Ο τρόμος της αναπηρίας
Τα Νέα, 16 Οκτωβρίου 2004
Ο ακοντιστής Μάκης Βρυώνης στους Παραολυμπιακούς της Αθήνας 2004
«Ζούμε σε μια κοινωνία που θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να βελτιώσει την προσβασιμότητα, να εξαλείψει το ρατσισμό και να βγάλει τους αναπήρους έξω. Αυτό όμως που δεν έχετε καταλάβει είναι το τι σημαίνει το αγωνίζεσθαι και το συναγωνίζεσθαι για τον μη αρτιμελή. Πόσο καταλύτης είναι για την καλύτερη ζωή του» (Γιάννης Τσεκλένης, «Να κάνεις περισσότερα: αυτός είναι ο τσαμπουκάς του ανάπηρου ανθρώπου», "Κ" της Καθημερινής, 3.10.2004)
Τον Θάνο τον ξέρω περίπου τέσσερα χρόνια. Τύπος μοναχικός, όμως λαλίστατος, είτε πρόκειται για την αγαπημένη του γερμανική γλώσσα λόγου χάρη είτε για πιο προσωπικές ιστορίες, όπως η σχέση του με τους χαμένους πια γονείς του. Ποτέ όμως δεν μίλησε για το χαμένο του χέρι, που άλλωστε το κρύβει όσο μπορεί. Γι' αυτό ούτε κι εγώ τον ρώτησα ποτέ, κι ας ένιωθα έτσι πάντοτε λειψή την κουβέντα μας και τη σχέση μας.
διαβάστε τη συνέχεια...
Μόνο τώρα με τους Παραολυμπιακούς βρέθηκα, έπειτα από πολύ δισταγμό, να «πλαγιοκοπώ» το πρόβλημά του, όταν του τηλεφώνησα να πάμε ένα βράδυ στους αγώνες, και αφού θεώρησα πως θα ’πρεπε πρώτα να τον ρωτήσω αν συμφωνεί ή όχι με μια τέτοια διοργάνωση. Πώς είναι δυνατόν να μη συμφωνεί, απόρησε, καθώς δεν πολυπαρακολουθεί εφημερίδες και δεν είχε δει σχετικά άρθρα και σχόλια.
Όταν πια τέλειωσαν οι Παραολυμπιακοί, του έδωσα να διαβάσει δύο από αυτά τα άρθρα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα κατά τα άλλα, και τα δύο από την Καθημερινή, ένα του Αντώνη Καρκαγιάννη (18.9) και ένα του Θ. Οικονομόπουλου (26.9), και του ζήτησα να μου γράψει ένα μικρό σχόλιο ή απάντηση στα λεγόμενα μιας ανάπηρης γυναίκας, από το άρθρο του Θ. Οικονομόπουλου.
Ο Θάνος απάντησε, καθόλου περίεργο, σε ουδέτερο τόνο και σε τρίτο πρόσωπο:
«Με αφορμή την Παραολυμπιάδα η ανθρώπινη αναπηρία, κατά τη γνώμη μου, δεν γίνεται ως θέαμα ικανοτήτων μεταξύ αναπήρων για να εκφράσουμε το θαυμασμό μας, αντιθέτως είναι δικαίωμα ύπαρξης που έχουν οι ανάπηροι ως ισότιμα μέλη μιας κοινωνίας.
»Ο ανάπηρος ο οποίος μετέχει στα αγωνίσματα της Παραολυμπιάδας δεν προβάλλει την αναπηρία του για να τον λυπηθούμε, αλλά τη δύναμη της ψυχής του, για να εκφράσει, έστω και έτσι, ένα μεγάλο ΜΠΟΡΩ. Μετά το σκληρό χτύπημα της ζωής του, η Παραολυμπιάδα τού δίνει τη δυνατότητα να ανταγωνίζεται τον ίδιο του τον εαυτό και μόνο τον εαυτό του. Ο ανάπηρος έχει σκοπό όχι μόνο την επιβράβευση ως ισότιμο μέλος, αλλά και την προβολή κάποιων αξιών, καθώς αποκτά εσωτερική δύναμη, σωματική ικανότητα, αυτοπεποίθηση, για να αντιμετωπίσει το καθετί για πολλούς ακατόρθωτο με ευκολία, και παράλληλα μπορεί να επιβιώσει καλύτερα με την αναπηρία του.
»Για μένα η Παραολυμπιάδα είναι ένα θετικό καταρχήν βήμα, καθώς ο ανάπηρος νικητής ή νικημένος επιβεβαιώνει την ύπαρξή του και εξασφαλίζει την ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να μη θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο».
Τι έλεγε όμως η ανάπηρη γυναίκα στο άρθρο του Θ. Οικονομόπουλου; Αντιγράφω:
«Εμένα που ΕΙΜΑΙ ανάπηρη, αυτό το θέαμα δεν μ’ αρέσει καθόλου! [...] Όλοι όσοι θαυμάζουν το κουράγιο και το θάρρος των αναπήρων που παίρνουν μέρος σε αγωνίσματα που είναι επίπονα και απαιτούν ξεπέρασμα των φυσιολογικών ανθρώπινων αντοχών, ακόμη και για απολύτως υγιή άτομα, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει να είσαι ανάπηρος και να ταλαιπωρείς ακόμη περισσότερο το ήδη ταλαιπωρημένο και σακάτικο κορμί σου!
»Μιλάτε [...] για το “δικαίωμα” των αναπήρων στην κατά το δυνατόν φυσιολογική ζωή (αν και δεν ξέρω πόσο “φυσιολογικό” είναι να τρέχει ένας άνθρωπος χωρίς πόδι, ή να κυνηγάει μια μπάλα με… κουδούνια ένας τυφλός!), και κάνετε σαν να μην ξέρετε ποια είναι η καθημερινή πραγματικότητα για όλους εμάς τους ανάπηρους, ιδίως εδώ στην Ελλάδα…»
Είχα εκπλαγεί όταν διάβασα από ανάπηρο άτομο τα λόγια που κατά κανόνα ακούγονταν όλο αυτό το διάστημα από αρτιμελείς, από ανθρώπους που σκύβουν με άπειρη συμπάθεια στο πρόβλημα των αναπήρων, αρνούνται όμως το θέαμα, όπως το χαρακτήριζαν, ή και την επίδειξη. «Η πλήρης αναγνώριση των δικαιωμάτων [των αναπήρων] στη ζωή» γράφει ο από αμνημονεύτων φίλος Α. Καρκαγιάννης «και η εξίσωσή τους με τους υγιείς είναι να περνούν απαρατήρητοι, ενσωματωμένοι στην κοινωνία χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Στους Παραολυμπιακούς, αντιθέτως, προσφέρουμε ως θέαμα την ιδιαιτερότητα, το αξιοπερίεργο ή το αξιοθαύμαστο…» Και παρακάτω: «Αναγνώριση και σεβασμός αυτών των δικαιωμάτων δεν είναι να απαιτούμε από τους ανθρώπους αυτούς να κάνουν τα ίδια με την πλειοψηφία των υγιών και αρτιμελών. Αυτό είναι αδύνατο, και όταν το επιχειρούν… προσφέρουν το ιδιαίτερο, το αξιοπερίεργο και αξιοθαύμαστο θέαμα, π.χ. να παίζουν… ποδόσφαιρο οι τυφλοί!»
Μα δεν απαιτούμε εμείς· εκείνοι απαιτούν, προσδοκούν, αγωνίζονται να κάνουν τα ίδια με την πλειοψηφία. Κι όπου δεν το μπορούν, εκ των πραγμάτων, όπως με το ποδόσφαιρο οι τυφλοί, απλούστατα τροποποιούν και προσαρμόζουν. Γιατί όχι μπάλα με κουδούνια, που ενόχλησε και την ανάπηρη του άρθρου, ώστε με την ακοή να κερδίσουν το δικό τους ποδόσφαιρο, όπως στο κάτω κάτω με την αφή κερδίζουν την ανάγνωση, και τώρα και τη γνωριμία με έργα γλυπτικής σε ειδικά μουσεία; Και γιατί τάχα δεν τρέχει κανείς με ένα πόδι; Για αγωνίσματα που «απαιτούν ξεπέρασμα των φυσιολογικών ανθρώπινων αντοχών, ακόμη και για απολύτως υγιή άτομα» μιλά πάντως η ίδια γυναίκα, δίνοντας όμως έτσι και την απάντηση. Πόσο πιο «φυσιολογική» είναι δηλαδή η εικόνα του αρτιμελούς σφυροβόλου, λόγου χάρη –για να μην πω της γυναίκας σφυροβόλου ή της αρσιβαρίστριας; Η αλήθεια είναι πως η ανάπηρη γυναίκα αναφέρεται στην επιβάρυνση ενός ήδη επιβαρημένου κορμιού. Σωστό, οπωσδήποτε· όμως, και μια και μιλάμε για τους Παραολυμπιακούς, ας διαλέξει μόνος του ο μη αρτιμελής ανάμεσα στην κατάθλιψη και την καταπόνηση –ακόμα ακόμα, θα έφτανα να πω, ανάμεσα στα αντικαταθλιπτικά και τα αναβολικά.
Έξω από τα στερεότυπα
Δεν τον έχουμε συνηθίσει τον ανάπηρο μαζί μας, πλάι μας. Μόνο φυλακισμένο στο σπίτι τον ξέρουμε. Τη βασανιστική πλευρά του ανήμπορου ή κατάκοιτου ξέρουμε και δυσφορούμε («Οι γέροι και οι ανάπηροι καταδυναστεύουν τον κόσμο» γράφει σ’ ένα θεατρικό του ο Τόμας Μπέρνχαρντ), ή την προβοκατόρικη εικόνα του επαίτη που μας ενοχοποιεί προβάλλοντας το σακατεμένο μέλος του. Ό,τι άλλο ξεφεύγει από τα στερεότυπα αυτά της δυστυχίας, μας αιφνιδιάζει. Σκεφτόμουν και σκέφτομαι ότι, με όλη την καλή διάθεση του κόσμου, με όλη την κατανόηση, τη συμπαράσταση και την αγάπη προς τους ανάπηρους συνανθρώπους μας, η άρνηση π.χ. των Παραολυμπιακών κρύβει εντέλει τον –τόσο εύλογο, αλίμονο!– τρόμο μας απέναντι στο «μακριά από μας» πρόβλημα. Φοβάμαι δηλαδή πως και η πολλή –και ειλικρινής!– στοργή μας και η υπερπροστασία, πάλι τον τρόμο μας ξορκίζουν. Και με την επίκληση της ανύπαρκτης ή ελλιπέστατης προσβασιμότητας κτλ., αυτού του ουσιωδέστατου πλην διαδικαστικού για το όλο πρόβλημα θέματος, αναβάλλουμε απλώς την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Αν γίνει δηλαδή προσβάσιμη η πόλη, θα πάψουν να είναι τάχα θέαμα οι ανάπηροι, όσο επιμένουν να αθλούνται και αυτοί, και να κάνουν ακόμα και πρωταθλητισμό; Να φτάσουμε, λέμε, να μπορούν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας απαρατήρητοι. Άρα στο καροτσάκι τους, για να πηγαίνουν όπου θέλουν με αυτό, στο μουσείο, στο Μέγαρο ή στο γήπεδο –μα για να βλέπουν εμάς να παίζουμε, και όχι για να παίζουν αυτοί, και ιδίως οι τυφλοί!
Έχει βεβαίως και η Παραολυμπιάδα την εμπορευματοποίησή της, το ντοπάρισμα και όλα τα συναφή, όλα όσα και η «κανονική» δική μας. Έχει όμως και μια χαρά, μια ευτυχία στα πρόσωπα των αθλητών της, που αλλού δεν την είδα. Και κυρίως, μαζί με την ανταγωνιστικότητα και την αντιπαλότητα, έχει και μια αθλητική αλληλεγγύη, που επίσης δεν την ξαναείδα. Την εικόνα του δρομέα που άπλωσε δυο φορές το χέρι σ’ ένα χάδι στο κεφάλι του συναθλητή του, έτσι όπως έτρεχαν πλάι πλάι, μακριά πολύ από τους διεκδικητές των τριών πρώτων θέσεων, εγώ δεν θα την ξεχάσω.
Ο ακοντιστής Μάκης Βρυώνης στους Παραολυμπιακούς της Αθήνας 2004
«Ζούμε σε μια κοινωνία που θα έπρεπε πρώτα απ’ όλα να βελτιώσει την προσβασιμότητα, να εξαλείψει το ρατσισμό και να βγάλει τους αναπήρους έξω. Αυτό όμως που δεν έχετε καταλάβει είναι το τι σημαίνει το αγωνίζεσθαι και το συναγωνίζεσθαι για τον μη αρτιμελή. Πόσο καταλύτης είναι για την καλύτερη ζωή του» (Γιάννης Τσεκλένης, «Να κάνεις περισσότερα: αυτός είναι ο τσαμπουκάς του ανάπηρου ανθρώπου», "Κ" της Καθημερινής, 3.10.2004)
Τον Θάνο τον ξέρω περίπου τέσσερα χρόνια. Τύπος μοναχικός, όμως λαλίστατος, είτε πρόκειται για την αγαπημένη του γερμανική γλώσσα λόγου χάρη είτε για πιο προσωπικές ιστορίες, όπως η σχέση του με τους χαμένους πια γονείς του. Ποτέ όμως δεν μίλησε για το χαμένο του χέρι, που άλλωστε το κρύβει όσο μπορεί. Γι' αυτό ούτε κι εγώ τον ρώτησα ποτέ, κι ας ένιωθα έτσι πάντοτε λειψή την κουβέντα μας και τη σχέση μας.
διαβάστε τη συνέχεια...
Μόνο τώρα με τους Παραολυμπιακούς βρέθηκα, έπειτα από πολύ δισταγμό, να «πλαγιοκοπώ» το πρόβλημά του, όταν του τηλεφώνησα να πάμε ένα βράδυ στους αγώνες, και αφού θεώρησα πως θα ’πρεπε πρώτα να τον ρωτήσω αν συμφωνεί ή όχι με μια τέτοια διοργάνωση. Πώς είναι δυνατόν να μη συμφωνεί, απόρησε, καθώς δεν πολυπαρακολουθεί εφημερίδες και δεν είχε δει σχετικά άρθρα και σχόλια.
Όταν πια τέλειωσαν οι Παραολυμπιακοί, του έδωσα να διαβάσει δύο από αυτά τα άρθρα, εξαιρετικά ενδιαφέροντα κατά τα άλλα, και τα δύο από την Καθημερινή, ένα του Αντώνη Καρκαγιάννη (18.9) και ένα του Θ. Οικονομόπουλου (26.9), και του ζήτησα να μου γράψει ένα μικρό σχόλιο ή απάντηση στα λεγόμενα μιας ανάπηρης γυναίκας, από το άρθρο του Θ. Οικονομόπουλου.
Ο Θάνος απάντησε, καθόλου περίεργο, σε ουδέτερο τόνο και σε τρίτο πρόσωπο:
«Με αφορμή την Παραολυμπιάδα η ανθρώπινη αναπηρία, κατά τη γνώμη μου, δεν γίνεται ως θέαμα ικανοτήτων μεταξύ αναπήρων για να εκφράσουμε το θαυμασμό μας, αντιθέτως είναι δικαίωμα ύπαρξης που έχουν οι ανάπηροι ως ισότιμα μέλη μιας κοινωνίας.
»Ο ανάπηρος ο οποίος μετέχει στα αγωνίσματα της Παραολυμπιάδας δεν προβάλλει την αναπηρία του για να τον λυπηθούμε, αλλά τη δύναμη της ψυχής του, για να εκφράσει, έστω και έτσι, ένα μεγάλο ΜΠΟΡΩ. Μετά το σκληρό χτύπημα της ζωής του, η Παραολυμπιάδα τού δίνει τη δυνατότητα να ανταγωνίζεται τον ίδιο του τον εαυτό και μόνο τον εαυτό του. Ο ανάπηρος έχει σκοπό όχι μόνο την επιβράβευση ως ισότιμο μέλος, αλλά και την προβολή κάποιων αξιών, καθώς αποκτά εσωτερική δύναμη, σωματική ικανότητα, αυτοπεποίθηση, για να αντιμετωπίσει το καθετί για πολλούς ακατόρθωτο με ευκολία, και παράλληλα μπορεί να επιβιώσει καλύτερα με την αναπηρία του.
»Για μένα η Παραολυμπιάδα είναι ένα θετικό καταρχήν βήμα, καθώς ο ανάπηρος νικητής ή νικημένος επιβεβαιώνει την ύπαρξή του και εξασφαλίζει την ένταξή του στο κοινωνικό σύνολο, με αποτέλεσμα να μη θέτει τον εαυτό του στο περιθώριο».
Τι έλεγε όμως η ανάπηρη γυναίκα στο άρθρο του Θ. Οικονομόπουλου; Αντιγράφω:
«Εμένα που ΕΙΜΑΙ ανάπηρη, αυτό το θέαμα δεν μ’ αρέσει καθόλου! [...] Όλοι όσοι θαυμάζουν το κουράγιο και το θάρρος των αναπήρων που παίρνουν μέρος σε αγωνίσματα που είναι επίπονα και απαιτούν ξεπέρασμα των φυσιολογικών ανθρώπινων αντοχών, ακόμη και για απολύτως υγιή άτομα, δεν έχουν την παραμικρή ιδέα τι σημαίνει να είσαι ανάπηρος και να ταλαιπωρείς ακόμη περισσότερο το ήδη ταλαιπωρημένο και σακάτικο κορμί σου!
»Μιλάτε [...] για το “δικαίωμα” των αναπήρων στην κατά το δυνατόν φυσιολογική ζωή (αν και δεν ξέρω πόσο “φυσιολογικό” είναι να τρέχει ένας άνθρωπος χωρίς πόδι, ή να κυνηγάει μια μπάλα με… κουδούνια ένας τυφλός!), και κάνετε σαν να μην ξέρετε ποια είναι η καθημερινή πραγματικότητα για όλους εμάς τους ανάπηρους, ιδίως εδώ στην Ελλάδα…»
Είχα εκπλαγεί όταν διάβασα από ανάπηρο άτομο τα λόγια που κατά κανόνα ακούγονταν όλο αυτό το διάστημα από αρτιμελείς, από ανθρώπους που σκύβουν με άπειρη συμπάθεια στο πρόβλημα των αναπήρων, αρνούνται όμως το θέαμα, όπως το χαρακτήριζαν, ή και την επίδειξη. «Η πλήρης αναγνώριση των δικαιωμάτων [των αναπήρων] στη ζωή» γράφει ο από αμνημονεύτων φίλος Α. Καρκαγιάννης «και η εξίσωσή τους με τους υγιείς είναι να περνούν απαρατήρητοι, ενσωματωμένοι στην κοινωνία χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο. Στους Παραολυμπιακούς, αντιθέτως, προσφέρουμε ως θέαμα την ιδιαιτερότητα, το αξιοπερίεργο ή το αξιοθαύμαστο…» Και παρακάτω: «Αναγνώριση και σεβασμός αυτών των δικαιωμάτων δεν είναι να απαιτούμε από τους ανθρώπους αυτούς να κάνουν τα ίδια με την πλειοψηφία των υγιών και αρτιμελών. Αυτό είναι αδύνατο, και όταν το επιχειρούν… προσφέρουν το ιδιαίτερο, το αξιοπερίεργο και αξιοθαύμαστο θέαμα, π.χ. να παίζουν… ποδόσφαιρο οι τυφλοί!»
Μα δεν απαιτούμε εμείς· εκείνοι απαιτούν, προσδοκούν, αγωνίζονται να κάνουν τα ίδια με την πλειοψηφία. Κι όπου δεν το μπορούν, εκ των πραγμάτων, όπως με το ποδόσφαιρο οι τυφλοί, απλούστατα τροποποιούν και προσαρμόζουν. Γιατί όχι μπάλα με κουδούνια, που ενόχλησε και την ανάπηρη του άρθρου, ώστε με την ακοή να κερδίσουν το δικό τους ποδόσφαιρο, όπως στο κάτω κάτω με την αφή κερδίζουν την ανάγνωση, και τώρα και τη γνωριμία με έργα γλυπτικής σε ειδικά μουσεία; Και γιατί τάχα δεν τρέχει κανείς με ένα πόδι; Για αγωνίσματα που «απαιτούν ξεπέρασμα των φυσιολογικών ανθρώπινων αντοχών, ακόμη και για απολύτως υγιή άτομα» μιλά πάντως η ίδια γυναίκα, δίνοντας όμως έτσι και την απάντηση. Πόσο πιο «φυσιολογική» είναι δηλαδή η εικόνα του αρτιμελούς σφυροβόλου, λόγου χάρη –για να μην πω της γυναίκας σφυροβόλου ή της αρσιβαρίστριας; Η αλήθεια είναι πως η ανάπηρη γυναίκα αναφέρεται στην επιβάρυνση ενός ήδη επιβαρημένου κορμιού. Σωστό, οπωσδήποτε· όμως, και μια και μιλάμε για τους Παραολυμπιακούς, ας διαλέξει μόνος του ο μη αρτιμελής ανάμεσα στην κατάθλιψη και την καταπόνηση –ακόμα ακόμα, θα έφτανα να πω, ανάμεσα στα αντικαταθλιπτικά και τα αναβολικά.
Έξω από τα στερεότυπα
Δεν τον έχουμε συνηθίσει τον ανάπηρο μαζί μας, πλάι μας. Μόνο φυλακισμένο στο σπίτι τον ξέρουμε. Τη βασανιστική πλευρά του ανήμπορου ή κατάκοιτου ξέρουμε και δυσφορούμε («Οι γέροι και οι ανάπηροι καταδυναστεύουν τον κόσμο» γράφει σ’ ένα θεατρικό του ο Τόμας Μπέρνχαρντ), ή την προβοκατόρικη εικόνα του επαίτη που μας ενοχοποιεί προβάλλοντας το σακατεμένο μέλος του. Ό,τι άλλο ξεφεύγει από τα στερεότυπα αυτά της δυστυχίας, μας αιφνιδιάζει. Σκεφτόμουν και σκέφτομαι ότι, με όλη την καλή διάθεση του κόσμου, με όλη την κατανόηση, τη συμπαράσταση και την αγάπη προς τους ανάπηρους συνανθρώπους μας, η άρνηση π.χ. των Παραολυμπιακών κρύβει εντέλει τον –τόσο εύλογο, αλίμονο!– τρόμο μας απέναντι στο «μακριά από μας» πρόβλημα. Φοβάμαι δηλαδή πως και η πολλή –και ειλικρινής!– στοργή μας και η υπερπροστασία, πάλι τον τρόμο μας ξορκίζουν. Και με την επίκληση της ανύπαρκτης ή ελλιπέστατης προσβασιμότητας κτλ., αυτού του ουσιωδέστατου πλην διαδικαστικού για το όλο πρόβλημα θέματος, αναβάλλουμε απλώς την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. Αν γίνει δηλαδή προσβάσιμη η πόλη, θα πάψουν να είναι τάχα θέαμα οι ανάπηροι, όσο επιμένουν να αθλούνται και αυτοί, και να κάνουν ακόμα και πρωταθλητισμό; Να φτάσουμε, λέμε, να μπορούν να κυκλοφορούν ανάμεσά μας απαρατήρητοι. Άρα στο καροτσάκι τους, για να πηγαίνουν όπου θέλουν με αυτό, στο μουσείο, στο Μέγαρο ή στο γήπεδο –μα για να βλέπουν εμάς να παίζουμε, και όχι για να παίζουν αυτοί, και ιδίως οι τυφλοί!
Έχει βεβαίως και η Παραολυμπιάδα την εμπορευματοποίησή της, το ντοπάρισμα και όλα τα συναφή, όλα όσα και η «κανονική» δική μας. Έχει όμως και μια χαρά, μια ευτυχία στα πρόσωπα των αθλητών της, που αλλού δεν την είδα. Και κυρίως, μαζί με την ανταγωνιστικότητα και την αντιπαλότητα, έχει και μια αθλητική αλληλεγγύη, που επίσης δεν την ξαναείδα. Την εικόνα του δρομέα που άπλωσε δυο φορές το χέρι σ’ ένα χάδι στο κεφάλι του συναθλητή του, έτσι όπως έτρεχαν πλάι πλάι, μακριά πολύ από τους διεκδικητές των τριών πρώτων θέσεων, εγώ δεν θα την ξεχάσω.
2 σχόλια:
Θα αναφερθώ γενικότερα στο θέμα της αναπηρίας και πώς αντιμετωπίζεται στην Ελλάδα,αφού το βιώνω στο πετσί μου,εχοντας ο ίδιος ενα κινητικό πρόβλημα,μικρό ευτυχώς σε σχέση με άλλους ανθρώπους,αρκετό όμως για να επηρεάζει την ποιότητα της ζωής μου.
