολόγοι.