Je t’aime, je t’aime, και πού με βάζεις;
Τα Νέα, 9 Ιουνίου 2007
Της γης οι κολασμένοι; σώνει και καλά; ή: έτσι απλά;
Ώσπου να φτάσουμε σε κοινωνία αγγέλων, τον τρελό του χωριού θα τον περιγελούν. Ποιος και πώς κρίνει και αποκλείει ότι μπορεί να υπάρχει αγάπη πίσω από τη στάση αυτή, να ιδρύεται εντέλει με τη στάση αυτή κάποια σ χ έ σ η ;
το πλήρες κείμενο
Μπροστά ο παπάς, από κοντά εμείς τα παπαδάκια, για τον αγιασμό των Φώτων πρέπει να ’ταν, γυρνάγαμε από πόρτα σε πόρτα, μας έβλεπε και η Αιμιλία όταν πλησιάζαμε στο σπίτι της, κλειδωνόταν μέσα, κι όταν χτυπούσαμε εμείς, «Δεν είμαι εδώ» μας φώναζε.
Την πειράζαμε συνέχεια την Αιμιλία, τη στρώναμε στο κυνήγι, σταμάταγε κάποτε αυτή, μάζευε πέτρες από κάτω, και όλο και κάποιον μας πετύχαινε. Πάντοτε σκληρά, ανάλγητα, τα παιδιά, κι έπειτα από τόσα χρόνια δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι αισθήματα μας προκαλούσε η σαλεμένη Αιμιλία.
Θυμάμαι όμως πάρα πολύ καλά πόσο τον αγαπούσαμε τον Θανάση στο χωριό του πατέρα μου, όπου ξεκαλοκαιριάζαμε, διασκεδάζαμε ατέλειωτα μαζί του, μικροί και μεγάλοι, είχε μογγολισμό ο Θανάσης, ένα άκακο αρνί μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, όταν το παρακάναμε σήκωνε την γκλίτσα, σπάνια όμως μας χτυπούσε, και πάλι όχι δυνατά.
Αλλά τώρα τι; τις τρυφερότερες αναμνήσεις μου πώς θα τις βάλω πλάι στον κυνισμό της Πάνια, την αγάπη τη δική μας πλάι στο στυγνό εμπόριο της Πάνια! Κυνική και στυγνή εμπόρισσα; Ούτε λόγος. Εμπόρισσα όπως και όλοι οι άλλοι της τηλεόρασης, μοιραία ίσως, αφού πρέπει να πουλήσουν την πραμάτεια τους, τον εαυτό τους δηλαδή. Και κυνική, όπως σχεδόν οι πάντες πια, κατά την τελευταία μόδα, και δε μιλώ γι’ αυτούς που τάχαμου εντάσσουν την ξινίλα, την απροκάλυπτη προσβολή και το ιταμό ύφος στις απαιτήσεις λ.χ. των ριάλιτι, αλλά για τους κατά τεκμήριο σοβαρούς των δελτίων ειδήσεων, και πάλι δε μιλάω για τους επίσης επαγγελματίες του είδους, Τραγκοκακαουνάκηδες και παπα-Τσάκαλους, αλλά για τους άλλους, τους μουράτους, που όλο και υψώνουν τον τόνο της φωνής, αγριεύουν, μας μαλώνουν, Χατζηνικολάου, Ζαχαρέα, Στάη –αυτή έχει και διδακτορικό στην ειρωνεία επιπλέον, θυμάμαι που ειρωνευόταν κάποια χαροκαμένη μάνα, αν δε γελιέμαι τη μάνα τής δολοφονημένης απ’ τον Βαγιωνή (υιοθετώντας την υπερασπιστική γραμμή: Λυκουρέζος γαρ!).
Πήρα φόρα, ας σταματήσω, κυρίως γιατί φοβάμαι ότι αυτού του είδους οι συναριθμήσεις υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν τότε σε απαλλαγή, της Πάνια εν προκειμένω, αφού γι’ αυτήν ο λόγος, που με το μαστίγιο διευθύνει τον θίασό της, έναν θίασο αγαθών σαλών, ατόμων με κάποια υστέρηση –αλλά και άλλων, απλώς γραφικών ή που πουλάνε γραφικότητα και κάνουν τη δουλειά τους, μας πουλάνε δηλαδή και μας αγοράζουν.
Πώς ξεχωρίζεις τι απ’ όλο τούτο το κουβάρι; Κοιτάς να κρατήσεις τις αποστάσεις σου, δηλώνεις πως η Πάνια πάντως σου γεννά αποστροφή, κι ας διασκέδαζες παλιά με τα παντρολογήματα και το «Χρυσό κουφέτο» λόγου χάρη. Κρατάς λοιπόν τις αποστάσεις σου, παρόλο που συνέχεια σε τρώει να κάνεις ακριβώς τους παραπάνω παραλληλισμούς, όπως και σου ’ρχεται να πεις πως όλη αυτή η δίκαιη καταρχήν κατακραυγή που ξεσηκώθηκε για την εκπομπή της μοιάζει να χτυπάει εύκολο στόχο, σκέφτεσαι λόγου χάρη πως με ανάλογους, με τον Λεπά π.χ., διασκέδαζε η μεγαλοαστική τάξη, σκορπώντας μάτσα τα χιλιάρικα, και τον Λεπά θα τον καλέσει στη σοβαρή του εκπομπή (μήπως τον κάλεσε κιόλας;) ο σοβαρός Χατζηνικολάου, όπως η Στάη κάλεσε την Άντζελα Δημητρίου, ενώ με τους φτωχοδιαβόλους της Ανίτας Πάνια διασκεδάζει το πόπολο και το λούμπεν στοιχείο –μαζί και κάποιοι διανοούμενοι, περιστασιακοί ή μόνιμοι καταναλωτές του trash, αριστερογενείς ή ακόμα χειρότερα αριστεροί, εδώ είμαι κι εγώ δηλαδή, κι εδώ μου έβαλε σχεδόν τις φωνές απ’ το τηλέφωνο ο Μπουκάλας, όταν του είπα τι σκόπευα να γράψω.
Σάμπως δεν έχει δίκιο όμως; Έχει και παραέχει, δείκτης ηθικής είναι για μένα, άλλωστε, ο Παντελής Μπουκάλας, τον αναφέρω πάλι εδώ, αφού έχει γράψει, καταπέλτης, για το θέμα, στην Καθημερινή. Αλλά και πόσοι άλλοι έχουν γράψει καταδικαστικά, φίλοι όλοι, και με όλους συμφωνώ, νά η Πόπη Διαμαντάκου, επανειλημμένα εδώ, πρόσφατα ο Θάνος Κάππας στην Athens Voice κ.ά. κ.ά.
Τι θέλεις, τι γυρεύεις τότε, θα μου πει κανείς, αφού πιο πάνω μίλησες για δίκαιη κατακραυγή, αν κι έχωσες έπειτα ένα «καταρχήν». Κατά δεύτερο λόγο τι, δηλαδή; Δεν ξέρω, την απέραντη αμηχανία μου ομολογώ, το σκέφτομαι από καιρό το θέμα, όταν πρωτοβγήκε στο μεϊντάνι π.χ. η κυρία Λουκά, πιο πρόσφατα η κυρία Ελισάβετ και ο Κάτμαν, προτού ανοίξει ο κύκλος εργασιών της Ανίτας Πάνια, και γίνει το μικρομάγαζο μεγαλοκρεοπωλείο. Από τη μια έβλεπα την εκμετάλλευση της υστέρησης, από την άλλη έλεγα πόση ευτυχία μπορεί να παίρνουν τα πρόσωπα αυτά. Και τι να βάλεις κάθε φορά στη ζυγαριά; Το παιδάκι της κυρίας Λουκά, που ενδεχομένως θα του κάνουνε καζούρα στο σχολείο, κι από την άλλη την ευτυχία της ίδιας; Αν όμως έτσι παροξύνεται μια απλή αρχικά ιδεοληψία, ή κάπως έτσι μου έλεγε ένας ψυχίατρος, ποιος τη μαζεύει έπειτα; Σωστό, λέω με κατεβασμένο, αλήθεια, το κεφάλι. Παρ’ όλα αυτά, επιμένω. Και η υψίφωνος κυρία Ελισάβετ, που εξέφραζε το παράπονό της στο Θέμο πως της φωνάζαν οι γειτόνοι όταν «μελετούσε», και τώρα αγαλλιούσε τραγουδώντας στην εκπομπή του άριες και πινδαρικούς ύμνους που τους είχε μελοποιήσει η ίδια… Και ο Κάτμαν, με το ολόφωτο πρόσωπο… που είναι αλήθεια καθαρτήριο να βλέπεις τέτοια αθωότητα, εκπληκτική εικονογράφηση των πτωχών τω πνεύματι που αυτοί θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών!
Μελό; Μελό! Φολκλόρ, θα πούνε άλλοι. Όμως ο Κάτμαν κοιμάται πια ευτυχισμένος, δε θέλω να σκεφτώ βέβαια –προλαβαίνω πριν μου το πουν οι άλλοι– την ώρα που θα σβήσουν κάποτε τα φώτα, όμως τώρα κοιμάται ευτυχισμένος. Μπορεί κι η μάνα του να είναι ευτυχισμένη, που βγήκε ο γιος της από το κλουβί του –και μπήκε στο κλουβί του τσίρκου, προλαβαίνω πάλι τον αντίλογο, όμως βγήκε από τη φυλακή του σπιτιού του, και δε θυμάμαι αν γι’ αυτήν τη μάνα διάβασα πως ο γιος της τής αγόρασε χάρη στην εκπομπή αυτή ένα σπίτι.
Βέβαια: «Σε εξευτελίζω για να σε πληρώσω, σε εξευτελίζω και σε πληρώνω» όπως λέει ο Μπουκάλας (παραθέτω από μνήμης), και ξαναλέω: συμφωνώ. Όμως σε ποια κοινωνία αγγέλων θα έχει τάχα ποτέ τις ίδιες ευκαιρίες με τους άλλους ένα άτομο με νοητική ή και σωματική απλώς υστέρηση, τις ίδιες ευκαιρίες να ερωτευτεί, να δημιουργήσει ισότιμες σχέσεις και φιλίες. Ώς τότε τον τρελό του χωριού, μοιραία, θα ’λεγε κανείς, θα τον περιγελούν. Ποιος και πώς κρίνει και αποκλείει ότι μπορεί να υπάρχει αγάπη πίσω από τη στάση αυτή, να ιδρύεται εντέλει με τη στάση αυτή κάποια σχέση;
Το εμπόριο και η ευφροσύνη
Συγκαταβατικότητα μυρίζουν όλα αυτά· πολύ φοβάμαι ότι τουλάχιστον την ίδια αναδίδει και η «αντίθετη» άποψη. Που όμως έχει με το μέρος της το αυτονόητο ηθικό αξίωμα ότι δεν διασκεδάζουμε με την υστέρηση του άλλου, κυρίως δεν την εμπορευόμαστε την υστέρηση του άλλου.
Ωστόσο λένε, ψυχίατροι μάλιστα, πως όλο αυτό το «τσίρκο» ενδέχεται να λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά –ανεξάρτητα, φυσικά, από τις αποκλειστικά εμπορικές προθέσεις της Πάνια. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, την ίδια αίσθηση θα αποτολμούσα να πω πως έχω και εγώ. Πώς να τη λύσω την αντίφαση αυτή, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι πρέπει να το ξεχωρίσω από την Πάνια, τη λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη από τις άλλες και τους άλλους Πάνιες…
Να ξεχωρίσω το εμπόριο της μιας (που δεν είναι άλλο από άλλων), από την ευτυχία, ας πούμε, του Κάτμαν (που η άλλως δυστυχία του δεν είναι ίδια με άλλων). Κι όλα τα άλλα ας μείνουν λεπτομέρειες, ότι π.χ. ο (με καμία προφανώς υστέρηση!) «Σχιζοφρενής με το πριόνι» είναι καλύτερος, ναι, τραγουδιστής από πολλούς άλλους, «εγκεκριμένους», των σαλονιών μας, ότι η αξιολύπητη, ναι;, με το ένα δόντι που τραγουδάει το «Έξω απ’ τα δόντια» είναι, ναι, πιο σωστή από ορισμένες τραγουδίστριες, του έντεχνου μάλιστα τώρα.
Αυτό είναι όμως το θέμα τότε; Απλώς έχω την έντονη αίσθηση ότι, πέρα από πάγιες θέσεις γενικότερης ηθικής, όπως εκφράζονται από όσους ενδεικτικά ανάφερα πιο πάνω, η γενικότερη χλαπαταγή συχνά αφορμάται όχι από όντως ηθική αλλά από μια αγοραία, ρηχή εννοώ, ηθικολογία, κάπως σαν το προγραμματικό λιντσάρισμα συλλήβδην των παικτών των τραγουδιστικών ριάλιτι, π.χ.
Αλλά και πάλι, ομολογώ, δεν ξέρω!
Της γης οι κολασμένοι; σώνει και καλά; ή: έτσι απλά;
Ώσπου να φτάσουμε σε κοινωνία αγγέλων, τον τρελό του χωριού θα τον περιγελούν. Ποιος και πώς κρίνει και αποκλείει ότι μπορεί να υπάρχει αγάπη πίσω από τη στάση αυτή, να ιδρύεται εντέλει με τη στάση αυτή κάποια σ χ έ σ η ;
το πλήρες κείμενο
Μπροστά ο παπάς, από κοντά εμείς τα παπαδάκια, για τον αγιασμό των Φώτων πρέπει να ’ταν, γυρνάγαμε από πόρτα σε πόρτα, μας έβλεπε και η Αιμιλία όταν πλησιάζαμε στο σπίτι της, κλειδωνόταν μέσα, κι όταν χτυπούσαμε εμείς, «Δεν είμαι εδώ» μας φώναζε.
Την πειράζαμε συνέχεια την Αιμιλία, τη στρώναμε στο κυνήγι, σταμάταγε κάποτε αυτή, μάζευε πέτρες από κάτω, και όλο και κάποιον μας πετύχαινε. Πάντοτε σκληρά, ανάλγητα, τα παιδιά, κι έπειτα από τόσα χρόνια δεν μπορώ να πω με σιγουριά τι αισθήματα μας προκαλούσε η σαλεμένη Αιμιλία.
Θυμάμαι όμως πάρα πολύ καλά πόσο τον αγαπούσαμε τον Θανάση στο χωριό του πατέρα μου, όπου ξεκαλοκαιριάζαμε, διασκεδάζαμε ατέλειωτα μαζί του, μικροί και μεγάλοι, είχε μογγολισμό ο Θανάσης, ένα άκακο αρνί μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στα χείλη, όταν το παρακάναμε σήκωνε την γκλίτσα, σπάνια όμως μας χτυπούσε, και πάλι όχι δυνατά.
Αλλά τώρα τι; τις τρυφερότερες αναμνήσεις μου πώς θα τις βάλω πλάι στον κυνισμό της Πάνια, την αγάπη τη δική μας πλάι στο στυγνό εμπόριο της Πάνια! Κυνική και στυγνή εμπόρισσα; Ούτε λόγος. Εμπόρισσα όπως και όλοι οι άλλοι της τηλεόρασης, μοιραία ίσως, αφού πρέπει να πουλήσουν την πραμάτεια τους, τον εαυτό τους δηλαδή. Και κυνική, όπως σχεδόν οι πάντες πια, κατά την τελευταία μόδα, και δε μιλώ γι’ αυτούς που τάχαμου εντάσσουν την ξινίλα, την απροκάλυπτη προσβολή και το ιταμό ύφος στις απαιτήσεις λ.χ. των ριάλιτι, αλλά για τους κατά τεκμήριο σοβαρούς των δελτίων ειδήσεων, και πάλι δε μιλάω για τους επίσης επαγγελματίες του είδους, Τραγκοκακαουνάκηδες και παπα-Τσάκαλους, αλλά για τους άλλους, τους μουράτους, που όλο και υψώνουν τον τόνο της φωνής, αγριεύουν, μας μαλώνουν, Χατζηνικολάου, Ζαχαρέα, Στάη –αυτή έχει και διδακτορικό στην ειρωνεία επιπλέον, θυμάμαι που ειρωνευόταν κάποια χαροκαμένη μάνα, αν δε γελιέμαι τη μάνα τής δολοφονημένης απ’ τον Βαγιωνή (υιοθετώντας την υπερασπιστική γραμμή: Λυκουρέζος γαρ!).
Πήρα φόρα, ας σταματήσω, κυρίως γιατί φοβάμαι ότι αυτού του είδους οι συναριθμήσεις υπάρχει κίνδυνος να οδηγήσουν τότε σε απαλλαγή, της Πάνια εν προκειμένω, αφού γι’ αυτήν ο λόγος, που με το μαστίγιο διευθύνει τον θίασό της, έναν θίασο αγαθών σαλών, ατόμων με κάποια υστέρηση –αλλά και άλλων, απλώς γραφικών ή που πουλάνε γραφικότητα και κάνουν τη δουλειά τους, μας πουλάνε δηλαδή και μας αγοράζουν.
Πώς ξεχωρίζεις τι απ’ όλο τούτο το κουβάρι; Κοιτάς να κρατήσεις τις αποστάσεις σου, δηλώνεις πως η Πάνια πάντως σου γεννά αποστροφή, κι ας διασκέδαζες παλιά με τα παντρολογήματα και το «Χρυσό κουφέτο» λόγου χάρη. Κρατάς λοιπόν τις αποστάσεις σου, παρόλο που συνέχεια σε τρώει να κάνεις ακριβώς τους παραπάνω παραλληλισμούς, όπως και σου ’ρχεται να πεις πως όλη αυτή η δίκαιη καταρχήν κατακραυγή που ξεσηκώθηκε για την εκπομπή της μοιάζει να χτυπάει εύκολο στόχο, σκέφτεσαι λόγου χάρη πως με ανάλογους, με τον Λεπά π.χ., διασκέδαζε η μεγαλοαστική τάξη, σκορπώντας μάτσα τα χιλιάρικα, και τον Λεπά θα τον καλέσει στη σοβαρή του εκπομπή (μήπως τον κάλεσε κιόλας;) ο σοβαρός Χατζηνικολάου, όπως η Στάη κάλεσε την Άντζελα Δημητρίου, ενώ με τους φτωχοδιαβόλους της Ανίτας Πάνια διασκεδάζει το πόπολο και το λούμπεν στοιχείο –μαζί και κάποιοι διανοούμενοι, περιστασιακοί ή μόνιμοι καταναλωτές του trash, αριστερογενείς ή ακόμα χειρότερα αριστεροί, εδώ είμαι κι εγώ δηλαδή, κι εδώ μου έβαλε σχεδόν τις φωνές απ’ το τηλέφωνο ο Μπουκάλας, όταν του είπα τι σκόπευα να γράψω.
Σάμπως δεν έχει δίκιο όμως; Έχει και παραέχει, δείκτης ηθικής είναι για μένα, άλλωστε, ο Παντελής Μπουκάλας, τον αναφέρω πάλι εδώ, αφού έχει γράψει, καταπέλτης, για το θέμα, στην Καθημερινή. Αλλά και πόσοι άλλοι έχουν γράψει καταδικαστικά, φίλοι όλοι, και με όλους συμφωνώ, νά η Πόπη Διαμαντάκου, επανειλημμένα εδώ, πρόσφατα ο Θάνος Κάππας στην Athens Voice κ.ά. κ.ά.
Τι θέλεις, τι γυρεύεις τότε, θα μου πει κανείς, αφού πιο πάνω μίλησες για δίκαιη κατακραυγή, αν κι έχωσες έπειτα ένα «καταρχήν». Κατά δεύτερο λόγο τι, δηλαδή; Δεν ξέρω, την απέραντη αμηχανία μου ομολογώ, το σκέφτομαι από καιρό το θέμα, όταν πρωτοβγήκε στο μεϊντάνι π.χ. η κυρία Λουκά, πιο πρόσφατα η κυρία Ελισάβετ και ο Κάτμαν, προτού ανοίξει ο κύκλος εργασιών της Ανίτας Πάνια, και γίνει το μικρομάγαζο μεγαλοκρεοπωλείο. Από τη μια έβλεπα την εκμετάλλευση της υστέρησης, από την άλλη έλεγα πόση ευτυχία μπορεί να παίρνουν τα πρόσωπα αυτά. Και τι να βάλεις κάθε φορά στη ζυγαριά; Το παιδάκι της κυρίας Λουκά, που ενδεχομένως θα του κάνουνε καζούρα στο σχολείο, κι από την άλλη την ευτυχία της ίδιας; Αν όμως έτσι παροξύνεται μια απλή αρχικά ιδεοληψία, ή κάπως έτσι μου έλεγε ένας ψυχίατρος, ποιος τη μαζεύει έπειτα; Σωστό, λέω με κατεβασμένο, αλήθεια, το κεφάλι. Παρ’ όλα αυτά, επιμένω. Και η υψίφωνος κυρία Ελισάβετ, που εξέφραζε το παράπονό της στο Θέμο πως της φωνάζαν οι γειτόνοι όταν «μελετούσε», και τώρα αγαλλιούσε τραγουδώντας στην εκπομπή του άριες και πινδαρικούς ύμνους που τους είχε μελοποιήσει η ίδια… Και ο Κάτμαν, με το ολόφωτο πρόσωπο… που είναι αλήθεια καθαρτήριο να βλέπεις τέτοια αθωότητα, εκπληκτική εικονογράφηση των πτωχών τω πνεύματι που αυτοί θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών!
Μελό; Μελό! Φολκλόρ, θα πούνε άλλοι. Όμως ο Κάτμαν κοιμάται πια ευτυχισμένος, δε θέλω να σκεφτώ βέβαια –προλαβαίνω πριν μου το πουν οι άλλοι– την ώρα που θα σβήσουν κάποτε τα φώτα, όμως τώρα κοιμάται ευτυχισμένος. Μπορεί κι η μάνα του να είναι ευτυχισμένη, που βγήκε ο γιος της από το κλουβί του –και μπήκε στο κλουβί του τσίρκου, προλαβαίνω πάλι τον αντίλογο, όμως βγήκε από τη φυλακή του σπιτιού του, και δε θυμάμαι αν γι’ αυτήν τη μάνα διάβασα πως ο γιος της τής αγόρασε χάρη στην εκπομπή αυτή ένα σπίτι.
Βέβαια: «Σε εξευτελίζω για να σε πληρώσω, σε εξευτελίζω και σε πληρώνω» όπως λέει ο Μπουκάλας (παραθέτω από μνήμης), και ξαναλέω: συμφωνώ. Όμως σε ποια κοινωνία αγγέλων θα έχει τάχα ποτέ τις ίδιες ευκαιρίες με τους άλλους ένα άτομο με νοητική ή και σωματική απλώς υστέρηση, τις ίδιες ευκαιρίες να ερωτευτεί, να δημιουργήσει ισότιμες σχέσεις και φιλίες. Ώς τότε τον τρελό του χωριού, μοιραία, θα ’λεγε κανείς, θα τον περιγελούν. Ποιος και πώς κρίνει και αποκλείει ότι μπορεί να υπάρχει αγάπη πίσω από τη στάση αυτή, να ιδρύεται εντέλει με τη στάση αυτή κάποια σχέση;
Το εμπόριο και η ευφροσύνη
Συγκαταβατικότητα μυρίζουν όλα αυτά· πολύ φοβάμαι ότι τουλάχιστον την ίδια αναδίδει και η «αντίθετη» άποψη. Που όμως έχει με το μέρος της το αυτονόητο ηθικό αξίωμα ότι δεν διασκεδάζουμε με την υστέρηση του άλλου, κυρίως δεν την εμπορευόμαστε την υστέρηση του άλλου.
Ωστόσο λένε, ψυχίατροι μάλιστα, πως όλο αυτό το «τσίρκο» ενδέχεται να λειτουργεί ψυχοθεραπευτικά –ανεξάρτητα, φυσικά, από τις αποκλειστικά εμπορικές προθέσεις της Πάνια. Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω, την ίδια αίσθηση θα αποτολμούσα να πω πως έχω και εγώ. Πώς να τη λύσω την αντίφαση αυτή, δεν ξέρω. Ξέρω όμως ότι πρέπει να το ξεχωρίσω από την Πάνια, τη λίγο καλύτερη ή λίγο χειρότερη από τις άλλες και τους άλλους Πάνιες…
Να ξεχωρίσω το εμπόριο της μιας (που δεν είναι άλλο από άλλων), από την ευτυχία, ας πούμε, του Κάτμαν (που η άλλως δυστυχία του δεν είναι ίδια με άλλων). Κι όλα τα άλλα ας μείνουν λεπτομέρειες, ότι π.χ. ο (με καμία προφανώς υστέρηση!) «Σχιζοφρενής με το πριόνι» είναι καλύτερος, ναι, τραγουδιστής από πολλούς άλλους, «εγκεκριμένους», των σαλονιών μας, ότι η αξιολύπητη, ναι;, με το ένα δόντι που τραγουδάει το «Έξω απ’ τα δόντια» είναι, ναι, πιο σωστή από ορισμένες τραγουδίστριες, του έντεχνου μάλιστα τώρα.
Αυτό είναι όμως το θέμα τότε; Απλώς έχω την έντονη αίσθηση ότι, πέρα από πάγιες θέσεις γενικότερης ηθικής, όπως εκφράζονται από όσους ενδεικτικά ανάφερα πιο πάνω, η γενικότερη χλαπαταγή συχνά αφορμάται όχι από όντως ηθική αλλά από μια αγοραία, ρηχή εννοώ, ηθικολογία, κάπως σαν το προγραμματικό λιντσάρισμα συλλήβδην των παικτών των τραγουδιστικών ριάλιτι, π.χ.
Αλλά και πάλι, ομολογώ, δεν ξέρω!
5 σχόλια:
και δυο μικροϊστορίες που δε μου χώρεσαν στην εφημερίδα:
παλιά στο Ρέθυμνο, σ' ένα δρόμο με τσαγκαράδικα, δε θυμάμαι ακριβώς [όπως δε θυμάμαι ούτε και ποιος μου την έλεγε την ιστορία], πάντως με μαγαζάκια, έβγαζαν οι μαγαζάτορες το σκαμνάκι τους μπροστά στην πόρτα και το 'ριχναν στο κουβεντολόι. Από κει περνούσε κάθε μέρα, συγκεκριμένη ώρα, κάπου πηγαίνοντας, η τρελο-Λένη. Την άρχιζαν στα πειράγματα οι μαγαζάτορες, τους έλουζε, αθυρόστομη εκείνη, στις βρισιές, και νά τα γέλια οι άλλοι. Ώσπου μια μέρα συνεννοήθηκαν να μην της πουν κουβέντα, να κάνουν σαν να μην την είδαν. Έτσι και έγινε. Εμφανίζεται η τρελο-Λένη, προχωράει, εκείνοι τσιμουδιά. Τους κοιτάζει παραξενεμένη καλά καλά, τίποτα πάλι εκείνοι, προχωράει, κι όταν πια φτάνει στο τέρμα του δρόμου, γυρίζει: "Ου να μου χαθείτε" λέει έξαλλη, και τους αρχίζει τις βρισιές αλλά και τις κατάρες πια!
πόσο είναι τάχα κυνικό να πει κανείς πως ήταν κάποια σχέση αυτή, η επαφή της τρελο-Λένης με την κοινωνία, ένα είδος "επικοινωνίας", κάτι σαν -να το τολμήσω να το πω;- κάτι σαν "φάρμακο" εντέλει...
την άλλη ιστορία την έζησα, κατάπληκτος κάποια πρώτη φορά, σε αρκετές παραλλαγές κατόπιν: κάποια φίλη με το μικρό της, τριών; τεσσάρων χρονών; ο φίλος μου ο Σεραφείμ κι εγώ, τι άλλο; παίζουμε φυσικά με το μικρό. κάποια στιγμή δίνει το μικρό μια τσιμπιά στον Σεραφείμ, του την αντιγυρίζει εκείνος μ' όλη του τη δύναμη, τσίριξε, πλάνταξε το μικρό, μα συνεχίσαν το παιχνίδι την επόμενη ακριβώς στιγμή, ποιο παιχνίδι; έρωτας το μικρό με τον Σεραφείμ, ούτε που υπήρχα εγώ, κι η μάνα του ακόμα. ήξερε, καταλάβαινε το μικρό πως παίζει και μάλιστα επί ίσοις όροις με κάποιο, μεγαλύτερο απλώς, παιδί, καταλάβαινε πως δεν έχει να κάνει με κάποιον μεγάλο που το εκδικείται ή το τιμωρεί
αυτό που κάνει μες στην αθωότητά του το μεγάλο αυτό παιδί ο Σεραφείμ το κάνει μες στην ιταμότητά της, το υφάκι, το στιλάκι ή όπως κι αν το πούμε, σιχαμένο πάντως, και η Πάνια. με τον ίδιο τρόπο που προσβάλλει κι έναν "λογικό", με τον ίδιο προσβάλλει και τον "σαλό". κι αυτό αυτός το νιώθει, το καταλαβαίνει, πως είναι ίδιος τώρα με τους άλλους, απέναντι έστω στο μαστίγιο της Πάνια
Μήπως ο Κάτμαν κάνει τον χαζό; Αν ναι, τότε δεν αλλάζει το πράγμα;
Και μία ακόμη ερώτηση, επειδή δεν παρακολουθώ πολύ την εκπομπή: τι εννοείτε όταν γράφετε για τον Κ. "που η άλλως δυστυχία του δεν είναι ίδια με άλλων)";
Ευχαριστώ.
Δεν μπορεί και ηθικολόγοι να είναι αυτοί που κατακρίνουν την Πάνια και "δικαίως" να την κατακρίνουν. Αν υπάρχει η εκπομπή, υπάρχει γιατί την έφτιαξε η Πάνια. Τι πάει να πει ότι κάνει εμπόριο; Όλοι εμπόριο κάνουμε όταν βγάζουμε το ψωμί μας.
όσο αντιφατικό κι αν μοιάζει καταρχήν, πιστεύω ότι μπορεί να γίνει, ότι υπάρχει, σαφής διάκριση ανάμεσα σε ηθική και ηθικολογία, γι' αυτό και ξεχώρισα συγκεκριμένα ονόματα που εκφέρουν συγκεκριμένα "ηθικό λόγο" από την τρέχουσα ηθικολογία, για να μην πω απλώς μπουρδολογία, αυτήν που ανακατεύεται στο ίδιο καζάνι με τον πιο κοινό λαϊκιστικό (πολιτικά= αντιδραστικό!) λόγο των πρωινάδικων π.χ. και των συναφών εκπομπών ή και σχολίων και άρθρων σε εφημερίδες κτλ.
Και φυσικά όλοι εμπόριο κάνουμε, άλλο όμως εμπορεύομαι πατάτες κι άλλο ανθρώπινα κορμιά, πόσο μάλλον ψυχές
ακριβή φίλη, η Εύα Καλπουρτζή, επίκουρη στο Πάντειο, μου έχει στείλει από καιρό, στις 13.6, το ακόλουθο ιμέιλ. σε σχετική συζήτηση τότε της πρότεινα να βάλει κάτι ανάλογο στο μπλογκ, να υπάρξει σαν καταγραμμένη αντίδραση, και μου ζήτησε να βάλω το ίδιο, όπως ακριβώς ήταν, παρά τον προσωπικό του τόνο. παράπεσε τότε το ιμέιλ, ακολούθησε η γνωστή υπολειτουργία του μπλογκ και το "κλείσιμο" των σχολίων. αυτό όμως το γράμμα-σχόλιο το χρωστούσα, πρέπει να μπει, έστω με αυτήν τη μεγάλη καθυστέρηση:
Προς Γιάννη
Λοιπόν, εγώ που σε αγαπώ, πάρα πολύ θίχτηκα προσωπικά από την τελευταία σου επιφυλλίδα. Κι αρχίζω επίτηδες λέγοντας σ’ αγαπώ, για να πω ότι καταρχάς πιστεύω ότι ανήκουμε στην ίδια φυλή, αν θες μοιραζόμαστε κάποιες «στάσεις» απέναντι στη ζωή, όσο και όπως αυτό είναι πλέον δυνατόν, σ’ αυτό το κλουβί με τα λιοντάρια που έτυχε να μας πετάξουν. Αναρωτιέμαι, γιατί τα λες αυτά; ως ανατροπή τίνος πράγματος; Καταλαβαίνεις ότι καταλήγεις να αθωώνεις την Πάνια, και μαζί όλες τις παρόμοιες εκπομπές, όταν συναριθμείς τους «σαλούς» με τους γραφικούς, που [βάσει της σύνταξης] κάνουν και οι δυο τη δουλειά τους; Είναι εντελώς άλλο πράγμα ο όποιος Λεπά που κάνει τον γελωτοποιό της όποιας αστικής, μεγαλοαστικής ή ό,τι θες τάξης, συνειδητά και από θέση ισχύος (άσε τα κορόιδα να ρίχνουν τα χιλιάρικα, εγώ να τα κονομήσω και γαία πυρί μιχθήτω) και άλλο πράγμα αυτά τα πλάσματα, με την «κάποια υστέρηση» όπως τα αποκαλείς, που τα σέρνει το περιβάλλον τους (όχι οι ίδιοι) στα σόου, κύριος οίδε για ποιους λόγους, από το να πάρουν χρήματα έως να τα εκδικηθούν για τη ζωή που τους ακύρωσαν, γιατί κακά τα ψέματα, Γιάννη, σου την καταστρέφει τη ζωή σου ένα άτομο με «κάποιες ειδικές ανάγκες», είτε το θες είτε όχι. Κι έρχεσαι εσύ, κατά δήλωση σου αριστερός, κατά δήλωση σου φίλος του Μπουκάλα, κατά δήλωση σου αγροτικής καταγωγής με τρυφερές αναμνήσεις, κατά δήλωσή σου (τη φορά αυτή έμμεση) από τους παροικούντες τα ψυχαναλυτικά, κατά δήλωσή σου φίλος της Πόπης Διαμαντάκου και άλλων που «έχουν γράψει καταδικαστικά» (εξαιρετικά όλα αυτά ως προτείχισμα) να συμφωνήσεις με την εκμετάλλευση ακριβώς της υστέρησης, να συμφωνήσεις με την όποια γελοιοποίηση και αυτογελοιοποίηση γιατί «αυτοί θα κληρονομήσουν τη βασιλεία των ουρανών». Δεν ξέρω τι ακριβώς θα κληρονομήσουν τα πλάσματα αυτά, το βέβαιο είναι ότι ο τηλεθεατής έχει βγάλει πάνω τους το σαδισμό του και τη φορά αυτή αποενοχοποιημένα, μπορεί να τα επικαλείται όλα αυτά νόμιμα, και ξέρουμε πολύ καλά πλέον ότι ο Αϊχμαν άνθρωπος με συναισθήματα και κουλτούρα υπήρξε… και στα στρατόπεδα ιδρύονταν σχέσεις, αν είναι αυτό το πρόβλημα σου — δεν το υπαινίσσομαι, στο λέω καθαρά, όλα αυτά στρώνουν το δρόμο για πολύ επικίνδυνες πολιτικές ιστορίες, όπως συμβαίνει κάθε φορά που τα άτομα (τη φορά αυτή εμείς) έχουν στερηθεί την ικανότητα να κρίνουν το σωστό και το λάθος και κυρίως να ξεχωρίζουν το ηθικό από το ανήθικο.
Γιάννη, νομίζω, αν έχουμε όλοι μας ένα πράγμα να κάνουμε πάνω στη γη είναι ακριβώς να υπερασπιστούμε «το αυτονόητο ηθικό αξίωμα ότι δεν διασκεδάζουμε με την υστέρηση του άλλου και δεν την εμπορευόμαστε», γιατί σ’ αυτό διακυβεύεται η τελευταία πολιτική επιλογή της ανθρωπότητας: ή είσαι υπέρ ή είσαι κατά της προς λογική κρίση και ηθική απόφαση ικανότητας των ανθρώπων, ή προχωράς στην κατάργηση αυτών των διακρίσεων. Τότε, όμως, λέγε το καθαρά, και άσε τα πισωγυρίσματα, του τύπου «δεν ξέρω», «δεν ξέρω πώς να λύσω την αντίφαση», «αλλά και πάλι ομολογώ πώς δεν ξέρω», «προλαβαίνω τον αντίλογο» και τα συναφή.
Θα κλείσω όπως άρχισα: Λοιπόν, εγώ που σε αγαπώ…
Ε.Κ.
Δημοσίευση σχολίου