5/3/07

Πατριδοληψία, όπως θρησκοληψία [α΄]

Τα Νέα, 1 Νοεμβρίου 2003

Κατά τη μακρότερη περίοδο ομαλού πολιτικού βίου από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και με τη θέση μας στη διεθνή πολιτική σκηνή εδραιωμένη όσο ποτέ άλλοτε, κάποιοι βλέπουν παντού συνωμοσίες και επιβουλές, υποδαυλίζοντας ό,τι ευτελέστερο υπάρχει μέσα μας: την αποστροφή για τον ξένο και τον διαφορετικό. Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους, και τότε πλέον καθαρά: ο εθνικισμός και ο ρατσισμός.

το πλήρες κείμενο

«Ιδιαιτέρως κατά τους σημερινούς όχι αιθρίους καιρούς ενωρχηστρωμένης επιβουλής εις βάρος της εθνικής και εδαφικής μας ακεραιότητος και ανεξαρτησίας…»: λόγια του Χρ. Σαρτζετάκη, που παρεμβαίνει στη διένεξη Χριστόδουλου-Βαρθολομαίου, παίρνοντας το μέρος του Χριστόδουλου.

Άλλο μάς νοιάζει όμως εδώ: η ενορχηστρωμένη, λέει, επιβουλή «εις βάρος της εθνικής και εδαφικής μας ακεραιότητος και ανεξαρτησίας»: κάτι να ξέρει άραγε ο κ. Σαρτζετάκης, που διατέλεσε πρόεδρος της Δημοκρατίας, κερδίζοντας έκτοτε πρώτη θέση σε κάθε επίσημη δοξολογία και λόγο κάθε τόσο στα ΜΜΕ, στα μέσα δηλαδή και στα έξω; Κάτι ξέρει λοιπόν, που δεν το ξέρουμε κι ούτε το βλέπουμε οι απλοί εμείς πολίτες; Και τόσο ζοφερό το παρόν, και ζοφερότερο, ενδεχομένως, το μέλλον;

Ή μήπως, ας ανασάνουμε, πρόκειται για τα γνωστά κινδυνολογικά, που μας σερβίρει σε τακτά διαστήματα ο κ. Σαρτζετάκης, μέσα από την όλο και πιο ανέμπνευστη, ξύλινη καθαρεύουσά του («δεν θα ηυλόγει τα όπλα μας κατά την ακολουθήσασαν απελευθερωτικήν χωρών Ελληνικών [...] εξόρμησιν του Ελληνισμού», ή η διαμάχη «ουσιαστικώς περί υπαγωγής εις την μίαν ή την άλλην Εκκλησίαν των Μητροπόλεων απελευθερωθεισών μετά το 1912 ελληνικών χωρών», και άλλα πολλά, στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 19.10.03, κι ας μου συγχωρεθεί η παρένθεση, μα ποιος θα με πίστευε αλλιώς;). Γραφικότητες, δηλαδή; Επιτρέπονται όμως γραφικότητες σε θέματα τόσο σοβαρά, όπως η εδαφική ακεραιότητα και η εθνική υπόστασή μας; Επιτρέπεται η παραπλάνηση και ο αφιονισμός του όποιου ακροατηρίου μπορεί να διαθέτει ο κ. Σαρτζετάκης;

Αλλά και ο νηφαλιότερος Μιλτιάδης Έβερτ λόγους «εθνικού συμφέροντος» επικαλέστηκε, όταν συντάχτηκε κι αυτός με τον Χριστόδουλο, με αποτέλεσμα να φανεί πως το παιχνίδι έχει κομματικοποιηθεί –αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία. Η δική μας ιστορία, με αφορμή την εξαντλητικά σχολιασμένη πια περίπτωση της Νέας Μηχανιώνας και του Οδυσσέα Τσενάι, είναι η όλο και πιο κραυγαλέα «πατριδοληψία», το ταίρι δηλαδή της θρησκοληψίας, που ευνοεί την εθνική ομφαλοσκόπηση και τα εθνικά μανιοκαταδιωκτικά σύνδρομα.

Έτσι, κατά τη μακρότερη περίοδο ομαλού πολιτικού βίου από τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους και με τη θέση μας στη διεθνή πολιτική σκηνή εδραιωμένη όσο ποτέ άλλοτε, κάποιοι βλέπουν παντού συνωμοσίες και επιβουλές, ψαρεύοντας μες στην άγνοια και την ιδεολογική δεισιδαιμονία, υποδαυλίζοντας ό,τι ταπεινότερο και ευτελέστερο υπάρχει μέσα μας: την αποστροφή για τον ξένο και τον διαφορετικό. Τα υπόλοιπα έρχονται μόνα τους, και τότε πλέον καθαρά: ο εθνικισμός και ο ρατσισμός.

Βέβαια, μπορεί να μη δηλώνουν ή και όντως να μη νιώθουν ρατσιστές και εθνικιστές, οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας φερειπείν. Όμως οι ιδέες τους είναι: ρατσιστικές και εθνικιστικές. Και φρόντισαν γι’ αυτό, όχι μόνο οι καταστατικά και απροκάλυπτα μισαλλόδοξοι ξενοφοβικοί Καρατζαφέρηδες και οι Χρυσές Αυγές, ούτε μόνο οι ακροδεξιοί ή έστω υπερδεξιοί Καμμένοι, Ανδρεουλάκοι, Ψωμιάδηδες της Νέας Δημοκρατίας και αυριανής μας ίσως κυβέρνησης, ούτε μόνο οι περισσότερο έναρθροι και ειδικοί επί των εθνικών κινδύνων Γιανναράς και Σαρτζετάκης, καληώρα, ή ο Παπαθεμελής, του Σοσιαλιστικού πάντως Κόμματος αυτός ακόμα, ούτε μόνο ο πρώτος στην εκκλησιαστική τάξη και στον επίσης μισαλλόδοξο φυλετικό λόγο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Αλλά και το ΚΚΕ, που στο προκείμενο εποίησε την νήσσα. Και οι μισοί συνδικαλιστικοί και άλλοι φορείς του Σοσιαλιστικού κι αυτοί Κόμματος.

Και ο Θεόδωρος Πάγκαλος ακόμα. Πώς; ο Πάγκαλος, που τους στόλισε, τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας, τώρα αλλά και πριν από τρία χρόνια για το ίδιο θέμα, και είπα, ομολογώ, ν’ αγιάσει και μια φορά το απύλωτο στόμα του; Ναι, και ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Γιατί αν η πολιτική του ευφυΐα και παιδεία, και η θητεία του επιτέλους στην Αριστερά, τον κάνει όντως αντιρατσιστή, και με τον παρορμητικό του χαρακτήρα τούς σούρνει τα εξ αμάξης, χαρακτηρίζοντάς τους ρατσιστές, οι κατά καιρούς τουρκοφαγικές εξάρσεις του, απ’ την άλλη, τούς επιβεβαιώνουν στις θέσεις ακριβώς τις ρατσιστικές.

Αλλά ας τον αφήσουμε και τον Πάγκαλο. Ας δούμε ανθρώπους του πνεύματος, συγγραφείς και καλλιτέχνες, ανθρώπους δηλαδή με δεδομένη ευαισθησία και με αναγνωρισμένη παιδεία και αξία –και μάλιστα ανθρώπους του «δικού μας», όπως λέμε, χώρου, του προοδευτικού: «Πώς χάλασε αυτός ο λαός;» αναρωτιόταν δυο χρόνια πριν ο ένας· «έχουν μαζευτεί εδώ και αιώνες διάφορα απομεινάρια πλασμάτων που δυστυχούσαν στη χώρα τους και βρέθηκαν να ζουν σε ένα λαμπρό τοπίο χωρίς να το πονούν και να το αγαπούν» (Κ. Τσόκλης): η όποια δηλαδή ευαισθησία και ο αισθητισμός στην υπηρεσία αντικειμενικά του ρατσισμού, άσχετα τώρα από Αλβανούς κτλ., με ρίζες δηλαδή βαθιές. Και άλλος, που πέρασε πρόσφατα απ’ την Ομόνοια, και είδε «να αναπαύονται οι λαθρομετανάστες αφού πουλήσουν την ηρωίνη τους. [...] Ο πέριξ πληθυσμός ακούει τα ελληνικά μάλλον με επιτίμηση. Άραγε για πόσον καιρό ακόμη θα επιτρέπεται η ελληνική γλώσσα στο πέριξ της Ομόνοιας αλλοδαπό έδαφος;» (Π. Μάτεσις).

Έχουν ασυλία όμως αυτοί, καθότι πνευματικοί ταγοί. Ενώ τους κατοίκους της Νέας Μηχανιώνας, με τη λιγότερο εκλεπτυσμένη γλώσσα και πρακτική, τους παραλαμβάνει ο Πάγκαλος, με την αντίστοιχη, ελάχιστα διπλωματική γλώσσα. Αφήνω τώρα το ουσιώδες με τον συγκεκριμένο Πάγκαλο, όπως σχολίασα παραπάνω, και μένω στη γλώσσα που χρησιμοποίησε στην περίσταση αυτή. Και πού πολλοί τη βρήκαν αναποτελεσματική. Γιατί δεν τον μεταστρέφεις έτσι τον άλλο. Μπορεί. Υπήρξε όμως τάχα αποτελεσματικότερη η νηφαλιότερη και διαλλακτικότερη κριτική άλλων, αφού νίκησε εντέλει ο τσαμπουκάς;

Η αλήθεια είναι ότι στην Αριστερά γαλουχηθήκαμε με την ηθική, θα έλεγα, αρχή «να μη βρίζουμε το λαό». Όμως, φοβάμαι ότι έκρυβε έναν αριστοκρατισμό η θέση αυτή: εμείς και ο λαός, εμείς δηλαδή κάτι άλλο από το λαό, εμείς οι πρωτοπόροι και οδηγητές, κι από την άλλη ο λαός, θαρρείς μεταφυσική έννοια, που τι φταίει, λέει, ο λαός όταν δεν στεκόμαστε ικανοί «εμείς» να του μεταδώσουμε αξίες, όταν δεν παράγει πλέον ιδεολογία η Αριστερά, και τα λοιπά. Λες και δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι ο λαός, εμείς που κλέβουμε ο ένας τη θέση του άλλου στο παρκάρισμα, που λαδώνουμε ο ένας τον άλλο και μετά λέμε πως λαδώνονται οι πολιτικοί, που δε μας νοιάζει εμάς η πολιτική, γιατί όλοι οι πολιτικοί τα ίδια είναι, πουλημένοι και κλέφτες. Και τα λοιπά.

Οι κάτοικοι της Νέας Μηχανιώνας εμείς. Οι θρήσκοι και πατριώτες εμείς. Οι ψέματα θρήσκοι, γιατί τι θρησκεία πιστεύουμε, από τον Αρχιπρώτο και πάλι ώς τον τελευταίο, όταν μισούμε εν προκειμένω τον άλλο. Και οι ψέματα πατριώτες, γιατί τι πατρίδα αγαπάμε, όταν δεν αγαπάμε την προκοπή της: την οικονομική, σύμφωνα με τις επίσημες στατιστικές, τη δημογραφική, την πολιτιστική.

Τζάμπα χριστιανοί και τζάμπα πατριώτες

Τζάμπα χριστιανοί λοιπόν και τζάμπα πατριώτες, κατά την έκφραση της εποχής «τζάμπα μάγκες». Και χρησιμοποιώ μια έκφραση της εποχής, για να υπογραμμίσω ακριβώς τη μόδα της εποχής. Τη θρησκοληψία και την πατριδοληψία. Που είναι το in, το must, το trendy. Που κάνει λόγου χάρη τα MacDonalds να γεμίζουν νηστίσιμα φαγητά τη Σαρακοστή και να το διαφημίζουν σαν μοντερνιά. Που κάνει δηλαδή τη θρησκεία και τον πατριωτισμό, ακόμα και τον εθνικισμό, ένα ακόμα γκάτζετ του καταναλωτισμού μας, κάτι σαν το καινούριο κινητό, σαν μασαζοκαλτσόν, λιπ γκλος κ.ά., δώρο με τα διάφορα περιοδικά στα περίπτερα. Έτσι ηχούν αυτονόητα τα ανατριχιαστικά «Έλληνα η σημαία σού ανήκει», μοιάζουν φυσικές οι καρικατούρες παρεκκλήσια που χτίζονται στα ριάλιτι, οι σημαίες που υψώνονται πάλι στα ριάλιτι εν νήσω Μαλαισία.

Όπως αντιμετωπίζονται πια σαν αυτονόητες οι μεταξικής έμπνευσης μαθητικές παρελάσεις. Και ελάχιστες φωνές ακούστηκαν να αμφισβητούν τη σκοπιμότητα αυτών των παρελάσεων, με τα παιδιά που παρελαύνουν σαν στρατιωτάκια με τη σημαία. Λες και στρατιώτες ετοιμάζουν τα σχολεία και όχι μαθητές. Και αυριανούς πολίτες.

Γράφω αυτές τις γραμμές, και δε μ’ αφήνει η ανατριχίλα τού «Έλληνα η σημαία σού ανήκει»· γιά δες, λέω, έφτασε να μου προκαλεί ανατριχίλα αυτό το «Έλληνα», με τόση μισαλλοδοξία που κρύβει, έτσι όπως το είδαμε γραμμένο στον τοίχο του σχολείου της Ν. Μηχανιώνας, και μάλιστα από νέα παιδιά, σαν κάννη από περίστροφο, π.χ. εκείνου του «Έλληνα» που θέριζε λίγα χρόνια πριν μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας.

buzz it!

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Μπράβο φίλε, αν το είχα δει νωρίτερα θα το έβαζα σαν απάντηση σε αυτούς που με κουράζουν εκεί.

Γιάννης Χάρης είπε...

σ' ευχαριστώ πολύ -μπήκα και είδα: καλή δύναμη :-)