56. Λ’αλφαμπετάρ ντε λα μωρί
Τα Νέα, 28 Απριλίου 2001
Στο προηγούμενο μίλησα για το “Welcome to Hellas” της Ολυμπιακής μας, το οποίο επεμβαίνει βάναυσα στη γλώσσα του άλλου, την ίδια στιγμή που εμείς τη France, τη Φραγκία, θέλουμε να τη λέμε Γαλλία, δηλαδή Γαλατία –για να μη φτάσω και στα πιο ζόρικα, στην Κωνσταντινούπολη λόγου χάρη. Γιατί, όπως σεβόμαστε τη γλώσσα τη δική μας με την ιστορία της, που διάλεξε τις λέξεις της με βάση τη δική της λογική, μέσα και από λάθη και από δρόμους σκολιούς, έτσι οφείλουμε να σεβόμαστε και τη γλώσσα του άλλου. Δεν νοείται να γίνουμε εμείς τροχονόμοι στην ξένη γλώσσα. Κι ούτε είναι τόσο απλό: ότι όνομά μας είναι, τάχα, κι οφείλουν να το λένε όπως θέλουμε εμείς, κάτι σαν το «να με λέτε Ιωάννη», ή κάποιον υπουργό παλιά της Νέας Δημοκρατίας, που ήθελε το όνομά του, Μπίτσιος, να αποκτήσει πιο συσταζούμενη τάχα γενική: «Μπιτσίου».
διαβάστε τη συνέχεια...
Δεν επεμβαίνουμε λοιπόν σε ξένη γλώσσα. Ούτε, κυρίως, νομοθετούμε.
Έχω στα χέρια μου ένα τομίδιο, 96 σελίδες: Dictionnaire des mots inexistants λέγεται, δηλαδή «Λεξικό ανύπαρκτων λέξεων», που προτείνει στους Γάλλους να εμπλουτίσουν το λεξιλόγιό τους με ελληνικές λέξεις. Συγγραφείς του, ο ψυχίατρος και λογοτέχνης Αριστοτέλης Νικολαΐδης και ο ψυχίατρος Νίκος Νικολαΐδης, που υπογράφουν σαν Aristote et Nikos Nikolaïdis. Το «λεξικό» εκδόθηκε στη Γενεύη το 1989 και την ύπαρξή του την έμαθα πρόσφατα από τη γλωσσολόγο Μάρω Κακριδή, η οποία το χρησιμοποιεί στο μάθημά της στο πανεπιστήμιο, σαν παράδειγμα προς αποφυγή. Όταν το διάβασα και πίστεψα το απίστευτο, ότι το εγχείρημα δηλαδή είναι «σοβαρών προθέσεων», σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να πάρει μια γεύση και ο αναγνώστης της σελίδας αυτής. Και να δει τη γλώσσα του να δοξάζεται στα χείλη των Γάλλων, που όταν κάποτε κατέβηκαν απ’ τα δέντρα και βρήκαν έτοιμο λόγο ανθρωπινό, τουτέστιν ελληνικό, άρχισαν κι αυτοί να ψελλίζουν φιλοζοφί, ντεμοκρασί και ανατομί, και τώρα θα τους δώσουμε να μάθουν κι άλλα: αφιλοτιμί και αστυφιλί, κι ακόμα πιο πολλά και κρίσιμα για την επιβίωσή τους και την προκοπή, π.χ. επιστολοφόμπ και επιστολοφομπί, ε ναι, αυτό που λέμε κάθε μέρα πια εμείς: επιστολοφόβος και επιστολοφοβία!
Με τον επιστολοφόμπ, αυτόν, λέει, «που φοβάται να γράψει επιστολές», παράδειγμα: «παρόλο που είναι επιστολοφόβος, μου έστειλε νέα του», με τον «επιστολοφόβο», λοιπόν, φύγαμε μακριά, ακόμα και από αυτή την άμετρη φιλοδοξία τού να προτείνει κάποιος σε μια ξένη γλώσσα λέξεις της δικής του: εδώ πια έχουμε λέξεις ανύπαρκτες και στη δική μας, λέξεις που προπαντός επιζητούν να καλύψουν ανύπαρκτες ανάγκες. Θα μεταφέρω όσο περισσότερες μπορώ, με μία μόνο παρατήρηση, χωρίς άλλα πολλά: γνωρίζω μια ξένη γλώσσα δεν σημαίνει απλώς γνωρίζω, έστω «τέλεια», να διαβάζω, να καταλαβαίνω, να μιλώ· γνωρίζω μια ξένη γλώσσα, όταν μάλιστα φιλοδοξώ να νομοθετήσω σ’ αυτήν, σημαίνει γνωρίζω το μηχανισμό παραγωγής και σύνθεσης της γλώσσας αυτής, γνωρίζω τη φωνολογία της, εν γένει τους δικούς της νόμους. Τελεία.
Ξεφυλλίζω το «λεξικό» και μεταγράφω εδώ ελληνικά τα λήμματα, έτσι, σαν τεστ νοημοσύνης γενικά, σαν τεστ γνώσεων και ταχείας αντίληψης για γαλλομαθείς ειδικότερα (με μαύρα στοιχεία σημειώνω τα παχιά σύμφωνα και τα κλειστά φωνήεντα), έπειτα, για βοήθεια, δίνω καμιά φορά τη γαλλική γραφή και την πρότυπη ελληνική λέξη· και, αντί για οποιοδήποτε σχόλιο, μεταφράζω ορισμένες φορές και το παράδειγμα, εκεί όπου φαίνεται η αβυσσαλέα απόσταση και από την ελληνική πλέον γλώσσα, και γενικότερα από την καθημερινή γλωσσική πραγματικότητα.
Α
-Ακτεμόν, λοιπόν, actémon, ο ακτήμων –αρχίζω για εξοικείωση με εύκολα.
-Και αντικάστ, adicaste, ο αδίκαστος.
-Ε καλά, αμφικρονί, αμφιτυμί, αντροπρεπί και αντροπρέπ, αντροποφιλί, ακόμα πιο εύκολα.
-Αλλοφύλ και αλλοφυλί: «Η αλλοφυλία μεταξύ Ασιατών και Αφρικανών είναι προφανής»!
-Έπειτα, αναποντράστ ο αναπόδραστος, αν’τιντίκ ο αντίδικος, αν’τιζέλ ο αντίζηλος, γαλλικά antijèle, γιατί δεν μας έφτανε το άλλο zèle, το ελληνικό βεβαίως.
-Και ανεπιφυλάκτ και απαραλλάκτ και απράκτ, και ω αυτή η Ανατολέ!
-Και αφιλοκαλί: «επίπλωσε το διαμέρισμά του με απίστευτη αφιλοκαλία»!
-Και ωτοτυζί και ωτοκλέτ, μπερδευτήκαμε, γιά να τις δούμε γαλλικά: autothysie και autoclète: μάλιστα, αυτοθυσία και αυτόκλητος.
-Απροτύμ και ασκολιάστ και αρτιζυστάτ, απρόθυμος και ασχολίαστος και αρτισύστατος.
-Και αρτιμάτ: «αν και αρτιμαθής, είναι ήδη πολύ επιδέξιος σ’ αυτό το επάγγελμα».
-Και ο αρτοφάζ: «παραμένει ευκίνητος, παρόλο που είναι αρτοφάγος»!
-Και το επιδόρπιο: αρρενοφτορί: «διαφθορά παρά φύσιν μεταξύ ανδρών, ομοφυλοφιλία, παιδεραστία» κατά το ερμήνευμα, με παραδείγματα τα εξής: «Ο Λάιος ήταν ο πρώτος από τους θνητούς που ασκούσε την αρρενοφθορία» και «Η αηδία του για τις γυναίκες συνδέεται με την αρρενοφθορία του».
Β
-Μπανωσολοζί και μπανωσολόγκ; να βοηθήσω: banaussologie και banaussologue, βαναυσολογία και βαναυσολόγος· νά, όπως λέμε: «ήταν βαναυσολόγος με το αφεντικό του»!
-Και μπαρυαλζί: «η μετεγχειρητική βαρυαλγία τον ακινητοποίησε».
-Και μπαρυπάν’τ ο βαρυπενθής: «η ήττα κατέστησε βαρυπενθές το έθνος».
-Μπιοπαλέστ και μπραντυπόρ, βιοπαλαιστής και βραδυπόρος.
-Μπρασυζομί η βραχυσωμία.
-Και η μπρασυπεπσί, η βραδυπεψία –ίσως του αναγνώστη.
C
-Κακοτέκν ο κακότεχνος, καλλιγκλότ ο καλλίγλωττος, καλλιμορφί η καλλιμορφία.
-Και κακοτρόπ.
D
-Ντετερογκάμ ο δευτερόγαμος, ντυζαναμπάτ ο δυσανάβατος, το «δυσανάβατο μονοπάτι», και ντυζαπομπλέτ ο δυσαπόβλητος.
-Ντυζεξικνιάστ, δηλαδή δυσεξιχνίαστο: το μυστήριο της θεότητος, αλλά προπάντων ο νους του ανθρώπου, ντυζερέτ, με τρελαίνει αυτό, ο δυσεύρετος, και ντυζεγκζεζέτ ο δυσεξήγητος.
-Και ντυζαποσπάστ ο δυσαπόσπαστος, έτσι όπως λέμε: «η φιλία τους τούς καθιστά δυσαποσπάστους».
-Και ντυζπαρεγκορέτ, δυσπαρηγόρητος, κάποιος π.χ. που έχει ασθένεια ντυζιάτ, δυσίατον.
Ε
-Εκοζενιάρκ, εφεμεριντοφάζ, ελετεροτυπί, τώρα πετάει ο αναγνώστης, ελαφροπόντ, ελαφρόπους.
-Εφαπσί ο εφαψίας, συν η επιστολοφομπί κι ο επιστολοφόμπ που λέγαμε, και εροτοπλέκτ ουχί ο ερωτόπλεκτος αλλά ο ερωτόπληκτος.
-Εκαταλέπτ, eucatalepte, ο ευκατάληπτος –ο κατανοέτ, όπως θα λέγαμε εμείς.
-Και εσταζί, eustasie, ευστάθεια, και εταξί, eutaxie, ευταξία.
-Και ετνοκαταράτ.
F
-Η φυγκομασί και ο φυγκομάκ.
G
-Γκαλλομάτ, γαλλομαθής, και γκαλακτοτροφί, και «γκλυκοτρόπ γυναίκα».
-Ζυνεκομάν όχι το γυναικομάνι μα ο γυναικομανής.
-Και όλοι ξέρουμε από γκλοσοπλάστ –και γκλοσοκτόν.
H
-Ελλενομάτ, που θα τους κάνουμε όλους.
-Εξαμέλ και επταμέλ.
-Και εμεραρζί: «οι απεργοί απαιτούν να πληρώνονται οι ημεραργίες τους».
-Ετεροσινέτ, ετεροκίνητος. Και ετιμοπολέμ.
-Και ετερορύτμ: «της ίδιας θρησκείας αλλά ετερόρρυθμοι στις τελετές τους».
-Ομοτιμί, homotimie, η ομοτιμία, κι εδώ η σελίδα προτείνει κι άλλη ομοτιμί, την homothymie, να μάθουν και ομοθυμία αλλά και άλλη ακόμα ιστορική ορθογραφία οι Γάλλοι.
-Και ομοτρόπ, αυτός βεβαίως που έχει τους ίδιους τρόπους, τις ίδιες τάσεις: «ανεξαρτήτως του χαρακτήρα του, ασκώντας το ίδιο επάγγελμα γίνεται κανείς ομότροπος».
-Και ομοτύπ: «αυτό το ζευγάρι δίνει την αίσθηση πως είναι απολύτως ομότυπο».
-Και ορκοντοσί και οροντίκτ.
Ι
-Ιατροφιλί, ιατρομανί: «η ιατροφιλία του κατάντησε κανονική αρρώστια», το αντίθετο της ιατροφομπί.
J, K, δεν έχει.
L
-Λεστοπραξί η ληστοπραξία, λιποψυσί η λιποψυχία, και λεξιτέρ ο lexithère.
-Λεπτογκράφ: «παρά την πρεσβυωπία του είναι λεπτογράφος».
Μ
-Μειοντοζί και μεζοπολέμ και μυτιστορέμ.
Ν
-Νεοντμέτ: «τα νεόδμητα σπίτια δεν τα πείραξε ο σεισμός».
Ο
-Οκλοκρασί η οχλοκρατία, ολιγκοεμέρ ο ολιγοήμερος.
-Ολιγκολόγκ και ολιγκαρίτμ.
-Ονοματύρζ ο ονοματουργός.
-Κι ο οψιγκάμ: «αν και οψίγαμος, απέκτησε πολυμελή οικογένεια».
-Και ορνιτοκλοπί, και ορνιτοκλέπτ ο cleftokotas.
Ρ
-Πανσελέν και παρερμενί.
-Και πατροπαραντόζ η «πατροπαράδοσις»: «φέρθηκαν σαν ήρωες, πιστοί στην πατροπαράδοσή τους» και «διατηρώ την πίστη μου εκ πατροπαραδόσεως».
-Παραπιστίκ, παρενερζί και φιλυποπσί.
-Πολεμοκαρίκ, ψυκρολουζί, ψυκοφτόρ και πρικοτέρ.
-Και αχ το πεντιοτέν, pédiothène, παιδιόθεν.
-Και φρενοπλύζ, η γνωστή φρενόπλυσις, ελληνικότερα: plyse encéphalique!
-Προτοφάν. Και πυκνοτρίξ.
Q. Ούτε κου έχει.
R
-Η ροντοντακτύλ του Ομήρου. Και ροντοστέφ.
S
-Σκανταλοτέρ και σισμοπάτ.
-Και σενοτεζί, scénothésie, η σκηνοθεσία.
-Και τώρα να πέφτουν τα στοιχήματα: σκοποφιλί, ήτοι scopophilie, ήτοι σκοποφιλία· ούτε τώρα; από το σκοπώ=voir, viser, και φιλώ=aimer· ούτε τώρα; «αυτός που του αρέσει παθολογικά να βλέπει, να παρατηρεί. Ηδονοβλεψίας», κοινώς matakias.
Τ
-Τασυμπουλί και τασυμπούλ, tachyboulie και tachyboule: «η ταχυβουλία του μας έβγαλε από το αδιέξοδο», και «ταχύβουλος πολιτικός».
-Και τασυματί η ταχυμάθεια.
-Τασυπορί «η γρήγορη πορεία»: «η ταχυπορεία μιας στρατιάς».
-Τωτοζέμ και τωτοζεμί, ταυτόσημος και ταυτοσημία.
-Τεζιτέρ ο θεσιθήρας, και ταλασοκρασί η thalassocratie.
-Τρασυγκλότ ο «θρασύγλωττος»: «έτσι θρασύγλωττος που είναι, γίνεται πιστευτός».
-Έπειτα, τιμετρόπ, timétrope, τιμήτροπος, «αυτός που έχει τάση να αναζητάει τιμές», παράδειγμα: «οι στρατιωτικοί είναι φιλόδοξοι και τιμήτροποι»!
-Και τελυμάν, thélymane, ο θηλυμανής, κοινώς gomeniaris.
-Μετά, τεοπέμπτ, ακούς Χριστόδουλε, και τεοφομπουμέν ο θεοφοβούμενος.
-Τεομπαντίστ το όρος Σινά, κι η Τεοτόκ να μας φυλάει.
-Τέλος, η τεοφόρ ιδέα, ναι, théophore, η «εμπνευσμένη απ’ το Θεό», παράδειγμα: «τι μεγαλοφυής και θεοφόρος ιδέα» –και πάλι όλοι ξέρουμε απ’ αυτό!
U, V, W, δεν έχει.
Χ
-η ξεροφαζί μας.
Υ. ούτε υ γκρεκ έχει –τι υ γκρεκ δηλαδή: υ ελλέν!
Ζ
-Ο ζοοκλέπτ. Ποια ζώα, τώρα... εδώ μας τα πήραν όλα.
Τέλος.
Πάνε, λέει, δύο από χωριό σε εστιατόριο στο Παρίσι, και τρέμει ο ένας, πώς θα παραγγείλουν, που δεν γνωρίζουν τη γλώσσα. Μπα, δεν είναι τίποτα, τον πειράζει ο άλλος· θα τρως τα τελευταία γράμματα της λέξης και θα βάζεις μπροστά το άρθρο «λα»: λα πατάτ, λα αγγουροντομάτ και τα λοιπά. Έρχεται το γκαρσόνι, παραγγέλνει δειλά ο πρώτος, και ω του θαύματος η παραγγελία έρχεται σωστή. Μωρέ καλά μου τα ’λεγες, λέει έκθαμβος στο φίλο του, αλήθεια είν’ εύκολα τα γαλλικά! –Α ρε πατρίδα, λέει και το γκαρσόνι που άκουγε, ας μην ήμουν εγώ, και θα ’τρωγες λα σκατά!
Ας ξεχάσουμε τι φάγαμε εμείς τώρα, αναγνώστα, κι εμπρός ο καθείς για γλωσσική ιεραποστολή, για ένα αλφαμπετάρ, λ’αλφαμπετάρ ντε λα μωρί.
2 σχόλια:
Αγαπητέ κ. Χάρη,
Πρώτα απ' όλα, θερμά συγχαρητήρια για την υπομονή και τη μαχητικότητά σας όλα αυτά τα χρόνια (σάς διαβάζω εδώ και μια δεκαετία περίπου). Το "Αλφαμπετάρ ντε λα μωρί" ήταν εξαιρετικό -- και δεόντως γλυκόπικρο. Μια σχολαστική παρατήρηση μόνο. Το "scopophilie" δεν υπάρχει, βέβαια, στα γαλλικά· είναι όμως καθιερωμένος όρος στα αγγλικά (scopophilia και scopophiliac), όπου σημαίνει, πράγματι, matakias.
Με εγκάρδιες ευχές,
Τιπούκειτος
πολύ ευχαριστώ και για τα καλά λόγια και για την πληροφορία, Τιπούκειτε. [Το θέμα βέβαια με τον μακαρίτη είναι πως θέλει να πετάξει κοινότατες συχνά λέξεις των Γάλλων, για να τους χαρίσει περικλεείς ελληνικές, άλλοτε αρχαίες και άλλοτε απλώς ακραίες, αχρησιμοποίητες εδώ και αιώνες, ήδη στην ελληνική. Άσε πια όταν τους σερβίρει λέξεις που ούτε εκείνοι ούτε εμείς τις χρειαστήκαμε ποτέ (τον επιστολοφόβο π.χ.), κι ενώ ανέκδοτο καταντάει όταν θέλει να ποτίσει με το ζόρι τους Φράγκους, όπως θέλουν αυτοί να αποκαλούνται, τους Français, καταπότι ελληνικό, τον gallomathe, λέει, για τον γαλλομαθή!]
Δημοσίευση σχολίου