penkwe, quinque, cinque, five, πέντε
άντε, βουρ στο μπλογκοπαίχνιδο με τα πέντε, λέει, πράματα που γράφει ο καθένας για τον εαυτό του, έπειτα από πρόσκληση του τέττιγος
Οι γέροι «διακρίνονται από τη συνήθεια να καυχιούνται για τα περασμένα βάσανά τους και να κάνουν μ’ αυτά ένα μουσείο όπου καλούν επισκέπτες (αχ, αυτά τα θλιβερά μουσεία έχουν ελάχιστους επισκέπτες!)» γράφει στο Βαλς του αποχαιρετισμού ο Κούντερα. Με καβατζαρισμένα τα πενήντα, όπου το «γέρος» αρχίζει να γίνεται ορατό στον ορίζοντα, οι εξομολογήσεις δε σε φοβίζουν, ίσα ίσα, έλεγα και στον thas, μπορεί και να τις επιδιώκεις, όχι ακριβώς σαν εξομολογήσεις, αλλά, ακόμα χειρότερα, σαν να θες να γράψεις τα… απομνημονεύματά σου, από φόβο ότι αρχίζουν να σου φεύγουν τα πάντα μέσα απ’ τα χέρια, scrive: απ’ το μυαλό. Χμμ, μελό!
Στο παιχνίδι λοιπόν όπου με προσκάλεσε ο τέττιξ, νά μία από πολλές πιθανές πεντάδες:
1. Πώς έφυγα από παπαδάκι. Τελευταίες τάξεις του δημοτικού, Μεγαλοβδομάδα, είχαμε διακοπές κι ήταν πολλά τα παπαδάκια στο ιερό, δε μ’ έτρωγε η μοναξιά, κι η ντροπή που είχε προ πολλού αντικαταστήσει το καμάρι, όταν έβγαινα μπροστά στην ωραία πύλη κι έλεγα το «Πάτερ ημών» και το «Πιστεύω»… Πρωινή λειτουργία, από τις προηγιασμένες, όπως τις λένε, όχι πάντως απ’ τις μεγάλες-μεγάλες μέρες, πριν από Μεγάλη Πέμπτη δηλαδή. «Πρώτο τη τάξει» παπαδάκι εγώ, όταν εννοείται υπήρχαν κι άλλα και δεν ήμουν μοναχός μου, έστελνα τους «μικρούς» να βγουν στο ευαγγέλιο, κι άραζα εγώ στο ιερό: έτσι και τη μέρα εκείνη, που ήταν μεγάλο το στοκ σε παπαδάκια, έστειλα τους μικρούς, και μείναμε τρεις παρέα μέσα. Ο παπάς διάβαζε έξω το ευαγγέλιο κι εγώ φόρεσα το καλημαύχι του, ανέβηκα σ’ ένα μπαούλο, σήκωσα ώς τα γόνατα το ρασάκι μου και έδειχνα στους άλλους δυο έναν καινούριο χορό: τσα-τσα, φαντάζομαι. Με βλέπει απ’ τη μισάνοιχτη πλαϊνή πόρτα ο αριστερός ψάλτης, ένας γέρος στριμμένος, μπαίνει, μου αστράφτει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, προσβλήθηκα εγώ, εξαφανίστηκα. Τι κι αν έρχονταν σπίτι οι κυρίες του φιλοπτώχου της ενορίας, «τέτοιο χρυσό παιδί, το καλύτερο παιδί της ενορίας μας, πώς θα το χάσουμε», ανένδοτος εγώ. Αργότερα εγκατέλειψα, χωρίς χαστούκι, και το κατηχητικό και τις «ομάδες»: στην παραεκκλησιαστική οργάνωση «Ο Σωτήρ», Χελιδόνια στο δημοτικό, Χαρούμενοι Αγωνιστές στο γυμνάσιο, παρόλο που στους ΧΑ χρωστώ τη γνωριμία μου με τον περίφημο μουσικό Αντρέα Τσεκούρα, σίγουρα τον ξέρετε, π.χ. ακορντεόν στην Καραΐνδρου, και προπαντός τους χρωστώ –στις κοπάνες εννοώ που έκανα με πρόσχημα αυτούς– όλες τις ελληνικές ταινίες, όλες τις Μαρθαβούρτσες κι όλους τους Ξανθόπουλους που έπαιζε το γειτονικό σινεμαδάκι Αίας, νομίζω, κάπου στους Αμπελοκήπους.
2. Πώς έχασα άλλη μια ευκαιρία για… «ένταξη», ή ο απόλυτος σουρεαλισμός. Στα σαράντα μου πια, για να πάρω δίπλωμα βυζαντινής μουσικής, είχα ήδη αρχίσει και να ψιλοδιδάσκω, ήμουν και στη χορωδία του Αγγελόπουλου, άσος στα θεωρητικά, κάτι προς ψάρι από φωνή, έπρεπε να έχω απολυτήριο λυκείου –ναι, τετάρτη γυμνασίου είχα τελειώσει, κι είχα μείνει στην πέμπτη από απουσίες (= κοπάνες). Γράφτηκα σ’ ένα ιδιωτικό νυχτερινό, ιδιοκτησία της αδερφής ενός φίλου, μου ’καναν και καλή τιμή, δεν πάταγα εννοείται, απλώς στις εξετάσεις μου ’διναν κι αντέγραφα, συχνά στο σπίτι, άλλα γραπτά, ανεκδιήγητα, ούτε που έβγαζα τα γράμματα, πόσο μάλλον το νόημα, έλειπε το ρήμα ή το υποκείμενο απ’ τις μισές προτάσεις, προϊόν δηλαδή κι αυτά αντιγραφής, πέρασα έτσι τις δυο τάξεις που μου λείπαν, στην τρίτη, την παραπανίσια του νυχτερινού, οι απολυτήριες δίνονταν σε επιτροπή του δημοσίου. Ε, μιλημένα και εκεί τα πράγματα ώς έναν μεγάλο βαθμό, παρ’ όλα αυτά η διαδικασία έπρεπε να τηρηθεί, εξετάσεις στο σχολείο δηλαδή μ’ όλο το τελετουργικό, οπότε μας δόθηκαν τα θέματα, εφτά νομίζω από κάθε μάθημα (ή εννιά;), που απ’ αυτά θα κληρώνονταν τα τρία, έπρεπε όμως έστω αυτά τα εφτά να τα διαβάσουμε, κι ο μαθηματικός ιδίως, λέει, ήταν λίγο περίεργος τύπος, δεν τον είχαν απολύτως «εξασφαλισμένο», βρέθηκα δηλαδή να διαβάζω στα σαράντα μου ό,τι μισούσα στα δεκαπέντε μου, ιστορία και χρονολογίες π.χ., με τη μνήμη ήδη τρύπια, αλλά προπάντων μαθηματικά, και να ετοιμάζω αποπάνω και σκονάκια!
Είχε την πλάκα του, ολίγον παλιμπαιδισμός, γνωριμία με τους άλλους «συμμαθητές», τον πενηντάρη μπάτσο και την οξιζεναρισμένη γεροντοκόρη αδερφή του, γραμματέα κάπου, αλλά η καλύτερή μου: κάτι πιτσιρικάδες, για τα χρόνια ήδη τα δικά μου, είκοσι με εικοσιπέντε το πολύ, κάτι ωραία παιδιά, σε τράπεζες δουλεύαν ή σε εταιρείες και κυνηγούσαν κάποια καλύτερη θέση ή επίδομα, ανταλλάσσαμε σκονάκια και μετά πηγαίναμε και για μπίρες (εγώ που τη σιχαινόμουν την μπίρα, παρότι γερό ποτήρι, τότε, στα άλλα), μιλάγαμε για ποδόσφαιρο, με τα λίγα που ήξερα αλλά που φτάναν για τις μικρομπιροεξόδους και για να μη φανεί, πίστευα, το διανοουμενιλίκι.
Ώσπου, δε θυμάμαι σε ποιο μάθημα, μπαίνει μέσα η φιλόλογος, δεν καλοθυμάμαι, αλλά νομίζω πως δεν ήταν μεγαλύτερή μου σε ηλικία, και ρωτάει ποιος είναι ο Χάρης. Σήκωσα απορημένος το χέρι, τι κίνηση θεέ μου, έπειτα από πόσα χρόνια, εκείνη δήλωσε ενθουσιωδώς πως πρώτη φορά στη σταδιοδρομία της πήρε τέτοιο γραπτό, «κι ούτε θα ξαναπάρεις» σκέφτηκα, με μελαγχολία φυσικά, παρά με έπαρση, αλίμονο, του κερατά πια, αυτό δα έλειπε, και πού να της έλεγα πόσα λάθη, από συντακτικά έως λογικά, είχαν τα θέματά της, όμως οι σκέψεις αυτές, όσο πρόλαβαν να στριμωχτούν σε κλάσματα σχεδόν δευτερολέπτου, πνίγηκαν από κάτι σαν ντροπή, «ματαίωση» όπως λένε οι ψυχίατροι τη frustration: όλα τα κεφάλια είχαν γυρίσει κατά μένα, κι ο διευθυντής του σχολείου, που είχε συνοδεύσει τη φιλόλογο στην τάξη, ένας ημιπαράφρων που δούλευε και στην Ακαδημία Αθηνών, σύζυγος της ιδιοκτήτριας, που άρα με ήξερε σχετικά καλά, έσπευσε να κολλήσει στο θαυμαστικό το δικό της: «Μα ο Χάρης διδάσκει σε αμερικανικά πανεπιστήμια!» –δίδασκα τότε σε αμερικανικό κολέγιο, από αυτά τα οποία οργανώνουν σε διάφορες χώρες προγράμματα “study abroad”, που μπορούν να τα ακολουθήσουν δευτεροετείς κολεγίου, κι έτσι έγιναν τα κολέγια πανεπιστήμια στο στόμα τού όλο καμάρι διευθυντή, πως στο σχολείο του δηλαδή, μην κοιτάτε, νυχτερινό, αλλά δεν έχει μαθητές ό,τι κι ό,τι. Γρήγορα που ξεθύμαναν οι μπίρες, έπειτα από αυτές τις δύο δολοφονικές φράσεις, της φιλολόγου και του διευθυντή… Καναδυό έξοδοι ακόμα, όλο ερωτήσεις πια για τη… σπουδαία μου «καριέρα», ανταλλάξαμε φυσικά τηλέφωνα και υποσχέσεις, «θα τα πούμε, δε θα χαθούμε». Αρχίδια!
Σίγουρα πρέπει να πω άλλα τρία; Δε βγήκαν ήδη από δω δεκατρία;
3. Πώς μου ’μεινε το απολυτήριο λυκείου στο χέρι. Το μεγάλο ταξίδι στον κόσμο της βυζαντινής μουσικής, που μου χάρισε κι ένα σωρό κυριολεκτικά ταξίδια, από Βενετίες και Βερολίνα ώς τη Μόσχα, όπου μας βρήκε στα μισά το πραξικόπημα κατά του Γκορμπατσόφ, εγκλωβιστήκαμε έτσι στη Μόσχα, τανκς στους δρόμους, χάσαμε την Πετρούπολη αλλά χορτάσαμε Μόσχα, χαλαροί πια χωρίς πρόβες και συναυλίες, προλάβαμε και το τέλος του πραξικοπήματος, εγώ να τρέχω το βράδυ στους δρόμους όπου έσερναν το τεράστιο, γκρεμισμένο άγαλμα του Τζερτζίνσκι, κι έλεγα αν θα φαίνεται στις φωτογραφίες μου που στραφτάλιζε ολόκληρο από τις ροχάλες κάτω απ’ τα νυχτερινά φώτα, ή να φωτογραφίζομαι σαν Γιαπωνέζος τουρίστας στα οδοφράγματα, το μεγάλο ταξίδι μου λοιπόν στον κόσμο της βυζαντινής έφτανε στο τέλος του, σε μια συναυλία στο Αζερμπαϊτζάν, έπειτα βέβαια από νυχτερινή κραιπάλη, ένιωσα πως είχα χάσει μια ολόκληρη νότα, κάπνιζα ακόμα τότε, όχι τα τρία πακέτα τα παλιά, ένα και με το ζόρι, με πείραζε πια πολύ, ήταν κι η βαθιά εντέλει ιδεολογική διάσταση με τα παιδιά, που μια χαρά παιδιά ήταν, καθόλου θεουσέ, ίσα ίσα, σαν ξαμολημένα γυμνασιόπαιδα σε πενθήμερη έκαναν στα ταξίδια, τρόμαζα να τα… συμμαζέψω, «πατέρα» με φώναζαν, είχαν αυτο-υιοθετηθεί το ένα μετά το άλλο, και μια χαρά περνούσαμε, δεν ήταν λοιπόν καθόλου θεουσέ, ήταν όμως θρήσκα, γενικότερα ιδεολογικά το πράμα δεν τραβούσε, ήταν και το Μακεδονικό στο φόρτε του, έπρεπε να επιστρέψω στα γήινα, να ξαναρχίσω και καμιά δουλειά, είχα παρατήσει τα πάντα, κυριολεκτικά, η βυζαντινή ψωμί δεν είχε, κάτι ψιλά από τις συναυλίες, λίγα ακόμα από κάτι ιδιαίτερα που έδινα, φωνή της προκοπής δεν είχα να κάνω τίποτα καλύτερο, και τι δηλαδή σ’ αυτόν το χώρο, είπα θα σταματήσω, τουλάχιστον ώσπου να κόψω το κάπνισμα, να ξαναβρώ τη… νότα μου, σταμάτησα, και γύρισα όλος δυστυχία στα χαρτιά, που είχα ελπίσει πως τα είχα οριστικά εγκαταλείψει. Αναμενόμενο: δεν ξαναγύρισα στη χορωδία, κι ας έκοψα σύντομα το τσιγάρο. Τζάμπα το απολυτήριο, και τα λεφτά που έδωσα τα τρία χρόνια, πάνε και τα ωραία τα παιδιά που δεν τα ξανάδα, τους «συμμαθητές» του νυχτερινού εννοώ, της χορωδίας μερικά τα βλέπω ακόμα.
Αρκετά; Και με το παραπάνω! Για τα δύο τελευταία, ένα ναι κι ένα όχι:
4. Ναι στις γάτες, που τις λατρεύω, κι όμως τις κυνηγούσα φοβερά μικρός (και όχι μόνο). Τώρα έχω τρεις.
5. Όχι στο διάβασμα, που το σιχαίνομαι; το αποστρέφομαι; μπα, πάει πολύ, πάντως το βαριέμαι αφόρητα: το ’κοψα μαχαίρι τότε με τη βυζαντινή, και δεν το ξαναβρήκα όταν σταμάτησα, μπορεί και από κάτι σαν γινάτι που άφησα τη μουσική. Μόνο τα «απαραίτητα» πια, τα «υποχρεωτικά» για τη δουλειά, ντρέπομαι που δεν διαβάζω βιβλία λ.χ. που μου στέλνουν, από αυτά που θα ήθελα να τα διαβάσω, κυρίως ντρέπομαι όταν κανείς μου λέει «σας διαβάζω», κι εγώ δεν μπορώ να πω το ίδιο, σε ανθρώπους που τους διάβαζα παλιά ή που θα ’θελα πολύ να τους διάβαζα τώρα. Ακόμα και τα μπλογκ εδώ που με ενδιαφέρουν, κάποιων μάλιστα φίλων, μ’ όλον μου το ζήλο του νεοφώτιστου, κάποια στιγμή κουράζομαι και τα παρατάω στη μέση. Δεν έχω γνωρίσει εξάλλου και πολλούς, δεν ξέρω τώρα σε ποιον να ρίξω το μπαλάκι, θα ήθελα όμως να ’μπαινε στο χορό ο Γκάζι ο Καπλάνι, οπωσδήποτε ο Σαραντάκος, που καλύπτεται με το σάιτ και μου λέει χαιρέκακα εμένα: «μπλογκ ήθελες, καλά να πάθεις» [μήπως τότε να του απαγορέψουμε να γράφει στα μπλογκ; :-)], και προπαντός να επαναλάβω την πρόσκληση στους «ανορθόγραφους», που μάλλον γενικά λουφάρουν.
7 σχόλια:
Επιτέλους, πέντε πράγματα που δεν ξέρουμε για σας. Συναρπαστικό.
Γεια σου βρε kuk. Την ίδια ακριβώς εκτίμηση κάναμε: συναρπαστικό. Εύγε στον άνετο συντάκτη του που μιλάει έτσι προσωπικά και ελεύθερα.
Μου λείπανε ψηφίδες, Γιάννη...
Και τι καλα λαχανιασμένα τα 'πες!
Από καιρό ψάχνω κι άλλο άβιβλο κόσμο για να φτιάξουμε το περιοδικό Δεν διαβάζω. Μήπως ενδιαφέρεστε; Πλάκα κάνω, αλλά ήταν πολύ ανακουφιστική αυτή η αποκάλυψη.
και πού να ήταν η πεντάδα εικοσιπεντάδα, nikoxy :-)
ou ming, περιοδικό τέτοιο δυστυχώς δε φτιάχνεται, γιατί αυτό σημαίνει πάλι διάβασμα, κι από αυτούς που θα το στήσουν κι από τους... αναγνώστες. Πέρα από την πλάκα όμως, εγώ πολύ σοβαρά βγαίνω απ' τα ρούχα μου με τις γνωστές ιερεμιάδες για τους Έλληνες που δε διαβάζουν, για την ενοχοποίηση του (όποιου και όσου) κόσμου δε διαβάζει κτλ. κτλ.
Φίλε δεν νομίζω πως ταιριάζει καθόλου ο χαρακτηρισμός σου ως παραχριστιανική ενωση. Ενα να σου πώ αν ειναι κάποια σωστή χριστιανική Ενωση στην Ελάδα τότε αυτη ειναι"Ο Σωτήρ".
λάθος, "παραεκκλησιαστική" ήθελα να πω -διορθώνω πάραυτα, και ευχαριστώ που το εντοπίσατε
Δημοσίευση σχολίου