9/6/07

60. Η κατωτατοποίηση της ποίησης [α΄]

Τα Νέα, 23 Ιουνίου 2001


Η «λατινοποίηση» είναι βεβαίως ο εκλατινισμός, που ξέφυγε ακόμη και από τη συντηρητικότατη χείρα του κ. Σαρτζετάκη



Πολύς λόγος έγινε τελευταία για την «ανωτατοποίηση» των ΤΕΙ και την «κατωτατοποίηση» των ΑΕΙ και ακούστηκαν και πάλι καυστικά σχόλια για την καταχρηστική δημιουργία συνθέτων με το -ποίηση. Μ’ ένα μάλλον εύκολο λογοπαίγνιο κι εγώ για τίτλο θα σταθώ σ’ αυτό το φαινόμενο· και πρώτα θα επιχειρήσω να το περιγράψω μέσα από τις διάφορες όψεις του –που οπωσδήποτε δεν είναι τόσο διακριτές όσο προσπαθώ να τις εμφανίσω, για μεγαλύτερη ευκολία. Έχουμε λοιπόν:

διαβάστε τη συνέχεια...

(α) μια απολύτως νόμιμη σύνθεση που ακολουθεί πρότυπα παλαιά, καθιερωμένα, δόκιμα: όταν καλώς στρέφουμε τα πυρά μας εναντίον της «ανωτατοποίησης» και της «κατωτατοποίησης», ούτε καν συνδέουμε τους νεολογισμούς αυτούς με τα αυτονόητα πλέον: κακοποίηση, κινητοποίηση, πολιτικοποίηση, χρησιμοποίηση, γελοιοποίηση, μυθοποίηση, υλοποίηση ή πραγματοποίηση, που αποτελούν όμως εξωτερικά έστω πρότυπα για τη νέα σύνθεση·

(β) μια σύνθεση που υπακούει σε επίσης παλαιές, μόνιμες ανάγκες, για βραχυλογία, για περισσότερο σύνθετη σύνταξη: λόγου χάρη η περίφημη «τιμαριθμοποίηση των μισθών», εκεί γύρω στο 1980, μολονότι εξωτερικά δήλωνε ότι «ποιεί τους μισθούς τιμάριθμο» (!), συμπύκνωνε εντέλει το αίτημα «να διαμορφώνεται το επίπεδο των μισθών ανάλογα με την άνοδο του τιμαρίθμου»· βεβαίως, η άλλη όψη του νομίσματος αυτού μπορεί να χαρακτηριστεί

(γ) «ανωτατοποίηση» της νωθρότητας, προχειρότητα και ευκολία, παραίτηση από οποιαδήποτε προσπάθεια να εκτεθεί ένας σύνθετος συλλογισμός, ακόμα και όταν αποτελεί πρωτότυπη, προσωπική ιδέα του συντάκτη: η διαπίστωση λ.χ. ότι «δεν είναι εύκολο να αποοιδιποδοποιήσουμε τη φύση» συμπυκνώνει σχεδόν ολόκληρη παράγραφο θεωρητικού λόγου, που όμως μοιάζει αμφίβολο αν μπορεί εύκολα να τη διατυπώσει ο αυτουργός της «αποοιδιποδοποίησης»· αναλόγως, απολύτως αδιαφανής είναι σήμερα, χωρίς τα συμφραζόμενα και το ιστορικό πλαίσιο των αρχών της δεκαετίας του ’80, η «απονομιμοποίηση» της πολωνικής Αλληλεγγύης.

Στην πραγματικότητα, έχουμε μια ανεξέλεγκτη πλέον τάση, στα όρια κάποτε της μονομανίας: αποαγγλοποίηση, αποαποικιοποίηση, πανηγυροποίηση, συνυπευθυνοποίηση, φαιδροποίηση, η οποία ακολουθεί, όπως είπα, παλαιό τρόπο σύνθεσης, αλλά στην ουσία μεταφέρει την αγγλική και τη γαλλική -ation: μόνο που εδώ, στα ελληνικά, το ρόλο μιας απλής κατάληξης τον ανέλαβε κανονική λέξη, κοτζάμ «ποίηση».*

Η σύνθεση αυτή, παρ’ όλες τις αρνητικές και ειρωνικές κρίσεις, ευδοκιμεί, επειδή εντέλει ανταποκρίνεται σε ουσιαστικές ανάγκες της γλώσσας, ανθεί μάλιστα και στον λόγο δόκιμων συγγραφέων, επιστημόνων, διανοουμένων, συχνά μάλιστα επικριτών αυτού ακριβώς του φαινομένου! «Η γλώσσα παγιοποιείται [=παγιώνεται!] σε μια θλιβερή νεοδημοτική» γράφει ο Η. Χ. Παπαδημητρακόπουλος, λίγες αράδες προτού στιγματίσει ακριβώς τους «νεολογισμούς σε -ποίηση» (Χάρτης 3, 1982, σ. 276) και ενώ είχε ήδη δώσει καίριες παρατηρήσεις για τα σύνθετα αυτά.** Για τη «γηπεδοποίηση της Ακαδημίας του Πλάτωνος» και την «πρασινοποίηση του κτιρίου του Πασά» έγραφε ο Αθ. Κανελλόπουλος ενώ ο ίδιος χλεύαζε την «εκδημοκρατικοποίηση» και την «εκβιομηχανοποίηση». «Κάνω οραματοποίηση των ιδεών» είχε πει σε συνέντευξή του ο Στρατής Τσίρκας, «αφηρημενοποιεί τα προβλήματα» έχει γράψει η Μάρω Δούκα, «εκλαϊκοποιημένη δημοτική λαλιά» ο Γ. Μπαμπινιώτης, ενώ ο διακεκριμένος θεατρικός κριτικός και κλασικός φιλόλογος Τάσος Λιγνάδης έχει εντυπωσιακά μεγάλο μερίδιο στην προσωπική συλλογή μου: «αποσπουδαιοποίηση του τραγικού λόγου», «κορυφαιοποίηση της Τροφού», «καθημερινοποίηση της ηρωίδας» και πολλά άλλα.***

Ωστόσο, μαζί με πλήθος τερατώδεις κατασκευές, η παραγωγική -ποίηση μας έχει εφοδιάσει και με λέξεις που αποτελούν πια βασικό εννοιολογικό εργαλείο: αδύνατον να απορρίψει κανείς λέξεις όπως η θεωρητικοποίηση, ή η ποινικοποίηση, λ.χ. της πολιτικής δράσης, άσε την παγκοσμιοποίηση, που σε ελάχιστα χρόνια μέσα απέκτησε περγαμηνές και τίτλους νομιμότητας όσο καμία άλλη ποίηση ώς τώρα.

Από τη μεταπολίτευση και έπειτα, οπότε άρχισε να καλλιεργείται ευρύτερα η -ποίηση, με αποκορύφωμα τα χρόνια γύρω στο 1980, αποδελτίωνα όσο πιο συστηματικά μπορούσα αυτές τις «νεοπλασίες»· κάποτε βαρέθηκα, σταμάτησα. Τώρα παρατηρώ συγκεντρωμένες τις εγγραφές μου, δεν θέλω καν να τις μετρήσω, με πολλές διασκεδάζω ακόμα: δόξα τω Θεώ, λέω, δεν επέζησε η «καλενδοποίηση» του κομματικού συνεδρίου, ούτε η «παιχνιδοποίηση» του σκυλιού, ούτε η «απουσιοποίηση» του χορού σε μια παράσταση αρχαίας τραγωδίας ή η «Παναγιοποίηση» της μάνας· με αρκετές έχω πια εξοικειωθεί, βλέπω ακριβώς πόσο γρήγορα η γκετοποίηση και η γραφειοκρατικοποίηση έγιναν ουσιώδες μέρος του λεξιλογίου μας. Από τις πρώτες μου εγγραφές, για να τελειώνω με τον προσωπικό τόνο, μεταφέρω εδώ έναν τίτλο άρθρου στο Βήμα της 28.3.1974: «Απονασεροποιείται άνωθεν η Αίγυπτος», και τον τίτλο συνέντευξης του Ν. Πουλαντζά στον Γ. Πηλιχό, στα Νέα της 6.9.1975: «Η γεφυροποίηση της Δεξιάς με τους χουντικούς». Ενώ τελευταία σημείωσα, με ελαφρά χαιρεκακία, εξομολογούμαι την αμαρτία μου, τη φράση: «η λατινοποίησις της γλώσσης μας» σε επιστολή του Χρ. Σαρτζετάκη, που ως γνωστόν επαίρεται για τα ελληνικά του (Καθημερινή 8.5.2001).****

Γιατί τη σημείωσα; Είναι τάχα τόσο φοβερή η «λατινοποίηση», φοβερότερη από τόσα και τόσα που μετέφερα εδώ; Κάθε άλλο. Αλλά η «λατινοποίηση», αναβαπτισμένη μάλιστα στα νάματα της τρισχιλιετούς με την κατάληξη -ις, δείχνει προς μια κατεύθυνση που θέλω να μας απασχολήσει τώρα: τη σταδιακή εκδίωξη των παλαιών συνθέτων με την πρόθεση εκ και την κατάληξη -ισμός: διότι η «λατινοποίηση» είναι βεβαίως ο εκλατινισμός, που ξέφυγε ακόμη και από τη συντηρητικότατη χείρα του κ. Σαρτζετάκη.

Εξάντλησα όμως το χώρο μου: περισσότερη ποίηση στο επόμενο.


* Βλ. και την προδρομική επιφυλλίδα του Φάνη Ι. Κακριδή «Λεξιλογικό: Η… ποίηση στη ζωή μας», Το Βήμα 14.10.1976.

** Η Καθημερινή 1.1.1981, τώρα στο βιβλίο του Παρα-κείμενα, Αθήνα 1983, σ. 201-207.

*** Βλ. και παλαιότερο άρθρο μου, «Επί της διαδικασίας: Γύρω από το ήθος της εκστρατείας για τη “διάσωση” της γλώσσας», στο περ. Αντί Β΄ 273, 1984, 40-41.

**** Μία μόνο πρόταση, και πάλι από επιστολή του στην Καθημερινή, τότε που τσακωνόταν με τον καθηγητή Α. Λοβέρδο, αν ζήτησε ή δεν ζήτησε τρίτη λιμουζίνα: «Απλώς, χάριν της αληθείας και προς αποφυγήν σκοπουμένων ψευδών εις τους αναγνώστας της εφημερίδος περί του προσώπου μου εντυπώσεων, διέψευδα...» Η αυτοκτονία του υπερβατού σχήματος!

Με την ευκαιρία, γράφοντας για τον Χρ. Σαρτζετάκη ή τον κ. Σαρτζετάκη, ή τον Κύριο Σαρτζετάκη, όπως θα ήθελε ο ίδιος: οι «επώνυμοι» (και τον βρίσκω μια χαρά, με το συμπάθιο, τον όρο αυτό, που πάνε τώρα να τον «διορθώσουν» με το «αναγνωρίσιμοι»!), οι «επώνυμοι» λοιπόν –μικροί ή μεγάλοι, φύσει ή θέσει, αδιάφορο– δεν εισάγονται με την προσφώνηση «κύριος», και μάλιστα με κεφαλαίο Κ, όπως το απαιτούσε ο Εν λόγω. Αλίμονο, ο Μίκης Θεοδωράκης είναι ο Μίκης Θεοδωράκης, και μόνο σε επανάληψη μέσα σ’ ένα κείμενο, όταν παραλείπεται το βαφτιστικό όνομα, προτάσσεται το «κύριος»: «ο κ. Θεοδωράκης». Πολύ περισσότερο δεν χρειάζεται το «κύριος» όταν προηγείται ο τίτλος κάποιου: «ο υπουργός Παιδείας Πέτρος Ευθυμίου», αφού ο τίτλος λέει πολύ ουσιαστικότερα από το συμβατικό «κύριος»· καταχρηστικά έστω: «ο κ. Πέτρος Ευθυμίου, υπουργός Παιδείας», όταν προτάσσεται το όνομα και ακολουθεί ο τίτλος· και οπωσδήποτε, βεβαίως: «ο κ. Ευθυμίου, υπουργός Παιδείας». Τα υπόλοιπα είναι του γλειψίματος, απλώς, με αποκορύφωμα τα ανελλήνιστα παπαδίστικα «κύριος κύριος Χριστόδουλος», ή της μωροφιλοδοξίας, απλούστερα, τύπου «Κύριος» με κεφαλαίο κάπα.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: