2/8/07

48. Πιπέρι και στα λάχανα

Τα Νέα, 30 Δεκεμβρίου 2000

Στο προηγούμενο άρχισα με την τάση παλινόρθωσης της παλαιάς γραφής διαφόρων λέξεων, και ειδικότερα προθετικών εκφράσεων που έγιναν επιρρήματα και έχουν πλέον σημασία σαν μία λέξη, που είναι μία λέξη. Γιατί τι σημαίνει το «εντάξει» στις προτάσεις: «Εντάξει, δεν θ’ αργήσω», «μην ανησυχείς, είμαι εντάξει»; Γνωστή η πρόθεση εν, γνωστή και η τάξη στη δοτική της, άρα: «στην τάξη»; «Στην τάξη, δεν θ’ αργήσω»; Έχουμε δηλαδή, από μιαν άποψη, δημιουργία σύνθετης λέξης. Από τα σύνθετα ουσιαστικά έδινα, απλούστατο παράδειγμα, τη λέξη σαββατοκύριακο, που, μολονότι αναγνωρίζουμε αμέσως και τα δύο συνθετικά της, δηλώνει κάτι διαφορετικό, τη σύνθεση των δύο κι όχι την απλή παράθεση, και φυσικά γράφεται με μία λέξη, αφού δηλαδή είναι, ξαναλέω, μία λέξη.* Συνεχίζω:

διαβάστε τη συνέχεια...

Άλλο είναι το με, άλλο το όλο, άλλο το μόλο (που). Γράφουμε, φυσικά:
μ’ όλη την ασχετοσύνη που επικρατεί»,
μ’ όλο του το θράσος», γιατί εδώ είναι σαφής η πρόθεση, σαφές και το επίθετο· αλλά γράφουμε:
μόλο που το ξέρει, δεν το τηρεί»,
γιατί εδώ η πρόθεση και το επίθετο έφτιαξαν μία λέξη, μια νέα λέξη (σύνδεσμο αντιθετικό). Στις πρώτες περιπτώσεις διαβάζουμε και χωρίς την απόστροφο: «με όλη την ασχετοσύνη», «με όλο το θράσος». Αλλά «με όλο που το ξέρει»; Ή με το μολονότι: «με όλον ότι το ξέρει...»; (και τότε «μ’ όλον ό τί»;). Ίδιο και το παρόλο (που): γράφουμε
παρ’ όλες τις ενέργειές του…»,
παρ’ όλο το κακό που μας βρήκε», αλλά:
παρόλο που άργησα, τα κατάφερα».

Ακόμα χειρότερα: τι σημαίνει γραμμένο «κι όλας» το επίρρημα κιόλας; Που κι αυτό (σαν το μεμιάς που είδαμε στο προηγούμενο) έρχεται από τη μεσαιωνική φράση «και όλα», η οποία πήρε το -ς αναλογικά προς τα επιρρήματα. Και τι λέει, γραμμένο σαν δυο λέξεις, το «κατά πόδας» (άρα και «κατά πόδι»;); Μήπως λοιπόν και «κατά ματα»; κοιτάζω «κατά τα μάτια» κάποιου; Ή «κατ’ άντικρυ»; Πρέπει εντέλει, τις περισσότερες φορές, να φτιάξουμε στο μυαλό μας ολόκληρη περίφραση, για να ανταποκριθούν οι επιμέρους λέξεις στην ήδη γνωστή και δεδομένη σημασία κάθε τέτοιας έκφρασης/λέξης. Έστω όμως ότι οι διάφανες λέξεις που συνιστούν το επίρρημα μας βοηθούν να εστιάζουμε κάθε φορά στη λέξη κλειδί, που μας ανοίγει το νόημα. Αλλά ποια «εξοχή» μάς δείχνει αναλυμένο το κατεξοχήν; «κατά ποια εξοχή» μας οδηγούν τα βήματά μας στην «κατ’ εξοχήν ηρωική προσπάθεια να σβήσει εγκαίρως η φωτιά»;

Βλέπω γραμμένο συχνά το οπόταν σαν «οπ’ όταν» (άρα και «οπ’ ότε»;), μα δεν υπάρχει «όταν» εδώ πέρα, παρά οπότε+αν· ας διορθώσουν λοιπόν οι ζηλωτές σε «οπότ’ αν» –και τότε, πιο «σωστά»: «ό πότ’ αν»! Δεν είναι λοιπόν πάντοτε ευανάγνωστα τα επιμέρους συστατικά των λέξεων, δεν είναι αυτά που φαίνονται ή αυτά που νομίζουμε. Ή δεν είναι τίποτα: τι είναι το «τες» στο «τάχα τες» (τάχατες) που διάβασα; Το «τε» τού τίποτε ή του κάποτε, που το πήρε και το τάχα, μαζί με το -ς άλλων επιρρημάτων, όπως μας λεν τα λεξικά.**

Πριν φτάσει το χέρι μας να γράψει και το τίποτε «τι ποτέ» και το κάποτε «κά’ ποτέ» (καν+ποτέ), ας τα ανοίγουμε τα νέα λεξικά (Μείζον Τεγόπουλου-Φυτράκη, Κριαρά, Μπαμπινιώτη και Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη), όπου θα δούμε πως όλα αυτά τα επιρρήματα πλέον ή σύνδεσμοι κτλ. γράφονται με μία λέξη –γιατί είναι μία λέξη. Και από άλλες κακοτοπιές θα φυλαγόμασταν, όπως απ’ το να γράφουμε ακόμα και αρχαίες λέξεις κατά τις «παλινορθωτικές» αυτές ορέξεις μας:

Στην προηγούμενη επιφυλλίδα έγραφα ότι, αρχαιότεροι των αρχαίων εμείς, γράφουμε με δύο λέξεις εκεί που μας παραδίδεται μία: είχα υπόψη μου το διό και το εξαπίνης. Επανέρχομαι σήμερα αναλυτικότερα: «διό κ. νεώτ. αντί δι’ ο» γράφει ο Δημητράκος, και παραπέμπει για το διό σε Ησύχιο, Πλάτωνα, Διόδωρο Σικελιώτη, και για το διόπερ στον Θουκυδίδη. Μάλιστα, στο Thesaurus Linguae Graecae, όπου αποδελτιώνονται όλα τα κείμενα των αρχαίων και των ελληνιστικών χρόνων, θα βρούμε 33.844 διό! Ενώ σε κείμενα του 20ού μας αιώνα: «δι’ ο»! Και καλά το «δι’ ο» μας, την «απίνη» πού τη βρήκαμε; Άγνωστη λέξη για τους αρχαίους, γνωστή τάχα για μας! 633 παραπομπές έχει το Thesaurus..., βεβαίως εξαπίνης. Εμάς η πείνα μας για αρχαιοπρέπεια εθαυματούργησε και γράφει «εξ απίνης».

Μα ούτε λεξικά ούτε τίποτα. Θα αρκούσε να μας οδηγεί η λογική. Και λέει, θα ’πρεπε να λέει, η λογική πως, ίσα ίσα, όσο πιο παλιοί και ακατάληπτοι, όσο πιο αδιαφανείς είναι οι τύποι που χρησιμοποιούμε, ένας λόγος παραπάνω να γράφουμε με μία λέξη: τι σημαίνει σήμερα «εξ ου» (Κριαράς και Τριανταφ.: εξού, Μπαμπιν.: εξού και εξ ου –το Μείζον δεν έχει λήμμα), αλλά και τι σημαίνει «φέρ’ ειπείν» (μόνο στον Τριανταφ. φερειπείν –το Μείζον δεν έχει λήμμα).*** Εννοώ ότι, ακόμα και με το μυαλό αυτών που αποκαθιστούν την «αρχική» γραφή κτλ., αν θέλουμε να δείξουμε τη συνέχεια της γλώσσας, τότε ακριβώς ενσωματώνουμε στοιχεία από παλαιότερες εποχές και δεν τα κρατούμε μουμιοποιημένα, ξένα σώματα. Αναφέρομαι σε αυτά που είναι απολύτως ενταγμένα στον λόγο μας και κοινόχρηστα, και πρώτα απ’ όλα τα εντούτοις, εντάξει, επιπλέον, ίδια όπως είναι τα ωστόσο, ενώ, αφού, άραγε και δηλαδή. Το εντάξει, αίφνης, πέρασε ακόμα και στην αργκό, και με τη μορφή ’ντάξει, κι εμείς θα το δηλώνουμε ακόμη απολίθωμα; Διαφορετικά είναι βεβαίως τα όντως απολιθώματα, όσα διατηρούνται σε στερεότυπες εκφράσεις (και παραμένουν έτσι κι αλλιώς προθετικές εκφράσεις και όχι επιρρήματα): εις τα εξ ων συνετέθη, εξ ιδίων τα αλλότρια...

Ψυχραιμία. Ο Αριστοτέλης, ο Θεόφραστος και σήμερα ο Ελύτης γράφουν οποσακισούν. Κι αν πάει κανείς στα λεξικά θα δει εκεί κοντά και οποσοσούν, οποσουτινοσούν, οποτεροσούν, οποτερωθενούν. Μη δώσει ο Θεός και πέσουν οι λέξεις αυτές στα χέρια των νέων ορθογράφων.

Τελειώνω με το πιπέρι, αυτό που όσοι το ’χουν μπόλικο το βάζουν και στα λάχανα, όπως υποσχέθηκε ο σημερινός τίτλος: παιδί της ίδιας παλινορθωτικής τάσης είναι, πιστεύω, και η «αποστροφομανία», που υποδεικνύει όντως ή δήθεν χαμένους φθόγγους. Έτσι διαβάζουμε: «καν’α» και «ξανά’δα»!**** «κινάν’ και πάν’», «μας βάλαν’» ή «πετάν’», ενώ οι γραμματικές δίνουν ίσα ίσα «κινάν(ε)» κ.ο.κ., και άλλα πολλά, όπως «έρ’μος», με κορόνα την «καταξίωση της ’κονόμας»: ναι, «’κονόμα», σε δύο διαφορετικές εφημερίδες, λες και μιλούσαν για κάποια «οικονόμα»!

Αυτό δεν είναι πιπέρι, αλλά σκέτο φαρμάκι. Οικονομία, αδελφοί!


* Νεότερη τάση, στη γραμμή τη γενικότερα καθαριστική, είναι να γράφονται και οι σύνθετες λέξεις με ενωτικό: όχι, δεν είδα ακόμα κανένα «σαββατο-κύριακο», αλλά είδα το «εβραιο-χριστιανικός», το «σοσιαλ-δημοκρατία» και το «αυτό-οργάνωση», και βέβαια όλα τα σύνθετα με το αντί: «αντι-τρομοκρατικός νόμος» κ.ά.

** Πλάι στο τάχατες, στο οποίο ομονοούν όλα τα λεξικά, θα ’πρεπε, πιστεύω, να μπει και το τάχαμου, που αυτό τώρα όλα τα λεξικά το δίνουν σαν δύο λέξεις: τάχα μου! Τι σημαίνουν όμως αυτές οι δύο λέξεις στη φράση: «μήπως τάχα μου συναποφασίζουμε με το ΝΑΤΟ»; Ή «τάχα μου παρίστανα τον αφελή»; (Κι αν ήταν λ.χ. «τάχα μου παρίστανε» κάποιος τρίτος, πώς θα διαβαζόταν άραγε; τάχαμου παρίστανε; ή τάχα μού παρίστανε;)

*** Ο Μπαμπινιώτης λημματογραφεί με δύο: φέρ’ ειπείν· ωστόσο, σε σχετικό άρθρο του στο Βήμα («Μία ή δύο λέξεις; Ιδού το δίλημμα», 11.4.99), με ενδιαφέρουσα και πειστική επιχειρηματολογία, το δίνει –με βάση ακριβώς τα κριτήρια που θέτει ο ίδιος– με μία λέξη: φερειπείν. Βλ. πάντως και τον αντίλογο του Εμμ. Κριαρά, «Περί μονολεκτικής γραφής», Τα Νέα 20.4.99.

**** Αλλά και αρκετά συχνά «κάν’τε» τον τύπο της προστακτικής, που όμως είναι: κάντε, αποκλειστικά και μόνο! Βλ. και παρακάτω, κεφ. 72.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: