Αναπλάσεις και αποστειρωμένη πόλη
Τα Νέα, 30 Οκτωβρίου 2004
Συχνά οι αναπλάσεις έχουν στόχο την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη
Οι καλλιτέχνες του δρόμου εκδιώχθηκαν με αστυνομική επιχείρηση σκούπα από την Ερμού! Μήπως τώρα «μολύνουν» και τα αρχαία μας;
το πλήρες κείμενο:
Ανάπλαση, η νέα θρησκεία της συμπλεγματικής πόλης, με αρχιερείς μάλλον τους εργολάβους, πάνω κι από τους αρχιτέκτονες. Αναπλάσεις και νεοπλασίες, κοινώς καρκινώματα. Σώνει και καλά; Βεβαίως όχι, αλλά όλο και πιο συχνά.
Έχω πολλές φορές γράψει πως η νοσταλγία, που εξωραΐζει το παρελθόν, παραβλέποντας βασικά συστατικά του, είναι εντέλει δύναμη αντιδραστική, και ελπίζω πως δεν θα κατηγορηθώ εκ προοιμίου σαν επαγγελματίας νοσταλγός, με την αντιαναπλασιακή τώρα δυσφορία μου.
Ούτως ή άλλως, δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο να νοσταλγήσω από την παλιά, απλώς διεκπεραιωτική για την κυκλοφορία, πλατεία Ομονοίας, πολύ περισσότερο από την παλιά, εντελώς άχρωμη πλατεία Κουμουνδούρου. Νοσταλγούσα όμως την πολύ παλιά πλατεία Συντάγματος, με τα δύο της ζαχαροπλαστεία, που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια και αλλεπάλληλες αναπλάσεις (με κεντρική την παντελώς άσκοπη του κατά τύχη δήμαρχου Γιατράκου, παραμονές ξηλώματός της για το μετρό), για να ξανάρθει τώρα πια κάπως στα συγκαλά της. Και οπωσδήποτε νοσταλγώ την παλιά, ολοζώντανη πλατεία Κοτζιά, προτού την κάνει μνημείο-πρότυπο ανθρωποδιώχτη ο Άρχων Ατσαλάκωτος.
Κι αυτό είναι πάντα το κλειδί: ο ανθρωποδιωχτικός χαρακτήρας, περισσότερο κι από την αισθητική, που είναι στο κάτω κάτω υποκειμενική, ακόμα κι αν πρόκειται για καταφανείς ασχημίες, όπως πάλι της Κοτζιά.
Πριν από έναν ακριβώς χρόνο είχα αφιερώσει δύο επιφυλλίδες στα κάγκελα και την ανάπλαση που άρχιζε στο Πεδίο του Άρεως (α και β), την ανάπλαση που στόχο είχε και έχει (βλέπε λ.χ. Εξάρχεια) την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη. Που όλο και περισσότερο αποκλείει τα αδέσποτά της, τετράποδα και δίποδα, καθετί το εκτός νόρμας, από τους μικροπωλητές και τα «ανατολίτικα» παζάρια στο Μοναστηράκι ή στις παρυφές των λαϊκών αγορών έως τους λαθρομετανάστες, τους τοξικομανείς και τους ομοφυλόφιλους. Έτσι, βασιλεία των σεκιουριτάδων στις λαϊκές, αποψιλωμένα δημόσια πάρκα, ξυρισμένα από κάθε χαμηλή (έως 3 μέτρα!) βλάστηση, κλεισμένες, καταργημένες δημόσιες τουαλέτες. Και κάγκελα.
Η «σημειολογία του κάγκελου», που υποδεικνύει ακριβώς αστυνόμευση, όπως είχε δηλώσει απερίφραστα ο υπεύθυνος για την καγκελόφραξη του Φιλοπάππου, συναντά ακόμα κάποιες αντιστάσεις –θεωρητικά βεβαίως, κι αφού υπάρχουν τα τετελεσμένα (λίγα πάντως από τα κάγκελα στους δρόμους τα έβγαλε η Ντόρα, όπως και τα ανεκδιήγητα αγάλματα της Κοτζιά –αν βγάλει και τα υπόλοιπα, έχει την ψήφο μου διά βίου), τα κάγκελα, λοιπόν, συναντούν ακόμα κάποιες αντιστάσεις· η ιδεολογία της αποστείρωσης, ελάχιστες.
Θεωρήθηκε απολύτως φυσικό –ήταν μάλιστα «αίτημα λαού», των περιοίκων– να φύγουν από το Πεδίο του Άρεως το χριστουγεννιάτικο και το πασχαλινό παζάρι, οι μικροπωλητές δηλαδή που τους είχαν ήδη διώξει από το κέντρο της πόλης, πάλι για λόγους «ευπρεπισμού»· έφυγαν έτσι και οι ανθοκομικές εκθέσεις και η έκθεση βιβλίου. Και η έκθεση βιβλίου, παρά την κατακραυγή, πήγε φέτος δεύτερη φορά στον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου (ο οποίος είχε δοθεί για προεκλογικές συγκεντρώσεις, ξεσηκώθηκε γενική αντίδραση, και αποφασίστηκε να μην ξαναδοθεί πουθενά).
Αν όμως λέω πως καλά ήταν οι εκθέσεις στο Πεδίο του Άρεως, και ό,τι άλλο του έδινε ζωή, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και στην Αρεοπαγίτου. Όντως, όσο κι αν είναι πιο περίπλοκο το θέμα, καθώς παρεμβάλλονται αρχαιολογικές και άλλες υπηρεσίες, δεν θα διαφωνούσα γενικά με τη χρήση της Αρεοπαγίτου –αυτό τον υπέροχο πεζόδρομο, που όμως για την ώρα είναι περισσότερο μνημειακός παρά χρηστικός, ειδικά στη συνέχειά του, στην Αποστόλου Παύλου. Ωστόσο η Αρεοπαγίτου παραχωρήθηκε στο βιβλίο, προφανώς επειδή το βιβλίο είναι είδος "ευγενές". Τότε όμως, ξανά, γιατί όχι στο Πεδίο του Άρεως; Όπου γινόταν κάτι σαν λαϊκή γιορτή, όπου κατέβαινε και κόσμος που σχεδόν δεν είχε ξαναδεί βιβλίο; Γιατί από τον χύμα λαό, φράγκα δεν έβγαιναν, ή έβγαιναν ελάχιστα. Τώρα στην Αρεοπαγίτου, καινούρια μόδα αλλά και πιο σικ, κατεβαίνει ευπορότερο κοινό. Είχα πάει στην πρώτη έκθεση, έφυγα στα δέκα λεπτά, και δεν ξαναπήγα. Σε τίποτα δεν μου άρεσε η περίπου διατεταγμένη πορεία, σε ατέλειωτη ευθεία, όπου πας πας, εσύ με τον πωλητή απέναντι, ίσα για να ξέρεις πως είσαι γειτονιά με την Ακρόπολη, άσε πια την άλλη πλευρά της έκθεσης, πλάτη στα αρχαία μεγαλεία, αυτήν που κοιτάει ασκαρδαμυκτί ντουβάρια και την είσοδο των πολυκατοικιών! Αλλά γούστα είναι αυτά, και δεν ήταν καθόλου αυτό το θέμα μου.
Το θέμα είναι ότι, για να εξασφαλίσουν οι υπεύθυνοι την παραχώρηση, υποσχέθηκαν, όπως διάβασα στις εφημερίδες, ότι θα κυνηγήσουν οι ίδιοι τους μικροπωλητές,
τα καροτσάκια με το μαλλί της γριάς και τα τοιαύτα. Αυτό λοιπόν, το για μένα ανατριχιαστικό, θεωρήθηκε φυσικό. Όπως φυσικό θεωρείται πια το να μην τρώει κανείς τίποτα στο μετρό, γιατί μόνο έτσι, λέει, θα διατηρηθεί καθαρό, και όπως απαγορεύονται, πάντα στο μετρό, πάλι οι μικροπωλητές, και φυσικά οι ζητιάνοι, οι πλανόδιοι μουσικοί και οι καλλιτέχνες του δρόμου.
Αλλά νά που ακόμα και οι καλλιτέχνες του δρόμου διώχτηκαν πρόσφατα από την Ερμού, με αστυνομική επιχείρηση σκούπα, πάλι έπειτα από «αίτημα λαού», τώρα των καταστηματαρχών. Προσοχή, δεν έδιωξαν τους μικροπωλητές, που έστω ότι αυτοί τους κλέβουν πελατεία (λες και ίδια πουλάει η μπουτίκ, ίδια ο φουκαράς Πακιστανός), έδιωξαν κάποιους πλανόδιους, συχνά ταλαντούχους μουσικούς, φοιτητές της Καλών Τεχνών και άλλους περφόρμερ, που έδιναν ακριβώς ζωή στην πόλη, και έτερπαν τα μάτια και τ’ αφτιά μας –αλλά κι όταν τα έγδερναν, κάποιοι αδέξιοι ή και φάλτσοι, τι έγινε επιτέλους!