Εχοντας ζήσει αρκετά χρόνια πριν το ατύχημα μου σαν "κανονικός",ήταν πολύ πιο εύκολο να αντιληφθώ την διαφορά αντιμετώπισης μετά.Η εμπειρία μου λοιπόν λέει,οτι στην Ελλάδα υπάρχει πολύ περισσότερη αδιαφορία και ρατσισμός απο ότι σε άλλες χώρες.Και δεν αναφέρομαι μόνο στα βασικά ελλείματα υποδομής που έχουν να κάνουν με την αδιαφορία της πολιτείας και είναι γνωστά,απο τα πεζοδρόμια που δεν μπορείς να βαδίσεις(ισχύει για όλο τον κόσμο βέβαια,φανταστείται για όποιον/α αντιμετωπίζει κάποιο κινητικό πρόβλημα)μέχρι την έλλεψη πρόνοιας για πρόσβαση σε δημόσιους χώρους, θέματα λυμένα στις περισσότερες ευρωπαικές χώρες.
Εκείνο που με πληγώνει πιο πολύ, είναι η μεγάλη διαφορά νοοτροπίας και πολιτισμού που συνάντησα ταξιδεύοντας σε άλλες Ευρωπαικές χώρες.Στο πως αντιμετωπίζουν δηλαδή, οι άνθρωποι εδώ και αλλού τα άτομα που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα.
Και δυστυχώς δεν είναι μόνο προσωπική διαπίστωση,για να την αποδώσω σε υποκειμενική κρίση.
Πως να μη δεί κανείς διαφορά πολιτισμού, οταν στην χώρα μας μου έχει συμβεί επανειλλημένα ,και όχι μόνο σε μένα ,να με σπρώξουν(επίτηδες;ας μην φθάσω μέχρις εκεί) με κίνδυνο να πέσω,όντας φανερή η δυσκολία μου στην κίνηση,ενω η εμπειρία μου απο άλλες Ευρωπαικές χώρες είναι ακριβώς η αντίθετη;Και τα αυτοκίνητα που ενώ με βλέπουν να διασχίζω με δυσκολία
το δρόμο και πριν καλά καλά ανάψει το πράσινο,μαρσάρουν καταπάνω μου;Σε καμία άλλη ευρωπαική χώρα δεν μου έχει συμβεί αυτό.Να μην μιλήσω για την αδιαφορία των περισσοτέρων αν αντιμετωπίσω οποιοδήποτε πρόβλημα και χρειαστώ τη βοήθεια τους.Είναι τυχαίο οτι σε μια παραλία γεμάτη κόσμο,ιθαγενείς κυρίως,όταν χρειάστηκα κάποια βοήθεια,οι μόνοι που έτρεξαν να με βοηθήσουν ήταν ενα ζευγάρι Ολλανδών;Και τα αδηφάγα βλέμματα,που εκφράζουν απο απορία μέχρι έκπληξη(κάτι σαν να βλέπεις ούφο)όχι,δεν τα συναντησα αλλού,τουλάχιστον σε τέτοια ένταση. Δεν πιστεύω οτι είναι μεμονομένα περιστατικά,είναι η πλειοψηφία δυστυχώς.Φυσικά και υπάρχουν και εξαιρέσεις και έχω συναντήσει και εδώ άτομα πολιτισμένα.Μιλάω όμως για το γενικό κλίμα.Για αυτό που έξω είναι η πλειοψηφία.Και δεν ξέρω αν είναι τυπικη ευγένεια,όπως λέμε εδώ στην Ελλάδα,πάντως διευκολύνει την κοινωνική ζωή.Και αυτό σημαίνει πολιτισμό.Τα υπόλοιπα,είναι για τους κομπλεξικούς Ελληναράδες που αυτομαστουρώνονται με τον αθάνατο ελληνικό πολιτισμό.
φίλε μου, ντρέπομαι που το μόνο που έχω να πω είναι πόσο ντρέπομαι για όλους τους "άλλους" εμάς, που το μόνο που έχω να πω είναι πόσο δίκιο έχεις, που το μόνο που κάνω είναι κάνα άρθρο σε μια εφημερίδα...
Δημοσίευση σχολίου