9/2/07

91. Μέσα και έξω από τη γλώσσα

Τα Νέα, 14 Σεπτεμβρίου 2002

«Κάναμε πρόβα τα ντουέτα και τα σόλα» είπε σε ραδιοφωνική συνέντευξή του ο διεθνούς φήμης λυρικός καλλιτέχνης Δημήτρης Καβράκος, αναφερόμενος σε κοινή συναυλία του με τη Μαρία Φαραντούρη το καλοκαίρι αυτό.

«Σόλι και ντουέτι» εκφωνεί όμως αυτάρεσκα την εκπομπή της μία από τις κυρίες του Τρίτου Προγράμματος.

διαβάστε τη συνέχεια...

Μέσα και έξω από τη γλώσσα, λοιπόν, κατά τον τίτλο της επιφυλλίδας αυτής: ο άγνωστός μου προσωπικά Δ. Καβράκος, που ζει μέσα στη γλώσσα, ή μάλλον που τη ζει από μέσα τη γλώσσα, τουλάχιστον στον στενότερα επαγγελματικό του χώρο, ακολουθεί το γλωσσικό του αίσθημα, υποτάσσει λοιπόν τις λέξεις σ’ αυτό που θέλει να εκφράσει, χωρίς να αναρωτιέται αν είναι ξενικής καταγωγής το ντουέτο και το σόλο, εν προκειμένω. Όποιος όμως έχει χαλαρότερη σχέση με το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεται, βρίσκεται δηλαδή κατά περίπτωση έξω από τη γλώσσα, είναι μοιραίο ίσως να ψάχνει και να ψάχνεται.

Κι ωστόσο, ειδικά το ντουέτο, από τις λέξεις του παραδείγματός μου, έχει προ πολλού προσαρμοστεί στη γλώσσα μας. Άρα διαφορετική εξήγηση έχει εδώ η άρνηση του προσαρμοσμένου, του αφομοιωμένου τύπου –η άρνηση εντέλει της αφομοιωτικής δύναμης της γλώσσας– και η επιστροφή στην ξένη γλώσσα και το ξένο κλιτικό σύστημα. Γι’ αυτό ας δούμε ένα άλλο, ακραίο παράδειγμα:

Πριν από κάνα δυο χρόνια έπεσα τυχαία σε μια ραδιοφωνική εκπομπή του Τρίτου, όπου μια χορωδία έκανε πρόβα σ’ ένα δημοτικό τραγούδι: ήταν το «Ξεκινά μια ψαροπούλα», αν θυμάμαι καλά, που το δίδασκε στη χορωδία του ο Αντώνης Κοντογεωργίου: παρακολούθησα πραγματικά συνεπαρμένος τον τρόπο διδασκαλίας του Α.Κ., κι ας με ξένιζε η πολυφωνική εκτέλεση ενός παραδοσιακού τραγουδιού· με συγκίνησε όμως και κάτι άλλο, που επίσης με ξένισε, αλλά και ακόμα με ξενίζει: «στο σημείο αυτό μπαίνουν οι σοπράνες» έλεγε ο διευθυντής της χορωδίας, «ενώ οι άλτες…» κτλ. Έμεινα εμβρόντητος: η σοπράνο και η άλτο, όταν δεν γίνονται σώνει και καλά υψίφωνος και μεσόφωνος, δεν έχουν βεβαίως τον μοδάτο πληθυντικό της ξιπασιάς «σοπράνι» και «άλτι», αλλά παραμένουν άκλιτες: οι σοπράνο και οι άλτο. Νά όμως που κάποιος που η δουλειά του τον υποχρεώνει να ενσωματώσει ορισμένες λέξεις στο καθημερινό του λεξιλόγιο, δεν μπορεί να βγει έξω από τη γλώσσα του και να κάνει απλώς περίπατο, φορώντας «τα καλά του». Έτσι, δόκιμα ή αδόκιμα, δεν τον νοιάζει, απλώς προσαρμόζει: σοπράνες και άλτες!

Με αυτό λοιπόν το κλειδί, το «μέσα και το έξω», νομίζω ότι μπορούμε να ερμηνεύσουμε πολλές από τις σημερινές τάσεις –αν δεν πρόκειται για γενικότερη τάση «καθαρισμού», όπως έχω ξαναγράψει, που ταξινομεί τα αρχαία με τα αρχαία, τα ξένα με τα ξένα κ.ο.κ.

Στέκομαι και πάλι στη γενική «της Σαπφούς», που εξαπλώνεται με ταχύτητα εκπληκτική τα λίγα τελευταία χρόνια, μαζί όμως τώρα με κάθε λογής αρχαϊκή γενική: του Δημοσθένους, του Ευριπίδου, του Σοφοκλέους, που τα διαβάζω ακόμα και στα σταυρόλεξα των εφημερίδων. Και ιδού το σχήμα «μέσα-έξω»: λέει ο A. Μικρούτσικος σε δύο παλαιότερους παίκτες του Big Brother: «η στάση της Κλειώς, εεε, της Κλειούς» –σπεύδει να διορθώσει. Οπότε, «της Κλειούς», συμμορφώνονται οι άλλοι δύο, που ώς τότε έλεγαν αποκλειστικά και μόνο «της Κλειώς» –γιατί ήταν συμπαίκτες της, είχαν ζήσει μαζί της από κοντά, και δεν είχαν βρει το όνομά της στα βιβλία αλλά δίπλα τους, μέσα στη ζωή τους.

Εδώ έχουμε να κάνουμε πιθανότατα με μια βασική παρεξήγηση: πως, όταν χρησιμοποιούμε αρχαία (;) ονόματα, ή ειδικότερα όταν αναφερόμαστε στα αρχαία πρόσωπα, τηρούμε και την αρχαϊκή κατάληξη. Τότε όμως πρόκειται για ασυνέχεια και όχι για συνέχεια της γλώσσας, όταν χάσμα αιώνων χωρίζει μεμονωμένες λέξεις και ονόματα από ολόκληρη την (γραμματική, δηλαδή κλιτική) οικογένειά τους, έτσι όπως έφτασε εξελισσόμενη ομαλά ώς τις μέρες τις δικές μας.

Αλλιώς, τι; Θα ’πρεπε τάχα να λέμε της γλώσσης, όταν αναφερόμαστε στην αρχαία, και της γλώσσας για τη σημερινή; Είναι ίδιες λέξεις, από παλιά έως σήμερα, η Σαπφώ, η Ηρώ και η Λητώ, ο Περικλής, ο Δημοσθένης κι ο Χαράλαμπος, ή δεν είναι; Και τι νόημα έχει η αντιιστορική και αγλωσσολόγητη διάκριση σε αρχαίους και νέους –τύπους, λέξεις, πρόσωπα– στη συγχρονική θεώρηση της γλώσσας, στην εκάστοτε μία και μόνη γλωσσική πραγματικότητα; Και πώς εισάγεις στη γλώσσα σου σήμερα τον αρχαίο τύπο; Και τι τον κάνεις έπειτα; Όταν λ.χ. επιγράφει κάποιος την κριτική του «Ευριπίδου Βάκχαι», επειδή βεβαίως Βάκχαι είναι ο τίτλος ο αρχαίος, τι θα πει ύστερα; Ότι «ο Χ σκηνοθέτησε τις Βάκχας»;

Τις μέρες αυτές με τη 17Ν πολύς λόγος γίνεται για «το φιάσκο της Λουίζης Ριανκούρ» («του φιάσκο», όπως διάβασα κάποια φορά, ανάλογα με «του τσίρκο» και «του καζίνο»!). Και εδώ το «Λουίζης» είναι κανονικό και «νόμιμο» απολίθωμα. Θα μιλήσουμε όμως και για τη θεατρική σταδιοδρομία της «Λουίζης» Ποδηματά; Θα ζητήσουμε λοιπόν και «το τηλέφωνο του Περικλέους», θα ρωτήσουμε τι κάνουν «τα παιδιά της Μαρίνης»;

Ξαναπάω μέσα στο σπίτι του Big Brother, αλλά και στο Bar, για να φύγω από τις εφημερίδες, τον γραπτό λόγο και τη συνειδητή συχνά στάση λογίων και διανοουμένων απέναντι σε κάποιο γλωσσικό φαινόμενο: «της Φραντζέσκας» έλεγαν όλοι οι συμπαίκτες στο B.B., αλλά η παραγωγή επέμενε: «της Φραντζέσκα». Στο Bar ο Λορέντζο-Λορέντζος, όπως ποίκιλλε εύλογα η ονομαστική στο στόμα όλων, είχε γενική «του Λορέντζου», όπως και ο ίδιος έλεγε όταν αναφερόταν στον εαυτό του· «του Λορέντζο» όμως ήθελαν οι παραέξω.

Στο Bar ήταν και μία Ρεβέκκα. Κι εδώ τα ίδια, αν και κάποια φορά η γενική «της Ρεβέκκα» από συμπαίκτριά της μου «χάλασε τον τραχανά». Παραταύτα πιστεύω ότι, στην οικογένειά της, «της Ρεβέκκας» θα λένε όλοι. Αλλά το «Ρεβέκκα», παρότι όνομα παλαιότατο, βιβλικό, ίσως επειδή είναι αρκετά ασυνήθιστο, συναντά τη μοίρα των ολοένα και περισσότερο άκλιτων στη γενική ξένων ονομάτων: «της Ατλάντα» και «της Νταϊάνα». Να σημειωθεί όμως ο άκλιτος τύπος ακόμα και για ελληνικά ονόματα (πάλι όχι πολύ συνηθισμένα): «θα προβληθεί μια ταινία της Λυδία Καρά», «τα γενέθλια της Μάνια Παπαδημητρίου» και «το δώρο της Ηλιάνα» μεταφέρω χαρακτηριστικά, παραδείγματα όλα από τον προφορικό λόγο, και προπαντός από πρόσωπα έξω από ιδεογλωσσικές μαγειρικές!

Οι γλωσσολόγοι θα μας πουν αν κάτι συμβαίνει πια με τη γενική ειδικά των θηλυκών, ή γενικότερα με τη γενική πτώση, που κατά τα άλλα, μέσα από τα «δέκα κιλά ηρωίνης» λόγου χάρη (αλλά τότε και «ένα πιάτο φασολιών»;), μοιάζει να επανέρχεται θριαμβευτικά.

Στο επόμενο.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: