92. Περί μποτών και πλαστικών σακουλών ή Η επιστροφή της γηραιάς κυρίας
Τα Νέα, 28 Σεπτεμβρίου 2002
«Οδός Μαρία Κάλλας»: έτσι μνημείωσε στη σχετική μαρμάρινη πλάκα τα μοδάτα ελληνικά της η δημοτική αρχή της συμπρωτεύουσας. Την αντιμετωπίσαμε δηλαδή και τη Μαρία Κάλλας σαν αλλοδαπή, σύμφωνα με την τελευταία τάση να παραμένουν άκλιτα τα ονόματα ξένων, αλλοεθνών, ακόμα κι όταν είναι παλαιότατα βιβλικά-εβραϊκά, ή κι ελληνικά.
διαβάστε τη συνέχεια...
Με τέτοια θηλυκά, που ακούγονται κάποτε άκλιτα στη γενική, τελείωνα στο προηγούμενο: «της Ρεβέκκα», «της Λυδία»! Μαζί τώρα κι «ένα κοντινό [πλάνο] στην μπλούζα της Βαλεντίνη», όπως άκουσα σε «πρωινάδικο» στην τηλεόραση, κι ένα τραγούδι «στην εκτέλεση της Πόλυ Πάνου», πάλι στην τηλεόραση. Σημείωνα ότι τα παραδείγματά μου προέρχονται «από τον προφορικό λόγο, και προπαντός από πρόσωπα έξω από ιδεογλωσσικές μαγειρικές», που σημαίνει ότι βρισκόμαστε ίσως μπροστά σε γενικότερη τάση, παροδική ενδεχομένως, πάντως τάση, και γι’ αυτό θα άξιζε να μελετηθεί το φαινόμενο από τους αρμόδιους γλωσσολόγους:
–Συμβαίνει άραγε κάτι ειδικά με τη γενική των θηλυκών, κάτι που μπορεί να συνδέεται π.χ. με την από άλλη άποψη προβληματική γενική των επαγγελματικών θηλυκών –τα οποία όμως ακόμα δεν βρήκαν καν τη δική τους ονομαστική (η βουλευτής; της βουλευτού;); Μοιάζει παρατραβηγμένο.
–Είναι το ανάλογο με «τα καζίνο», που ξέφυγαν από τα λάιφστάιλ έντυπα και φιλοξενούνται πρωτοσέλιδα ακόμα και στην Καθημερινή, ή «τα τσίρκο», που γέμισαν τις τηλεοπτικές οθόνες μας, γραμμένα σε πανό, σε κάποια βορειοελλαδική οικολογική διαδήλωση; Οπότε θα μιλούσαμε ενδεχομένως για γενικότερη τάση «ακλισίας»; Είναι, φαντάζομαι, εξαιρετικά νωρίς για τέτοια συμπεράσματα.
–Ή είναι απλώς ένα από τα καπρίτσια της γενικότερα προβληματικής γενικής πτώσης, που απ’ την άλλη, και στους αντίποδες των παραπάνω περιπτώσεων, μοιάζει να διεκδικεί πεισματικά το χαμένο έδαφος, όπως σημείωνα στην προηγούμενη επιφυλλίδα;
Θα σταθώ σ’ αυτό το τελευταίο σημείο, που με ενδιαφέρει εδώ από την άποψη της κινητικότητας της γλώσσας, για να δούμε την πολύπλευρη πολιορκία της νεοελληνικής από μια πτώση που πάντα έκανε δύσκαμπτη τη σύνταξη. Τάσεις που παγιώνονται όλο και περισσότερο δείχνουν σήμερα τη θριαμβευτική επάνοδο της γενικής, ακόμα και σε χωράφια που ποτέ της δεν είχε.
(α) Σύνταξη με αφηρημένο ουσιαστικό: «η ανάγκη διορισμού υπαλλήλων» αντί «η ανάγκη να διοριστούν υπάλληλοι»: Όσο κι αν πολεμήθηκε η χρήση αυτή, όσο κι αν χαρακτηρίστηκε «ξύλινη», έχει εδραιωθεί πια στη γλώσσα μας, καθώς μάλιστα υποστηρίζεται από μια γενικότερη, κατά την άποψή μου, τάση για περισσότερο συνθετική σύνταξη. Από κει και πέρα είναι θέμα αίσθησης της γλώσσας και αίσθησης των ορίων: η φράση «η απόφαση χρήσης τους ως παραδοσιακών μέσων» θα λειτουργεί μοιραία σαν αναπόφευκτο όχημα της γενικής* –όπως και όλη η αναφομοίωτη ακόμα σύνταξη με το «ως» (όπως είδαμε εκτενώς παραπάνω, κεφ. 66-68).
Έτσι όμως αυξάνονται οι ανάγκες μας σε γενικές. Που, όταν δεν τις έχουμε, τις εφευρίσκουμε: κάποιοι δούλευαν χωρίς να χρησιμοποιούν γάντια και μπότες, ήθελε να πει η τηλεόραση, αλλά αποφάσισε να μας το πει πιο καθωσπρέπει: «δούλευαν χωρίς χρήση γαντιών και μποτών»! Σίγουρα, δεν είναι πάντοτε εύκολο να αποφύγεις, πρώτα τον πληθυντικό και έπειτα τη γενική του· ωστόσο, ο εύλογος τύπος «των οπερών» ή «των πορνών» κανέναν τίτλο καλλιέπειας δεν μπορεί να διεκδικήσει, τουλάχιστον για την ώρα, έτσι μάλιστα με τον κατεβασμένο τόνο, τον τυπικά ορθό αλλά ψεύτικο και ξένο στο σημερινό γλωσσικό αίσθημα. Ανάλογα είναι τα βεβιασμένα: «των κατσικών», «των μαικηνών», «ο κόσμος των προπαγανδών», «οι διανομείς πλαστικών σακουλών» και οι «απομιμήσεις γνωστών μαρκών» (χαρακτηριστικά, το λεξικό Μπαμπινιώτη λέει ότι δεν έχουν καν γενική πληθυντικού οι λέξεις αυτές). Ή «η των υψηλών νοτών (υψίφωνος) Νάντια Γουάινμπεργκ»! Αλλά και η ομαλή επιτέλους αρκούδα, που έχει γενική πληθυντικού των αρκούδων, μασκαρεύτηκε λογία: «ζημιές από επιθέσεις αρκουδών». Έτσι και «το εργοτάξιο των Σπατών», λες κι η διαφορά είναι μονάχα το πι από το κάπα! Εδώ όμως το θέμα δεν είναι πια η γενική αλλά το ψυχαναγκαστικό κατέβασμα του τόνου, πάλι από ψευτολογιοσύνη, ή από τρόμο μη φανούμε αγράμματοι και λαϊκοί –γι’ αυτό και είπε «του χαμογέλου», και μάλιστα δυο φορές, κάποιος εθνοπατέρας στο γυαλί.
(β) Ορισμένοι ξενισμοί, γερά πια εδραιωμένοι, είναι μια άλλη δίοδος για την εξάπλωση της γενικής: «μια σειρά άρθρων», «μεγάλος αριθμός περιπτώσεων, μέτρων…», «μεγάλος αριθμός αυγών [που] εκτοξεύτηκε κατά του βασιλικού οχήματος», ή «μεγάλος αριθμός άρθρων, μελετών, διατριβών σχετικών με το θέμα, αλλά όχι πάντοτε και απολύτως πειστικών…» (=έξι γενικές τζάμπα και βερεσέ!), αντί λ.χ. για το «πολύς» ή το «πλήθος»: πολλές μελέτες, πλήθος άρθρα… Αν και το «πλήθος» συχνά φλερτάρει με τη γενική: «πλήθος προσθηκών», κι ενώ δεν θα ’λεγε ποτέ κανείς «σωρός πετρών»… Εδώ όμως είναι το γενικότερο θέμα που παρουσιάζουν οι
(γ) Ετερόπτωτοι και ομοιόπτωτοι προσδιορισμοί: εδώ, κατά τον πρόχειρο απολογισμό που επιχειρώ στα τελευταία της σειράς αυτής, είναι εντυπωσιακή η ταχύτητα με την οποία εγκαθίσταται η λογιότερη σύνταξη. «Ένα πιάτο πατατών κι ένα χόρτων» τιτλοφορούσα παραδοξολογώντας μία από τις πρώτες μου επιφυλλίδες, και φοβάμαι πως, αν συνέχιζα άλλα τριάμισι χρόνια, η παραδοξολογία θα ήταν πια πραγματικότητα. Σπάνια θα ακούσουμε ή θα διαβάσουμε πια για δέκα κιλά ηρωίνη (ομοιόπτωτος): «δέκα κιλά ηρωίνης» (ετερόπτωτος) σχεδόν παντού, όπως και «τόνοι λάσπης» με τις τελευταίες καταρρακτώδεις βροχές.**
Σε τι διαφέρουν όμως τα δέκα κιλά ηρωίνη από τα δύο κιλά μελιτζάνες, αυστηρώς και μόνο, που ψωνίζουμε όλοι; Κάθε ιστορία της γλώσσας μας και κάθε γραμματική και συντακτικό (παρέθετα ουκ ολίγο Τζάρτζανο τότε) δείχνουν αδιαμφισβήτητα την ομαλή μετάβαση από τον ετερόπτωτο προσδιορισμό στον ομοιόπτωτο (μετάβαση που δεν μπορεί να μη σχετίζεται με τη γενικότερη θέση της γενικής στη γλώσσα). Τελευταία η μεταβατική πορεία έχει μάλλον ανακοπεί: πλάι στα κάποτε λόγια συμφραζόμενα που απαιτούν τον ετερόπτωτο, η όλο και εντονότερη πλέον τάση για λογιότερη σύνταξη μεταφέρει μοιραία πλην ευχαρίστως το σχήμα αυτό σε όλο και περισσότερες καθημερινές εκφράσεις, όπως τα «κιλά ηρωίνης» και οι «τόνοι λάσπης». Η ισοτιμία ετερόπτωτου-ομοιόπτωτου, με τον καθένα στα δικά του έστω χωράφια, μοιάζει να ανατρέπεται. Και όλο και «διορθωνόμαστε»: «Ένας αιώνας ελληνικό τραγούδι» είχε κυκλοφορήσει πριν από έναν μόλις χρόνο διπλός δίσκος της Μαρίας Φαραντούρη, από συναυλία της στο Ηρώδειο. Φέτος, ανάλογη συναυλία διαφημίστηκε: «Είκοσι αιώνες ελληνικού τραγουδιού». Θα φτάσουμε στα «δύο κιλά μελιτζανών» (γιατί όχι και «μελιτζάνων») και στο «γλυκό νεραντζακιού»;*** Θα καταργηθεί και η διαφορά ανάμεσα στο ποτήρι κρασί, που το πίνουμε, και στο ποτήρι κρασιού, που το σπάμε στο τσακίρ κέφι;
(δ) Λόγια σύνταξη: Εκτός όμως από τη «λογιότερη» σύνταξη, που φαίνεται πως είναι συχνά το ζητούμενο στις παραπάνω περιπτώσεις, υπάρχει και η απροκάλυπτα λόγια σύνταξη, σε κείμενα κατά τα άλλα δημοτικά.
Αλλά στο επόμενο.
* Ή και αλυσίδας γενικών, κάτι που με τη σύνταξη αυτή είναι αναπόφευκτα συχνό: «Η ανάγκη κατεπείγοντος επανασχεδιασμού της διαδρομής του τραμ και αποτελεσματικής προστασίας των μνημείων και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς», αντί: η ανάγκη να ξανασχεδιαστεί επειγόντως η διαδρομή… και να προστατευτούν αποτελεσματικά… Ή «τα σπέρματα της δικαιολόγησης ή έστω της αδυναμίας ηθικής απόρριψης της λογικής της γυμνής και ανομιμοποίητης βίας».
** Στη μαγειρική-ζαχαροπλαστική ανθεί πια όλο και περισσότερο ο ετερόπτωτος, και είναι ίσως περίεργο αυτό, επειδή ακριβώς πρόκειται για χώρο όπου οι λέξεις ζυμώνονται καθημερινά. Μπορεί όμως, σκέφτομαι πρόχειρα, να παίζει ρόλο και η όλο και πιο εξεζητημένη κουζίνα, λ.χ. φιλέτο στρουθοκάμηλου με «σως γιαουρτιού» κτλ. Αντίσταση πάντως υπάρχει ακόμα: «τα αφράτα ντόνατς κανέλας και ο καφές φίλτρου με άρωμα βανίλια-φουντούκι»· δύο ετερόπτωτοι δηλαδή, «κανέλας» και «φίλτρου», όχι όμως και «άρωμα βανίλιας-φουντουκιού»: ας παρηγορηθούμε· αλλά για πόσο;
*** Πλάι στη γενικότερη δυσκαμψία της γενικής πτώσης, που είναι εγγενής «αδυναμία» του ετερόπτωτου προσδιορισμού, έχουμε και τις «καινούριες», γραμματικά ανύπαρκτες γενικές: «πρόστιμο 20.000 κορονών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου