2/8/07

47. Ό πότε δή ποτέ!

Τα Νέα, 16 Δεκεμβρίου 2000

Ο σημερινός τίτλος επιχειρεί να ανταποκριθεί στο πνεύμα της εποχής, την πορεία «όπισθεν ολοταχώς», που φαίνεται ότι δεν τη διακηρύσσει τυχαία ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Εδώ πρόκειται για την πορεία προς τα πίσω στην ορθογραφία: από το οποτεδήποτε όλων των λεξικών, παλιών και νέων, νεότερων και νεότατων (με όμικρον κι αυτά τα παραθετικά, όπως ομοφωνούν όλα τα νεότερα λεξικά), στο «όποτε δήποτε», με δύο λέξεις, πολλών σημερινών εφημερίδων. Προσφορά λοιπόν της σελίδας αυτής, ένα παράθυρο στο μέλλον, ο απόλυτος κατατεμαχισμός της λέξης στα εξ ων συνετέθη: «ό πότε δή ποτέ» –να αποτυπωθεί ολόκληρη η ανάστροφη πορεία της λέξης, σύμφωνα με τον κρυφό πόθο των έτσι «ορθογραφούντων»!

διαβάστε τη συνέχεια...

Βάζω τη λέξη «ορθογραφούντες» σε εισαγωγικά, γιατί πώς στο καλό ορθογραφεί κανείς ερήμην των λεξικών; Και το οποτεδήποτε, όπως έγραψα, από τον Σταματάκο και τον Δημητράκο ώς τα τέσσερα νεότερα, Μείζον (Τεγόπουλου-Φυτράκη), Κριαρά, Μπαμπινιώτη και Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, γράφεται με μία λέξη. Έτσι λοιπόν, ερήμην των λεξικών όλων των εποχών και όλων των «σχολών», η τάση την οποία θα παρακολουθήσουμε σήμερα ξεκινά από τη συστηματική ανατροπή της νεότερης (πάνω από μισό αιώνα πάντως!) ορθογραφίας, φτάνει στο «όποτε δήποτε», και προχωρεί ακόμα παραπίσω, σε τύπους αρχαίους που γράφονταν ανέκαθεν με μία λέξη, ενώ σήμερα εμείς, αρχαιότεροι των αρχαίων, τους γράφουμε με δύο.

Δεν ξέρω πώς να την ονομάσω αυτή την τάση: αναπαλαίωση; όχι· παλαίωση; ούτε. Είναι ένας άλλου τύπου καθαρισμός; Δεν ξέρω καν αν εκφράζει συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση, επί του γλωσσικού εννοείται, ή απλώς άγνοια και σύγχυση, ή όλα μαζί. Γεγονός είναι ότι η γνωστή νεογλωσσαμυντορική κίνηση, η κίνηση που εκδηλώθηκε σαν αντίδραση στη λαϊκιστική δημοτική των πρώτων πασοκικών χρόνων, εδραιώθηκε ευρύτερα, με μια καταρχήν δυσπιστία προς ό,τι ήταν –ή έμοιαζε έστω– νέος τύπος, νέα γραφή. Το έδαφος ήταν έτοιμο: ξέρουμε, το ’χουμε δει πολλές φορές, το ’χουμε πει άλλες τόσες, πως η μεγαλύτερη και πιο γενικευμένη αντίδραση εκδηλώνεται ανέκαθεν μπροστά σε οποιαδήποτε αλλαγή ή αλλοίωση της οπτικής εικόνας, της μόνης δηλαδή «απτής» εικόνας της γλώσσας, καθώς μάλιστα ταυτίζει γλώσσα και γραφή, δηλαδή ορθογραφία. Ήρθε λοιπόν η κίνηση αυτή να λυτρώσει, υποτίθεται, όσους βασανίζονται κι αναρωτιούνται κάθε φορά «πώς γράφεται πια, “κυττάζω” ή “κοιτάζω”», αυτούς που τα αντιμετωπίζουν όλα αδιακρίτως σαν απλουστευτική τακτική, η οποία ενοχλεί τα «καλώς κείμενα».

Με την έλευση του λεξικού Μπαμπινιώτη, όπως έχω ξαναπεί, και την «υπερετυμολόγηση» που το διακρίνει, δόθηκε, πιστεύω, η χαριστική βολή. Η γραμμή του λεξικού αυτού να αναχθεί, μέσα από αντιδάνεια κτλ., στην παλαιότερη δυνατή γραφή των λέξεων επέτεινε τη σύγχυση. Κανένας δεν επισήμανε την καθοριστική αντίφαση πως ένα σύγχρονο λεξικό που δέχεται ότι στη γλώσσα αλλάζει, κάποτε ριζικά, το μείζον, το ουσιώδες, η σημασία δηλαδή των λέξεων –και έτσι τις καταγράφει, με τη νεότερη σημασία τους–, από την άλλη μεριά αποκαθιστά το έλασσον, τη συμβατική μορφή, τη γραφή των λέξεων, και επαναφέρει παλαιότατες, ξεχασμένες, σχεδόν ανύπαρκτες γραφές.

Έτσι, άνθρωποι που πάντως δεν το άνοιξαν το λεξικό θεώρησαν πως σήμανε επισήμως η απαρχή της αποκατάστασης των «κεκτημένων» μας, πως μπορούμε επιτέλους να γράφουμε όπως «τον παλιό καλό καιρό», μ’ ό,τι θυμόμαστε για ορθογραφία από τα σχολικά μας χρόνια. Θεωρήθηκε πως είναι ένας και φαρδύς ο δρόμος τον οποίο υποδεικνύει η γραφή «στρυμώχνω», «ρωδάκινο», «τσηρώτο» και «κουλλούρι». Και αυτό το «κουλλούρι» λ.χ., πλάι στην αποκαταστημένη «μάννα», έδωσε το σύνθημα για την παλινόρθωση των διπλών συμφώνων, που τα φάγανε, τάχα, οι «δημοτικιστές»: ξανά λοιπόν «ψέμμα» και «καμμιά» και «φάκελλος», χωρίς, όπως είπα, να ανοίξουμε αυτό το ίδιο λεξικό, όπου θα βρούμε ίσα ίσα: ψέμα, καμιά και φάκελος (με σχετικό σχόλιο πολλές φορές).

Αυτή η γενική παλινορθωτική τάση είναι ιδιαίτερα έντονη στις παλιές προθετικές κ.ά. εκφράσεις που έχουν γίνει προ πολλού κανονικά επιρρήματα, και άρα γράφονται με μία λέξη: απευθείας, διαμιάς, εντάξει, εξαρχής κτλ. Παρατηρώ την επαναφορά της γραφής με δύο λέξεις, που γίνεται όλο και πιο επίμονη τα τελευταία χρόνια, για να μην πω τους τελευταίους μήνες, και αποδελτιώνω όλο και περισσότερους τέτοιους τύπους. Και έγραφα στις σημειώσεις μου, μήπως φτάσουμε ξανά στο «άλλως τε» και το «εν ω», ή μήπως δούμε και κανένα «με μιας», οπότε θα ψάχνουμε να βρούμε τι σόι γενική πτώση «μιας» είναι αυτή που συντάσσεται με την πρόθεση «με». Ώσπου το είδα και αυτό: «Η προβληματική της νουβέλας γίνεται με μιας πολύ πιο σύνθετη...»! Κι όμως, δεν υπήρξε ποτέ αυτή η κατασκευή: υπήρξε η μεσαιωνική φράση «με μια», που έγινε από τότε επίρρημα «μεμιά», κι αυτό πια το επίρρημα, η μία λέξη, πήρε αναλογικά το -ς τού διαμιάς και έγινε μεμιάς.

Από τις εφημερίδες Αυγή, Βήμα, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Νέα, αλλά και από άλλα έντυπα και από υπότιτλους στην τηλεόραση μεταφέρω εδώ τύπους που τους είδα γραμμένους με δύο λέξεις, από αυτούς που τα νεότερα λεξικά τούς γράφουν με μία λέξη (σε παρένθεση ορισμένοι που το λεξικό Μπαμπινιώτη τους λημματογραφεί με μία λέξη αλλά σημειώνει και τη γραφή με δύο):

αφενός, απευθείας, καθένας, καταπώς, εντάξει, εξαρχής, παρεκτός, παρότι (+παρ’ ότι), καθότι (+καθ’ ότι), εντούτοις, κατευθείαν (+κατ’ ευθείαν), διαμιάς κ.ά.

Ορισμένους τους έχουμε συνηθίσει με δύο λέξεις από παλιά, άλλους όχι. Ωστόσο (θα το δούμε «ως τόσο»;), από τη στιγμή που οι εκφράσεις αυτές έγιναν επιρρήματα και έχουν δηλαδή («δήλα δη»;), τις περισσότερες φορές, σημασία μόνο σαν μία λέξη, δεν έχει νόημα να γράφονται με δύο. Ακολουθείται κατά κάποιον τρόπο και εδώ η διαδικασία παραγωγής σύνθετων λέξεων: άλλο το Σάββατο, άλλο η Κυριακή, και άλλο το σαββατοκύριακο· άλλο το γκρίζο, άλλο το πράσινο, και άλλο το γκριζοπράσινο. Θα τα χωρίσουμε κι αυτά;

Κι όμως, συνέβη και αυτό. Χωρίστηκε επίθετο στα δυο: «κατ’ επείγουσα αγγειογραφία» διάβασα (εδώ πρέπει να δώσω παραπομπή, για να γίνω πιστευτός: Καθημερινή 26.11.2000, σ. 52), κι αμέσως μετά, μη νομιστεί έργο του δαίμονα τάχα του τυπογραφείου, «κατ’ επείγουσα θεραπεία».*

Θα συνεχίσω όμως στο επόμενο.


* Στο μεταξύ, κι όπως γίνονται όλα τ’ απίστευτα πιστευτά, η Καθημερινή ξαναχτύπησε: «κατ’ επειγόντως» (29.1.02), και ζήλεψαν και τα Νέα: «κατ’ επειγόντως» (26.7.02)… Κι επειδή η σχετική τάση, από τότε που έγραφα την επιφυλλίδα, προχωρεί ραγδαία, σημειώνω και τα ακόλουθα: «προς ώρας», «την παρ’ άλλη μέρα», και συχνότερα «παρ’ εκτός». Αλλά και το αχαρακτήριστο: «κατ’ όπως λεν» (=καταπώς λεν)!

buzz it!

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Καταθέτω κι ένα αληθινό μαργαριτάρι απ' την εφημερίδα της Κομοτηνής "Φωνή της Ροδόπης": στην ταυτότητά της σημειώνεται πως η καταχώριση διαφημίσεων στην εφημερίδα γίνεται "κατ' όπιν συνεννοήσεως" με τη διεύθυνση. "Κατ' όπιν"!