18/8/07

Εθνοσωτήρια ψεύδη

Τα Νέα, 2 Απριλίου 2005

«Πάντως η Εκκλησία διέσωσε την εθνική συνείδηση επί 400 χρόνια και ηγήθηκε στον αγώνα για την ανεξαρτησία» κτλ., κάπως έτσι τα είπε ο θεολόγος καθηγητής, και ο συνομιλητής του συμφώνησε, για να προχωρήσει όμως στην κριτική του απέναντι στα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Εκκλησία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ο θεολόγος καθηγητής ήταν ο Χρ. Γιανναράς, πολέμιος ωστόσο και αυτός του Χριστόδουλου, και ο συνομιλητής του, ο οποίος δέχτηκε την παρατήρηση, ήταν ο τέως πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος, από τους ελάχιστους πάντως πολιτικούς με ξεκάθαρη συνολικά στάση απέναντι στο εκκλησιαστικό. Από τη σκηνή αυτή, σε τηλεοπτική συζήτηση, έμεινα με την αίσθηση, ή με το φόβο, πως δεν ήταν απλώς «διπλωματική» η συγκατάνευση, έτσι όπως εκφράστηκε από τον τέως πρόεδρο του Συνασπισμού.

Σύμπτωση ευτυχής, τις ίδιες περίπου μέρες, και με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στην ίδια εδώ εφημερίδα υπήρξαν δύο εμπεριστατωμένα άρθρα: του καθηγητή Βασίλη Κρεμμυδά («Η Εκκλησία στο Εικοσιένα: Μύθοι και ιδεολογήματα», 22/3), και του εκπαιδευτικού Χρήστου Κάτσικα («Από το Κρυφό Σχολειό… στην Αγία Λαύρα: Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου», 24/3). Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και δύο σχετικά δικά μου, κατά την περσινή επέτειο («Εθνική παλιγγενεσία και εθνική μυθολογία», 20/3/2004· «Το Κρυφό Σχολειό και η κρυφή του αλήθεια», 3/4/2004), και ενώ ακόμα πιο παλιά είχα ασχοληθεί ειδικά με τη «σωτηρία της γλώσσας» από την Εκκλησία («Οι αναθυμιάσεις των ημερών και το οστεοφυλάκιο της γλώσσας», 1/7/2000).

Το άρθρο του κ. Κρεμμυδά αναφέρεται γενικά στον συμβιβαστικό ρόλο της Εκκλησίας στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, που φτάνει στον «αφορισμό» των Φιλικών και των αγωνιστών από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Επίσης εξετάζονται οι δύο βασικοί μύθοι με τους οποίους επιχειρεί η Εκκλησία να αναδειχτεί σωτήρας του έθνους: το λάβαρο που τάχα ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κηρύσσοντας την έναρξη του Αγώνα, κάτι που ούτε ο ίδιος δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του· και το περιβόητο Κρυφό Σχολειό, όπου μάθαιναν τάχα τα ελληνόπουλα γράμματα, την ίδια ώρα που σε πλείστες πόλεις ανθούσαν σχολειά και σχολές, και γενικά ελεύθερη και ανεμπόδιστη ήταν η όποια, στοιχειώδης και μη, εκπαίδευση. Στους ίδιους μύθους, της Λαύρας και του Κρυφού Σχολειού, αναφέρεται και το άρθρο του Χρ. Κάτσικα, με παραπομπές σε έλληνες και ξένους ιστοριογράφους.

Έτσι κι αλλιώς, ομόφωνη είναι η επίσημη Ιστορία και δύστροπες οι ημερομηνίες όσον αφορά το λάβαρο και τον Παλαιών Πατρών –που πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους ιερωμένους του ανώτερου κλήρου που βοήθησαν στον Αγώνα. Και επίσης ομόφωνη είναι ως προς το Κρυφό Σχολειό. Θα υπενθυμίσω την εκτενή μελέτη του Παναγιώτη Στάθη («Το κρυφό σχολειό: διαδρομές του μύθου, διαδρομές της ιστορίας»), ο οποίος μετράει και εξετάζει «κρυφά σχολειά»: 10 όλα κι όλα «μαρτυρούνταν» τη δεκαετία του ’60, πάνω από 100 πλέον αυτά που σκαρφίστηκε στο μεταξύ ο ζήλος των κατά τόπους συλλόγων και φορέων: κρυφά σχολειά σε πόλεις όπου λειτουργούσαν ελεύθερα ιερατικές ή ανώτερες σχολές, κρυφά σχολειά σε μέρη ακατοίκητα, κρυφά σχολειά ακόμα και μέσα σε οθωμανικά κάστρα!

Πάντα όμως η Ιστορία, γενικά η επιστήμη, δυσκολεύεται ή και αδυνατεί να αντιστρατευτεί τη μυθολογία, πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με εκκλησιαστικούς και εθνικούς μύθους, τους οποίους δηλαδή υποστηρίζει και επιβάλλει ένα ολόκληρο σύστημα με κάθε τρόπο, λογοκρισία, έμμεση έως και άμεση βία.

Πάνε κι έρχονται λοιπόν γενικά τέτοιοι μύθοι, πάνε κι έρχονται ειδικά αυτό το διάστημα οι συγκεκριμένοι μύθοι: η Εκκλησία-κιβωτός της εθνικής συνείδησης, αυτή ίσα ίσα που έκανε ό,τι μπορούσε για να μη διασαλευτεί η τάξη της οθωμανικής κατοχής και να μη χαθούν τα κεκτημένα της· η Εκκλησία-κιβωτός της γλώσσας, αυτή που δεν έκανε απολύτως τίποτα από τα όσα μυθολογούνται, με τα κρυφά σχολειά, ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθηλωθεί, μάλλον να ακυρωθεί η ζωντανή γλώσσα και να επιστρέψει στα κλέη του αττικισμού.

Γιατί πάντοτε η Εκκλησία πορεύτηκε ταυτισμένη με την εκάστοτε εξουσία, οθωμανική ή άλλη, «εθνική» πια, για να φτάσουμε στη νεότερη ιστορία, τη μεταξική δηλαδή περίοδο, και την αμέσως επόμενη, του εμφυλίου, ώς τη νεότατη, την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών. Και καθώς δεν επιδέχεται συγκάλυψη η στάση της Εκκλησίας σ’ αυτή την πιο σύγχρονη περίοδο, με τη δύναμη που της εξασφαλίζει ακριβώς η συμπόρευσή της με την εξουσία επιβάλλεται η μυθευτική εκδοχή της δράσης της κατά την παλαιότερη ιστορική περίοδο, του Αγώνα για την Ανεξαρτησία! Θαυμαστή, αλήθεια, διαλεκτική της Ιστορίας.

Αλλά, από τη δημιουργία της κιόλας, γράφει ο καθηγητής Ν. Ε. Καραπιδάκης («Εκκλησιαστικά σκάνδαλα ή κοινωνική υποκρισία;», Καθημερινή 27/2· ας διαβαστεί μαζί με ένα επόμενό του, «Ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας», 27/3), η Εκκλησία συμμάχησε «με την ισχυρότερη ιδεολογία της εποχής της, την αυτοκρατορία· δηλαδή την εξουσία. Μια συμμαχία που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ έκτοτε, ανεξαρτήτως των μορφών που θα ενδύεται η κοσμική εξουσία. Ξανάγραψε, στη συνέχεια, την αρχαία ιστορία· [...] μονοπώλησε, ή σχεδόν, τη θρησκευτικότητα των ανθρώπων· ερμήνευσε την αρχαία φιλοσοφία· προσδιόρισε τους οικονομικούς όρους· πρότεινε τους δικούς της όρους στην πολιτική κοινωνία. Έγινε η ίδια κοινωνία, καθορίζοντας τη ζωή των ανθρώπων από τη γέννησή τους ώς τον θάνατό τους, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τις φοβίες τους και ρυθμίζοντας τις ανισότητές τους. Οι στοχαστές της επικαιροποίησαν, για κάθε εποχή, τη διδασκαλία της, δανείζοντας το λεξιλόγιό τους για να μιληθούν τα κοινωνικά και τα πνευματικά προβλήματα».

Και παρακάτω: «Οι νεοτερικές κοινωνίες, γνωρίζοντας τη δύναμή της και εν πολλοίς επειδή τη χρειάζονταν, προσπάθησαν να οροθετήσουν τον ρόλο της, περιορίζοντάς την στην ιδιωτική σφαίρα. Η νέα ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ σαφής ως προς αυτό το σημείο· στάση που επέτρεψε στην Εκκλησία να διατηρήσει ευρύτατο χώρο παρέμβασης και διευρυμένη κοινωνική ηγεμονία».

Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν είναι «η αμφιλεγόμενη και επαμφοτερίζουσα στάση της κοινωνίας μας απέναντι στην Εκκλησία». Το πρόβλημα δηλαδή είναι όταν ο πρόεδρος σοσιαλιστικού κόμματος πάει και κοινωνάει σε λειτουργία στο ολυμπιακό χωριό, και την Κυριακή της Ορθοδοξίας απαγγέλλει το «Πιστεύω», χωρίς να του το επιβάλλει καμία παράδοση και κανένα τυπικό!

Θα ήταν επιπόλαιο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η θέση της Εκκλησίας στη σημερινή κοινωνία και στη συνείδηση των ανθρώπων μπορεί να κλονιστεί από την ανασκευή π.χ. των κάθε λογής μύθων της. Οφείλουμε παραταύτα να επιμείνουμε. Και πολύ περισσότερο οφείλουμε να επιμείνουμε σε κάτι που μοιάζει από ανέφικτο έως ανεδαφικό: στη διάκριση της Εκκλησίας από την ενδιάθετη ίσως θρησκευτικότητα που επενδύεται σ’ αυτήν, ή που βρίσκει την έκφρασή της μέσα από αυτήν. Και ως προς τούτο είναι απαραίτητη μια άλλη διάκριση: των προσώπων από την Εκκλησία σαν σώμα. Σε πρόσωπα, είτε λίγα, φωτεινές εξαιρέσεις, είτε πολύ περισσότερα, μπορεί να χρωστούμε πολλά· δεν ισχύει όμως το ίδιο με την Εκκλησία σαν σώμα. Γιατί, σαν σώμα, επιμένω, με την εκάστοτε εκπροσώπησή του, ακόμα κι αν αυτή δεν εκφράζει το σύνολο (όπως λ.χ. πολύ συχνά σε έναν διεθνή οργανισμό η εκπροσώπηση ενός δικτατορικού καθεστώτος δεν εκφράζει την πλειοψηφία του λαού της χώρας), σαν σώμα λοιπόν η Εκκλησία ελάχιστα βοήθησε τα πραγματικά συμφέροντα του έθνους.

Αν όμως επιτέλους όλα αυτά αφορούν το παρελθόν, δεν είναι ανακουφιστικότερα τα όσα γενικότερα ορίζουν το παρόν, ακόμα και αν φύγουμε από τα τάχα μεμονωμένα, όπως τα νυν σκάνδαλα και οι ραδιουργίες, και εστιάσουμε στη γενικότερη υπηρεσία στην κοινωνία και στο περιβάλλον, στα πιο απτά δηλαδή και καθημερινά: από το όργιο της ναοδομίας ανά την επικράτεια έως τα ποθούμενα, για την ώρα: νέο συνοδικό μέγαρο στον Καρέα, πολυτελές ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, νέα μητρόπολη. Τι μένει; Ίσως το φιλανθρωπικό της έργο; Επιδοτούμενο όμως κι αυτό, με 8,5 εκατομμύρια ευρώ από την Πολιτεία μέσα σε 3 μόλις χρόνια (2002-2004, μόνο για την οργάνωση «Αλληλεγγύη»). Δηλαδή από εμάς για μας. Άξιος ο μισθός μας; Για τον δικό τους, υπερμισθό βεβαίως, ούτε λόγος.

buzz it!

5 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Εμβριθές, εμπεριστατωμένο και εξαιρετικά πληροφοριακό άρθρο, το οποίο αποδεικνύει περίτρανα τον ερεβώδη και βορβορώδη ρόλο της εκκλησίας σε ζοφερές στιγμές της νεώτερης ελληνικής ιστορίας.
Η εκκλησία στην χώρα μας ακολουθεί διαχρονικά επιλήψιμες μεθόδους για την εξυπηρέτηση των στόχων της, μεταξύ των οποίων και η παρασκευή θελκτικών εθνικών μύθων.
Αυτό αποτελεί δυστυχώς μια πάγια πολιτική της, την οποία οφείλουμε ως έλλογοι και νοήμονες πολίτες αρχικά να την απορρίπτουμε και σε μετέπειτα στάδιο να πολεμάμε την διάδοση της, η οποία αναντίλεκτα ωθεί σε μία χαλκευμένη, ανυπόστατη και κατά το δοκούν κατακρεουργημένη ιστορική πραγματικότητα.
Θα σας πρότεινα να αναφερθείτε σε επόμενο άρθρο σας ή ανάρτηση σχολίου σας, στους αφορισμούς επιφανών και σπουδαίων ανθρώπων της λογοτεχνίας, ώστε να καταδείξετε μ' αυτόν τον τρόπο την ύπουλη και διαβρωτική -αφενός για την ελευθεροστομία και αφετέρου για την καλλιτεχνική δημιουργία- στάση της ελληνικής εκκλησίας.
Αξίζει να μνημονεύονται ο Α.Λασκαράτος, ο Ε.Ροΐδης και ο Ν.Καζαντζάκης, που βρέθηκαν στο ανηλεές στόχαστρο της φιλάλληλης και αλτρουιστικής εκκλησίας ημών. Οι δύο πρώτοι, λόγω της ανελέητα σαρκαστικής τους δύναμης και ο τελευταίος εξαιτίας της απαράμμιλης πνευματικής του οξυδέρκειας, σε συνάρτηση με τις μεταφυσικές του αγωνίες.
Ως υποσημείωση, οφείλω να αναφέρω πως εντέλει ο Ν.Καζαντζάκης δεν αφορίστηκε τυπικά από την ελληνική εκκλησία, λόγω της μη υπογραφής του συγκεκριμένου αφοριστικού εγγράφου από τον τότε Οικουμενικό Πατριάρχη, Αθηναγόρα. Ωστόσο και μόνο οι απειράριθμες εκδηλώσεις οργής και βδελλυγμίας απέναντι στο καζαντζακικό έργο αρκούν για να θεμελιώσουν το αξιόποινο της κοντόθωρης και στενόμυαλης ελληνικής εκκλησίας.

Γιάννης Χάρης είπε...

αγαπητέ Τυφωέα, τσιμπιέμαι να δω αν είμαι ξύπνιος ή κοιμάμαι...
καλά, ούτε που σου πέρασε απ' το νου το τι κατάρες και αφορισμούς έχεις να μαζέψεις, τι φρύδι σηκωμένο και οργή και άναρθρες κραυγές, σε τι βασανιστήρια έχεις να υποβληθείς, με σβήσιμο χιλιάδων τσιγάρων στο κορμί σου, με φάλαγγα κι εντέλει ανασκολοπισμό, έτσι και διαβάσει η Λ.Κ. το σχόλιό σου αυτό :-)

Ανώνυμος είπε...

Ο άνθρωπος και περισσότερο ο -έστω και στοιχειωδώς- νοήμων άνθρωπος, αποτελεί ένα σύνθετο όλον!
Διαθέτει -έστω και περιορισμένα- κριτική ικανότητα, χάριν στην οποία μπορεί να επικροτεί ή στον αντίποδα να κατακρίνει τις διάφορες απόψεις ατόμων. Παρά τον θαυμασμό μου δηλαδή για τον χειμαρρώδη και εύστοχο εν πολλοίς λόγο της Λ.Κ. δεν εσωτερικεύω ως θέσφατα τα λόγια της.
Ελπίζω να μην νιώσετε και πάλι ότι βρίσκεστε στη δίνη του ονείρου όταν σας ανακοινώσω πως δεν έχω παρεισφρήσει ιδεολογικά -και ούτε προτίθεμαι να το κάνω- στους κόλπους του ΚΚΕ.
Άλλωστε μήπως και σεις συμφωνείτε (ενώ όπως και εγώ θαυμάζετε τον Ελύτη) με τις γλωσσολογικές του απόψεις περί μονοτονικού ή πολυτονικού;
Και μια τελευταία ερώτηση: ποια λογοτεχνικά-πολιτιστικά περιοδικά και έντυπα θεωρείτε τα καλύτερα στον ελληνικό έντυπο κόσμο;

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητέ κ. Χάρη,

Ακαταμάχητη και εμπεριστατωμένη, όπως πάντα η επιχειρηματολογία σας. Ας προχωρήσουμε όμως ένα βήμα παραπέρα. Η πολεμική κατά της Εκκλησίας ως οργανισμού αφήνει, ενδεχομένως, στο απυρόβλητο την ίδια τη θρησκεία ως οργανωμένη, διαμεσολαβούμενη εμπειρία. Με άλλα λόγια, καταδικάζοντας τον διαμεσολαβητή (το ιερατείο, στην περίπτωσή μας) επιτρέπουμε να μείνει αλώβητο το διαμεσολαβούμενο, η θρησκεία. Είναι δηλαδή το ιερατείο οι πεπτωκότες εκπρόσωποι μιας κατά τα άλλα έξοχης θρησκείας; Νομίζω πως όχι. Νομίζω επίσης πως αρκετοί αναγνώστες του blog (ίσως μάλιστα και ο ίδιος ο συγγραφέας του) θα συμφωνήσουν μαζί μου.

Είναι καιρός να στρέψουμε τα βέλη μας στον πραγματικό ένοχο, αυτόν που δίνει υπόσταση και λόγο υπάρξεως στο εκκλησιαστικό εξάμβλωμα: εννοώ φυσικά τον Χριστιανισμό. Είναι καιρός να ξεσκεπάσουμε τη συνθλιπτική πνευματική πενία αυτής της πάλαι ποτέ ιουδαϊκής σέκτας, που εξελίχτηκε σε παγκόσμιας εμβέλειας διαχειριστή του μεταφυσικού. Να πούμε το αυτονόητο, ότι δηλαδή στα πρώτα του βήματα ο Χριστιανισμός δεν ήταν παρά συνονθύλευμα μεσανατολικών δοξασιών δίχως τίποτε το καινοφανές ή το ξεχωριστό, αλλοπρόσαλλο δόγμα που συναιρούσε στους κόλπους του αναμνήσεις από τις μυστηριακές λατρείες της Εγγύς Ανατολής και ψήγματα κακοχωνεμένου νεοπλατωνισμού, μεταξύ πολλών άλλων. Να δείξουμε επιτέλους πόσο ολέθρια στάθηκαν για το ανθρώπινο γένος τρία από τα βασικότερα ιδεολογήματα του Χριστιανισμού: η ενοχοποίηση της ηδονής (έτσι ώστε να είναι δυνατή η παρέμβαση της εκκλησίας ακόμη και στις πιο προσωπικές στιγμές του ποιμνίου της) και η εξιδανίκευση του θανάτου (έτσι ώστε να μην υπάρξει ποτέ ένδεια υποψήφιων μαρτύρων). Όσο για τον τρίτο στυλοβάτη του χριστιανικού φληναφήματος, τη μετάνοια και τη συγγνώμη, δεν χρειάζονται πολλά λόγια: έχει δείξει μια χαρά ο Σαρτρ, στις «Μύγες» και αλλού, πόσο θλιβερά παιδαριώδης είναι τούτη η κωμωδία της αποποίησης ευθυνών.

Ταύτα και μένω.
Τιπούκειτος

Γιάννης Χάρης είπε...

τυφωέα, να σε προφυλάξω ήθελα απλώς :-) πάντως,
εντάξει, συνεννοηθήκαμε
-για περιοδικά όμως δεν είμαι κατάλληλος να σου απαντήσω, ελάχιστα παρακολουθώ, κι αυτά καθόλου συστηματικά

αγαπητέ Τιπούκειτε, μεγάλες φωτιές ανάβεις :-)
κι αυτά δε γίνεται να θιγούν από εφημερίδα (νύξεις πάντως έχω κάνει, ώστε να είναι σαφής, πιστεύω, η θέση μου) ούτε από χίλια μπλογκ μαζί
όχι για λόγους πρακτικούς απλώς ή (μικρο)πολιτικής, αλλά επειδή το θέμα τότε είναι γενικότερα η θρησκεία, κάθε θρησκεία, οι θρησκείες δηλαδή