12/6/07

Σεπτεμβρίου ρέστα [β΄]

Τα Νέα, 2 Οκτωβρίου 2004

Κιτς δεν είναι το καθετί που μπορεί να μη μας αρέσει κάθε φορά, ένα φουστάνι ή ένα εικαστικό στοιχείο· κιτς μπορεί να είναι κάποτε η στάση μας, η συμπεριφορά μας, κάτι εκτός ορίων και τόπου

το πλήρες κείμενο:

Κάθεστε απέναντι από δυο άτομα ή από μια παρέα, που κάτι λένε και γελούν συνέχεια, καλόκαρδα και δυνατά. Δεν έχετε ιδέα για τι πράγμα γελούν, αλλά το πλούσιο γέλιο σάς γεννά ευφορία, στα χείλη σας σχηματίζεται ένα χαμόγελο, σχεδόν γελάτε κι εσείς μέσα σας. Εκείνοι συνεχίζουν να γελούν, δυνατά, χωρίς σταματημό. Σε λίγο την ευφορία σας τη διαδέχεται αμηχανία, και λίγο αργότερα ντρέπεστε να ομολογήσετε πως έχετε ενοχληθεί, ίσως και εκνευριστεί.

Είναι γνωστό το «πείραμα» αυτό, είναι επίσης γνωστό πως ο αποτελεσματικότερος τρόπος να εξαγριώσετε έναν εχθρό σας είναι να αρχίσετε να γελάτε ασταμάτητα μπροστά του: προσοχή, όχι ειρωνικά, όχι σαρκαστικά, αλλά όσο πιο ανέμελα μπορείτε, και σαν να καταδιασκεδάζετε με κάποιο ευφρόσυνο θέαμα. Όπου δηλαδή κάτι εξ ορισμού καλό, το γέλιο, μπορεί να λειτουργήσει αρνητικά. Φαινομενικά παράδοξο αυτό, έχει όμως να κάνει με το περίπλοκο θέμα των κωδίκων που υπάρχουν ενσωματωμένοι σε κάθε έκφανση της ζωής και της εν γένει συμπεριφοράς μας, έχει να κάνει με το εξαιρετικά λεπτό θέμα του άκαιρου και του άτοπου, με τις πλέον εύθραυστες ισορροπίες και το μέτρο.

Βίσση - Σαββόπουλος στη λήξη

Μίμηση γλεντιού, όπερ άτοπον

Διάλεξα χαρακτηριστικό, πιστεύω, παράδειγμα το γέλιο, για να εξηγήσω τη θέση μου απέναντι στο τελευταίο μέρος της τελετής λήξης των Ολυμπιακών, όπως είχα υποσχεθεί στην προηγούμενη επιφυλλίδα. Ξαναλέω ότι, πλάι στην υψηλής πνοής έναρξη, θεωρώ ιδιαίτερα πετυχημένη και την τελετή της λήξης, με όσες ενστάσεις κι αν έχω, ή παρόλο που πολλοί από τους τραγουδιστές και άλλα τόσα από τα τραγούδια δεν ανταποκρίνονταν π.χ. στα προσωπικά μου γούστα: το βρίσκω ιδιαίτερα άγονο το παιχνίδι της «κολοκυθιάς», γιατί αυτός κι όχι ο άλλος τραγουδιστής, γιατί αυτό κι όχι το άλλο τραγούδι. Αν όμως στο πρώτο μέρος της τελετής λήξης δείξαμε στους ξένους το εύρος της μουσικής μας, πάντα στο πλαίσιο της γιορτής, κι έτσι όχι βεβαίως Σκαλκώτα και Χρήστου, αλλά δημοτική έως Χατζιδάκι, μαζί και ελαφρό και λαϊκό τραγούδι, στο τελευταίο μέρος θελήσαμε να τους δείξουμε πια το γλέντι, τον τρόπο με τον οποίο διασκεδάζουμε, περιορισμένο έστω στο ελληνικό μέρος.

Εδώ όμως τίθεται το θέμα των ορίων. Γιατί μπορεί να καλείς τον ξένο να του δείξεις το σπίτι σου κι όσα καλά περιέχει, όπως έγινε με την τελετή της έναρξης (που έφτασε μάλιστα να κατηγορηθεί σαν επιδειξιομανία), δεν τον καλείς όμως να κάτσει όρθιος στην κουζίνα σου την ώρα που περιδρομιάζεις, βγάζοντας αποπάνω βογκητά απόλαυσης, αχ τι ωραία που τρώω εγώ κι εσύ με βλέπεις. Αναφέρομαι δηλαδή στον νατουραλιστικό τρόπο με τον οποίο παρουσιάστηκε το γλέντι, αναφέρομαι στην αντικειμενική αδυναμία να αναπαρασταθούν ρεαλιστικά και με πιστοποιητικά γνησιότητας τελετές και μυσταγωγίες έξω από τον φυσικό τους χώρο, χωρίς να συρρικνωθούν σε θέαμα –οσοδήποτε υψηλής πνοής και συγκίνησης. Παρεκτός, κι εδώ είναι η ύψιστη σοφία, και δείχνεις διαρκώς τη σύμβασή σου, πως εγώ εδώ κάνω θέατρο· αν όμως επιμένεις πως, όχι, δείτε με, γλεντώ, εγώ γλεντώ στ’ αλήθεια, τότε εκπίπτεις σε καρικατούρα. Αυτά τα εξαιρετικά λεπτά όρια δεν τα είδε προπαντός η Βίσση.

Παρένθεση: το ξανάγραψα πως δεν με ενόχλησε η επιλογή της Βίσση, ούτε του Ρουβά: είναι εξέχοντα ονόματα του μουσικού τοπίου, έστω κι αν δεν μας αρέσει το συγκεκριμένο είδος που υπηρετούν, και καλώς τους κάλεσαν, αν έτσι αναγνώριζαν το κέφι που αυτοί και όχι οι άλλοι μπορούν να δημιουργήσουν. Έχει όμως σημασία το κριτήριο να είναι αυτό, και να είναι καθαρό, και όχι επειδή «αυτά θέλει ο κόσμος» –κάτι που αυτονόητα σχεδόν δεν αποτέλεσε ποτέ γνώμονα στην καθαυτό δημιουργία των «δικών μας» δημιουργών, από τον Παπαϊωάννου ώς τον Σαββόπουλο. Καλώς λοιπόν τους διάλεξαν, μα αν ο Σάκης είπε το Καραμπιμπερίμ του μεγάλου ρεμπέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, η Βίσση είπε σουξέ δικό της· αλλά ούτε κι αυτό πειράζει· το να το πει και να κυλιέται χάμω, αυτό πειράζει: γιατί έχει ακριβώς να κάνει με τους κώδικες που ορίζουν ότι αλλιώς θα πεις ένα τραγούδι στο στούντιο, αλλιώς στο σπίτι με τους φίλους, αλλιώς στο νυχτερινό μαγαζί, αλλιώς στο γήπεδο –και, μάλιστα, αλλιώς στο πολύ μεγάλο γήπεδο.

Αυτό το τελευταίο έχει τώρα να κάνει και με τον Σαββόπουλο. Που υπήρξε αυτός που πάντα ξέρουμε, ο μέγας πανηγυριστής και γητευτής, ο ίδιος που με τον ίδιο τρόπο ξεσηκώνει πάντοτε τον κόσμο στην μπουάτ, στο θέατρο, στο Μέγαρο, στο Ηρώδειο, ακόμα και στο γήπεδο· εδώ όμως αστόχησε, πιστεύω, γιατί άλλοι είναι οι κώδικες στο πολύ μεγάλο τώρα γήπεδο. Εδώ πια ο μέγας έμοιαζε μικρός, χωρίς καμία αίσθηση του χώρου, με το ταμπούρλο πάνω κάτω, «σαν να τους ανακάλυψε αυτός τους Ολυμπιακούς, κι είναι δικοί του» σχολίασε μια φίλη έκθαμβη, βλέποντάς τον από την τηλεόραση.

Και επειδή κιτς δεν είναι επιτέλους το καθετί που μπορεί να μη μας αρέσει κάθε φορά, ένα φουστάνι, ένα σκηνικό, ένα εικαστικό στοιχείο, αλλά κιτς μπορεί κυρίως να είναι κάποτε η στάση μας, η συμπεριφορά μας, το εκτός ορίων και τόπου, αυτές οι βασικές παραβάσεις αυστηρότατων εντέλει κωδίκων επέτρεψαν να χαρακτηριστεί, άδικα οπωσδήποτε, «σκυλάδικο» ένα πρόγραμμα που πάντως δεν είχε σκυλάδικα τραγούδια! Είχε όμως τέτοιο ύφος. Ή μάλλον έτσι εισπράχτηκε η επιδεικτική και επιθετική μίμηση του γλεντιού. Γιατί δεν είναι εντέλει θέμα τραγουδιστών και τραγουδιών· είναι απλούστατα θέμα παρουσίας, ύφους δηλαδή. Ή, πιο απλά, ναι στα τραγούδια του γλεντιού, όχι στη μίμηση του γλεντιού. Παραταύτα, βρίσκω τουλάχιστον ακατανόητο να φτάνει αυτή η στυφή έστω επίγευση να καλύπτει μέσα στη γενικότερη γκρίνια ό,τι άρτιο αισθητικά είχε προηγηθεί στην ίδια την τελετή λήξης, και πολύ περισσότερο στην τελετή έναρξης.

Όχι Ευμενίδες, Ερινύες

Μίμηση γλώσσας αρχαίας, όπερ ατοπότατον


Και αν δεν αναπαρίσταται το γλέντι, πώς να αναπαρασταθεί μια γλώσσα ολόκληρη που δεν τη γνωρίζουμε, που δεν γνωρίζουμε βασικά στοιχεία της, όπως το άκουσμα, τον ήχο της. Αναφέρομαι στην παράσταση των Ευμενίδων στα αρχαία, κατά τη φιλοδοξία της Άννας Συνοδινού. Η Άννα Συνοδινού, ηγερία κάποτε του δημοκρατικού χώρου, στους κρίσιμους προδικτατορικούς καιρούς, βρέθηκε μεταδικτατορικά άχαρη αλλά δυναμική σημαιοφόρος της Δεξιάς. Από τις μεγάλες μας τραγωδούς, εξαφανισμένη χρόνια από τη σκηνή, για σοβαρούς λόγους υγείας, περιορίζεται δυστυχώς να κάνει αισθητή την παρουσία της σαν χούλιγκαν φονταμενταλίστρια πατρίδος, γλώσσης και θρησκείας. Μόνο από τέτοια, πάλι δυστυχώς, την ξέρουν οι νεότεροι. Αλλά κι εγώ, τελευταία της «παράσταση» που θυμάμαι, ήταν ο επικήδειος που εκφώνησε στην κηδεία του Μίνου Βολανάκη. Μιλούσε ατέλειωτα, και με μεγάλο πάθος. «Μίνω, καλά που πέθανες» κραύγασε κάποια στιγμή· και συμπλήρωσε: «για να μη βλέπεις αυτά που γίνονται γύρω σου…» –και βγήκαν οι μισοί απ’ την εκκλησία, σκανδαλισμένοι ή κρυφογελώντας.

Τώρα η Άννα Συνοδινού ανέβασε τις Ευμενίδες του Αισχύλου σε διπλή παράσταση, στα αρχαία και στα νέα ελληνικά. Δεν θα κουραστώ να γράφω για την ασέβεια, εντέλει, άσε πια τον μεγαλοϊδεατισμό, να ανεβάζονται έργα στα αρχαία, ειδικά να απαγγέλλεται ο αρχαίος λόγος, από τη στιγμή που αγνοούμε την αρχαία προφορά, και ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή, οπότε είναι σαν να διαβάζουμε μισή παρτιτούρα. Το σκέφτεται άραγε η κυρία Συνοδινού, να μείνει καταγραμμένη κάποια παλιά ερμηνεία της, και τα μηχανήματα του μέλλοντος να αδυνατούν να αναπαραγάγουν τους μισούς και παραπάνω φθόγγους, τις μισές και παραπάνω συχνότητες; Μόνο χοντροκομμένη φάρσα θα ’ταν κάτι τέτοιο. Και όχι τιμή, παρά ύβρις. Κοινώς κάζο.

Άχαρος ο Σεπτέμβριος αυτός, μαζί και με τα ανατριχιαστικά ρατσιστικά των «εφήβων βουλευτών», σαν να μη μας έφταναν τα ανάλογα των «ωρίμων» βουλευτών μας, ή με τα επικοινωνιακά του Μακαριοτάτου, που δε μας αφήνουν να χαρούμε το ξεμύτισμα της δημοτικής μέσα στην εκκλησία.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: