43. Μαγική εικόνα
Τα Νέα, 21 Οκτωβρίου 2000
Καλοί οι καινούργιοι εκφραστικοί τρόποι που εμπλουτίζουν τον λόγο μας, ας ακούμε όμως λιγάκι και τη γλώσσα τη δική μας, μάλλον τη γλώσσα της κοινής λογικής
το πλήρες κείμενο:
«Μεγαλωμένη σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον με αυστηρές θρησκευτικές αρχές, όπου ακολουθούσαν σχολαστικά τις νηστείες και τις διάφορες επιταγές του δόγματός τους, κι από κει περνώντας κατευθείαν στην εξουσία ενός δεσποτικού συζύγου αφέντη, που την κρατούσε ζηλόφθονα στο σπίτι και μόνο τις Κυριακές έβγαιναν μαζί, και τότε για να παν στη λειτουργία, η Μέγκαν έβλεπε τη ζωή της να χάνεται μέσα απ’ τα χέρια της...»
Σκληρή η μοίρα τής Μέγκαν, που βλέπει τη ζωή της να χάνεται, αλλά σκληρή η μοίρα και του αναγνώστη, που βλέπει να χάνεται η υπομονή του, καθώς διαβάζει, αρχή αρχή του διηγήματος, για κάποια «μεγαλωμένη»... αλλά «μεγαλωμένη» δεν βλέπει: πρέπει να περάσουν έξι ολόκληρες προτάσεις για να τη βρει, να δει για ποια διάβαζε τόση ώρα.
Ξεκίνησα μ’ ένα από τα ομαλότερα παραδείγματα αυτού του είδους, με απλές φράσεις που κυλούν αβίαστα, με σύνταξη βατή και αρκετά συνηθισμένη. Kι ωστόσο η ανάγνωση μοιάζει με αστυνομική αναζήτηση. Η «διόρθωση» είναι εξαιρετικά απλή: βάζουμε τη Μέγκαν, για την οποία αρχίζουμε να μιλούμε, τότε ακριβώς που αρχίζουμε να μιλούμε γι’ αυτήν, δηλαδή στην αρχή, κι έπειτα κόμμα, κι ακολουθούν οι παρενθετικές προτάσεις: Η Μέγκαν, μεγαλωμένη σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον..., έβλεπε τη ζωή της να χάνεται...
Έχουμε και πάλι σύνταξη ξενική –στοιχειώδη στα γαλλικά και τα αγγλικά, λόγου χάρη–, όπου προτάσσονται οι παρενθετικές προτάσεις και ακολουθεί η κύρια με το υποκείμενο, προτάσσονται δηλαδή τα επίθετα ή οι μετοχές που αναφέρονται σε κάποιο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν είδαμε ακόμα. Κανένα λάθος, αλλά και κανένα «κέρδος». Αντίθετα, όπως θα δείξω στο τέλος, κάποτε οδηγούμαστε σε παρανόηση.
Πρώτα, μερικά απλά παραδείγματα:
«Τρέχοντας σαν τρελός, ο οδηγός του κόκκινου Φίατ έπεσε πάνω στο δέντρο»: σωστά και πάλι, άλλος ένας τρόπος πλάι στα:
(α) Ο οδηγός του κόκκινου Φίατ έτρεχε σαν τρελός κι έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο· ή
(β) Ο οδηγός..., που έτρεχε σαν τρελός, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο· ή
(γ) Ο οδηγός, έτσι όπως / καθώς / επειδή έτρεχε σαν τρελός, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο κτλ.
Πάντως, στις περιπτώσεις α, β, γ αποφεύγουμε τη μετοχή, που χαρακτηρίζει περισσότερο τον γραπτό και σύνθετο λόγο, και γενικώς συμφραζόμενα περισσότερο σύνθετα από ό,τι στο παράδειγμά μας. Η άσκοπη, αν μη τι άλλο, χρήση της μετοχής είναι ίσως πιο χαρακτηριστική σ’ ένα εξίσου απλό παράδειγμα:
«Πατώντας την άκρη της μακριάς τουαλέτας της, η Νάνσυ ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά στο χαλί»: όμως η Νάνσυ δεν έπεσε καθώς πατούσε, την ώρα που πατούσε την άκρη της τουαλέτας της, αλλά επειδή πάτησε την άκρη της τουαλέτας της· η Νάνσυ πρώτα πάτησε κι έπειτα έπεσε: η Νάνσυ πάτησε την άκρη της τουαλέτας της και ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά στο χαλί.
Και άλλα:
«Σφραγισμένη από τις ιδιαίτερες συνθήκες που τη γέννησαν, από τις νέες πολιτικές συνθήκες και από την έντονη προσωπικότητα, από τον ιδιαίτερο τρόπο που σκεφτόταν και τον ιδιαίτερο τρόπο που βρήκε για να εκφραστεί η καινούρια φυλή, η λατινική λογοτεχνία έδωσε στην ανθρωπότητα...»: Εδώ, αρχή αρχή μιας μακροσκελούς περιόδου, έχουμε αντωνυμία («τη γέννησαν») χωρίς να έχει προηγηθεί το όνομα, που αντίθετα ακολουθεί σε απόσταση μεγάλη. Και
«την έσυραν στην πίσω αυλή [...] κι ενώ εκείνη έπεφτε κατάχαμα, ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας της γυναίκας εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός»: εδώ η μετοχή ακούγοντας, και η δευτερεύουσα πρόταση την οποία εισάγει (ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας…), θα έπρεπε συντακτικά να αναφέρεται στο προηγούμενο ρήμα (έπεφτε), να μας δείχνει δηλαδή με ποιον τρόπο έπεφτε η γυναίκα, το έως τότε υποκείμενο, και όχι κάποιο που έρχεται κατόπιν: την έσυραν λοιπόν στην πίσω αυλή [...] κι ενώ εκείνη έπεφτε κατάχαμα, εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας της γυναίκας –και καλύτερα χωρίς καθόλου μετοχή, ούτε και τώρα: εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός που άκουσε τις κραυγές…
Έστω ότι τέτοια παραδείγματα ανήκουν στις συμβάσεις του γραπτού λόγου: τα έχουμε εξάλλου συνηθίσει αρκετά και δεν μας προξενούν εντύπωση. Κι ας δεχτούμε άλλο ένα δάνειο, μια εναλλακτική διατύπωση πλάι στις δόκιμες δικές μας. Δεν νοείται όμως να παραιτηθούμε από το αίτημα για ομαλή ανάγνωση, δηλαδή για άμεση κατανόηση. Και η γενίκευση της σύνταξης αυτής απλώς μας δυσκολεύει τη ζωή:
«Βλέποντάς την ξαφνικά μπροστά του, να κάθεται μεθυσμένη στο απέναντι τραπεζάκι του μπαρ, κάτω από ένα ψυχρό, απάνθρωπο φως, ενώ γύρω τους λιγοστά ζευγάρια χόρευαν νωχελικά στους ήχους ενός χιλιογρατζουνισμένου δίσκου, ο Μαρκό συνειδητοποίησε πως η Ανναμπέλ είναι η γυναίκα της ζωής του...»:
Εδώ, υπομονή: τα βάσανά μας είναι πολλά. Ο εντοπισμός του ήρωα, πρώτα πρώτα, που τον συναντούμε έπειτα από αλλεπάλληλες παρενθετικές· μα προπαντός διαβάζουμε για κάποια γυναίκα (βλέποντάς την..., μεθυσμένη), που δεν έχει κατονομαστεί και δεν κατονομάζεται ακόμα, κι όταν πια φτάνουμε σε κάποιο όνομα, δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο ή για κάποιο καινούριο, αν δηλαδή η μεθυσμένη είναι η Ανναμπέλ ή όχι. Οπότε ο Μαρκό:
(α) βλέπει άραγε κάποια μεθυσμένη (άγνωστή του; παλιά του ερωμένη;) και συνειδητοποιεί πως η δικιά του, η Ανναμπέλ, είναι η καλύτερη, είναι η γυναίκα της ζωής του; ή
(β) βλέπει την Ανναμπέλ, έπειτα από καιρό, μπροστά του και, μολονότι τη βλέπει μεθυσμένη, καταλαβαίνει πως, πάει τέλειωσε, αυτή είναι η γυναίκα της ζωής του;
Εδώ πάλι έχουμε αντωνυμία («βλέποντάς την») χωρίς να έχει προηγηθεί το όνομα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν μας αρέσει σαν ύφος η σύνταξη αυτή και τη διατηρήσουμε, μ’ όλες τις παρενθετικές μπροστά, θα έπρεπε οπωσδήποτε –γιατί, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό είναι λάθος– να μπει απ’ την αρχή το όνομα της Ανναμπέλ: Βλέποντας την Ανναμπέλ μπροστά του... ο Μαρκό συνειδητοποίησε πως είναι η γυναίκα της ζωής του.
Κι ακόμα: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβές, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσαν τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Χ, οι θυγατέρες της [...] μπόρεσαν να παίξουν...»:
Αν, λέω αν –και εκλιπαρώ την προσοχή του αναγνώστη–, αν αυτή η «φοβερή να τη βλέπεις» είχε μόνο μία θυγατέρα, θα διαβάζαμε το εξής: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβή, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσε τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Χ...» Και τι θα καταλαβαίναμε; Απολύτως τίποτα, ή μάλλον απολύτως λάθος.
Υπερβολές; και τέχνασμα δικό μου; Ιδού λοιπόν:
«Ο κ. Γουίλαρντ βρισκόταν κιόλας στην κορυφή του τραπεζιού όταν ο Τζιμ μπήκε στην τραπεζαρία. Μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του...» Ποιος; Ο Τζιμ, φυσικά, θα απαντήσουμε, αλλά μας γέλασαν. Ξαναδιαβάζουμε, με τη συνέχεια: «Μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του, ο κ. Γουίλαρντ προσπαθούσε να φανεί ψηλός...» Εδώ, δηλαδή, έχουμε υποκείμενο πρώτα τον κ. Γουίλαρντ κι αμέσως έπειτα ένα άλλο, τον Τζιμ. Όταν λοιπόν συνεχίζουμε την ανάγνωση: «μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του», είναι αυτονόητο ότι διαβάζουμε γι’ αυτό το καινούριο πρόσωπο, τον Τζιμ, και όχι για το προηγούμενο, εφόσον δεν δηλώνεται ξανά, αμέσως!
Καλά λοιπόν και τ’ αγγλικά μας και τα γαλλικά μας, κι όλες οι ξένες γλώσσες που τις ξεσκολίσαμε, και οι καινούριοι εκφραστικοί τρόποι που εμπλουτίζουν τον λόγο μας και τα λοιπά, ας ακούγαμε όμως λιγάκι, πλάι στις άλλες, και τη γλώσσα τη δική μας, μάλλον τη γλώσσα της κοινής λογικής –να καταλαβαινόμαστε εντέλει.
2 σχόλια:
[διαγράφτηκε σχόλιο ανωνύμου με προσωπικούς χαρακτηρισμούς για τον υπουργό παιδείας]
Δημοσίευση σχολίου