Πόλη-χειρουργείο αποστειρωμένο, πόλη που αυτοακρωτηριάζεται, πόλη επαρχιώτικη στο νου, που γι’ αυτό συνέχεια αναπλάθεται. Πίσω λοιπόν στις πλατείες μας, καθρέφτη της ιδεολογίας της ανάπλασης. Για την Κοτζιά γράφτηκαν πάμπολλα –όμως αυτή παραμένει. Για την Ομόνοια επίσης –αυτής της κόλλησαν με σελοτέιπ κάτι ελιές και γλάστρες, τώρα θα την ξαναφτιάξουν, ίδωμεν. Πάντως, απ’ τα πολλά που γράφτηκαν, ξεχωρίζω, από τις φωνές υπεράσπισης, την παρέμβαση ενός αρχιτέκτονα, που μας εγκαλούσε αν θέλουμε πλατεία ή πάρκο, αφού, λέει, κι η ωραιότερη πλατεία της Ευρώπης, η Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, είναι ολόγυμνη –θαρρείς και ίδια η κλίμακα, και προπαντός ίδιες οι κλιματολογικές συνθήκες, ή και ο περιβάλλων χώρος. Αλλά μεγαλύτερη ειρωνεία κρύβει, μάλλον μας την ξερνάει στα μούτρα, ο όρος «ελευθεροχωράδες», δημιούργημα οικολόγου, παρακαλώ, σε ένθετο αριστερής εφημερίδας! Πάμε πιο κάτω απ’ την Ομόνοια: η νέα Κουμουνδούρου, με κάποια οπωσδήποτε αισθητική, δεν έχει ούτε μισό παγκάκι. Μόνο στα πεζούλια στα παρτέρια μπορεί κανείς να ψευτοκάτσει, σχεδόν κατάχαμα: κανείς; Όχι· μονάχα ο μετανάστης, για να τον ξεχωρίζουμε με ασφάλεια. Ίδια με το σχέδιο της Ομόνοιας: μακρύ πεζούλι, εκθετήριο μεταναστών, δακτυλοδεικτούμενων.
Το μη χείρον;
Γιατί φοβάμαι ότι τα περισσότερα έργα γίνονται σαν μακέτες, ανεξάρτητα από τον περιβάλλοντα χώρο, κάποτε και από την κλίμακά τους. Έξοχη μακέτα μού μοιάζει αίφνης η πλατεία Κολωνακίου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν παγκάκια ακριβώς για να κάτσεις, αλλά από μπετόν: πόσο ευχάριστα κάθεσαι τάχα στο μπετόν; Όμως, έτσι κι αλλιώς η πλατεία Κολωνακίου αποτέλεσε εμπρόθετα ύμνο στο μπετόν, το «παρεξηγημένο υλικό», όπως δήλωσαν οι δημιουργοί της, οι περίφημοι Αντωνακάκηδες. Στο σπίτι του κρεμασμένου, όσο και αν ακούγεται αποτροπιαστικό, γίνεται και όντως έγινε και ποίηση από μπετόν. Είπα όμως μακέτα, γιατί, κατά τη γνώμη μου, σε μια μικρή πλατεία συσσωρεύτηκαν πλήθος στοιχεία, μπορεί όλα λαμπρά καθαυτά, που ήθελαν όμως πολλαπλάσιο χώρο για να αναπνεύσουν –άρα να λειτουργήσουν. Και μπορεί τότε σ’ αυτή την υπέροχη αλλά ασφυκτική σύνθεση να χώραγε και κάποιος διάδρομος, για να περνούν σε ίσιωμα ηλικιωμένοι και καρότσια με μωρά.
Τέλειωσα, έτσι για μια νότα αισιοδοξίας, με την καλύτερη περίπτωση, τουλάχιστον υψηλής αισθητικής. Όμως, και στην καλύτερη περίπτωση καραδοκούν αποκλεισμοί.
Συχνά οι αναπλάσεις έχουν στόχο την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη
Οι καλλιτέχνες του δρόμου εκδιώχθηκαν με αστυνομική επιχείρηση σκούπα από την Ερμού! Μήπως τώρα «μολύνουν» και τα αρχαία μας;
το πλήρες κείμενο:
Ανάπλαση, η νέα θρησκεία της συμπλεγματικής πόλης, με αρχιερείς μάλλον τους εργολάβους, πάνω κι από τους αρχιτέκτονες. Αναπλάσεις και νεοπλασίες, κοινώς καρκινώματα. Σώνει και καλά; Βεβαίως όχι, αλλά όλο και πιο συχνά.
Έχω πολλές φορές γράψει πως η νοσταλγία, που εξωραΐζει το παρελθόν, παραβλέποντας βασικά συστατικά του, είναι εντέλει δύναμη αντιδραστική, και ελπίζω πως δεν θα κατηγορηθώ εκ προοιμίου σαν επαγγελματίας νοσταλγός, με την αντιαναπλασιακή τώρα δυσφορία μου.
Ούτως ή άλλως, δεν έχω τίποτα ιδιαίτερο να νοσταλγήσω από την παλιά, απλώς διεκπεραιωτική για την κυκλοφορία, πλατεία Ομονοίας, πολύ περισσότερο από την παλιά, εντελώς άχρωμη πλατεία Κουμουνδούρου. Νοσταλγούσα όμως την πολύ παλιά πλατεία Συντάγματος, με τα δύο της ζαχαροπλαστεία, που χρειάστηκε να περάσουν χρόνια και αλλεπάλληλες αναπλάσεις (με κεντρική την παντελώς άσκοπη του κατά τύχη δήμαρχου Γιατράκου, παραμονές ξηλώματός της για το μετρό), για να ξανάρθει τώρα πια κάπως στα συγκαλά της. Και οπωσδήποτε νοσταλγώ την παλιά, ολοζώντανη πλατεία Κοτζιά, προτού την κάνει μνημείο-πρότυπο ανθρωποδιώχτη ο Άρχων Ατσαλάκωτος.
Κι αυτό είναι πάντα το κλειδί: ο ανθρωποδιωχτικός χαρακτήρας, περισσότερο κι από την αισθητική, που είναι στο κάτω κάτω υποκειμενική, ακόμα κι αν πρόκειται για καταφανείς ασχημίες, όπως πάλι της Κοτζιά.
Πριν από έναν ακριβώς χρόνο είχα αφιερώσει δύο επιφυλλίδες στα κάγκελα και την ανάπλαση που άρχιζε στο Πεδίο του Άρεως (α και β), την ανάπλαση που στόχο είχε και έχει (βλέπε λ.χ. Εξάρχεια) την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη χρήση των δημόσιων χώρων, την όλο και περισσότερο ελεγχόμενη, προκαθορισμένη ζωή μας, μέσα από μια όλο και περισσότερο αποστειρωμένη πόλη. Που όλο και περισσότερο αποκλείει τα αδέσποτά της, τετράποδα και δίποδα, καθετί το εκτός νόρμας, από τους μικροπωλητές και τα «ανατολίτικα» παζάρια στο Μοναστηράκι ή στις παρυφές των λαϊκών αγορών έως τους λαθρομετανάστες, τους τοξικομανείς και τους ομοφυλόφιλους. Έτσι, βασιλεία των σεκιουριτάδων στις λαϊκές, αποψιλωμένα δημόσια πάρκα, ξυρισμένα από κάθε χαμηλή (έως 3 μέτρα!) βλάστηση, κλεισμένες, καταργημένες δημόσιες τουαλέτες. Και κάγκελα.
Η «σημειολογία του κάγκελου», που υποδεικνύει ακριβώς αστυνόμευση, όπως είχε δηλώσει απερίφραστα ο υπεύθυνος για την καγκελόφραξη του Φιλοπάππου, συναντά ακόμα κάποιες αντιστάσεις –θεωρητικά βεβαίως, κι αφού υπάρχουν τα τετελεσμένα (λίγα πάντως από τα κάγκελα στους δρόμους τα έβγαλε η Ντόρα, όπως και τα ανεκδιήγητα αγάλματα της Κοτζιά –αν βγάλει και τα υπόλοιπα, έχει την ψήφο μου διά βίου), τα κάγκελα, λοιπόν, συναντούν ακόμα κάποιες αντιστάσεις· η ιδεολογία της αποστείρωσης, ελάχιστες.
Θεωρήθηκε απολύτως φυσικό –ήταν μάλιστα «αίτημα λαού», των περιοίκων– να φύγουν από το Πεδίο του Άρεως το χριστουγεννιάτικο και το πασχαλινό παζάρι, οι μικροπωλητές δηλαδή που τους είχαν ήδη διώξει από το κέντρο της πόλης, πάλι για λόγους «ευπρεπισμού»· έφυγαν έτσι και οι ανθοκομικές εκθέσεις και η έκθεση βιβλίου. Και η έκθεση βιβλίου, παρά την κατακραυγή, πήγε φέτος δεύτερη φορά στον πεζόδρομο της Αρεοπαγίτου (ο οποίος είχε δοθεί για προεκλογικές συγκεντρώσεις, ξεσηκώθηκε γενική αντίδραση, και αποφασίστηκε να μην ξαναδοθεί πουθενά).
Αν όμως λέω πως καλά ήταν οι εκθέσεις στο Πεδίο του Άρεως, και ό,τι άλλο του έδινε ζωή, γιατί να μην ισχύει το ίδιο και στην Αρεοπαγίτου. Όντως, όσο κι αν είναι πιο περίπλοκο το θέμα, καθώς παρεμβάλλονται αρχαιολογικές και άλλες υπηρεσίες, δεν θα διαφωνούσα γενικά με τη χρήση της Αρεοπαγίτου –αυτό τον υπέροχο πεζόδρομο, που όμως για την ώρα είναι περισσότερο μνημειακός παρά χρηστικός, ειδικά στη συνέχειά του, στην Αποστόλου Παύλου. Ωστόσο η Αρεοπαγίτου παραχωρήθηκε στο βιβλίο, προφανώς επειδή το βιβλίο είναι είδος "ευγενές". Τότε όμως, ξανά, γιατί όχι στο Πεδίο του Άρεως; Όπου γινόταν κάτι σαν λαϊκή γιορτή, όπου κατέβαινε και κόσμος που σχεδόν δεν είχε ξαναδεί βιβλίο; Γιατί από τον χύμα λαό, φράγκα δεν έβγαιναν, ή έβγαιναν ελάχιστα. Τώρα στην Αρεοπαγίτου, καινούρια μόδα αλλά και πιο σικ, κατεβαίνει ευπορότερο κοινό. Είχα πάει στην πρώτη έκθεση, έφυγα στα δέκα λεπτά, και δεν ξαναπήγα. Σε τίποτα δεν μου άρεσε η περίπου διατεταγμένη πορεία, σε ατέλειωτη ευθεία, όπου πας πας, εσύ με τον πωλητή απέναντι, ίσα για να ξέρεις πως είσαι γειτονιά με την Ακρόπολη, άσε πια την άλλη πλευρά της έκθεσης, πλάτη στα αρχαία μεγαλεία, αυτήν που κοιτάει ασκαρδαμυκτί ντουβάρια και την είσοδο των πολυκατοικιών! Αλλά γούστα είναι αυτά, και δεν ήταν καθόλου αυτό το θέμα μου.
Το θέμα είναι ότι, για να εξασφαλίσουν οι υπεύθυνοι την παραχώρηση, υποσχέθηκαν, όπως διάβασα στις εφημερίδες, ότι θα κυνηγήσουν οι ίδιοι τους μικροπωλητές,
τα καροτσάκια με το μαλλί της γριάς και τα τοιαύτα. Αυτό λοιπόν, το για μένα ανατριχιαστικό, θεωρήθηκε φυσικό. Όπως φυσικό θεωρείται πια το να μην τρώει κανείς τίποτα στο μετρό, γιατί μόνο έτσι, λέει, θα διατηρηθεί καθαρό, και όπως απαγορεύονται, πάντα στο μετρό, πάλι οι μικροπωλητές, και φυσικά οι ζητιάνοι, οι πλανόδιοι μουσικοί και οι καλλιτέχνες του δρόμου.
Αλλά νά που ακόμα και οι καλλιτέχνες του δρόμου διώχτηκαν πρόσφατα από την Ερμού, με αστυνομική επιχείρηση σκούπα, πάλι έπειτα από «αίτημα λαού», τώρα των καταστηματαρχών. Προσοχή, δεν έδιωξαν τους μικροπωλητές, που έστω ότι αυτοί τους κλέβουν πελατεία (λες και ίδια πουλάει η μπουτίκ, ίδια ο φουκαράς Πακιστανός), έδιωξαν κάποιους πλανόδιους, συχνά ταλαντούχους μουσικούς, φοιτητές της Καλών Τεχνών και άλλους περφόρμερ, που έδιναν ακριβώς ζωή στην πόλη, και έτερπαν τα μάτια και τ’ αφτιά μας –αλλά κι όταν τα έγδερναν, κάποιοι αδέξιοι ή και φάλτσοι, τι έγινε επιτέλους!
Πόλη-χειρουργείο αποστειρωμένο, πόλη που αυτοακρωτηριάζεται, πόλη επαρχιώτικη στο νου, που γι’ αυτό συνέχεια αναπλάθεται. Πίσω λοιπόν στις πλατείες μας, καθρέφτη της ιδεολογίας της ανάπλασης. Για την Κοτζιά γράφτηκαν πάμπολλα –όμως αυτή παραμένει. Για την Ομόνοια επίσης –αυτής της κόλλησαν με σελοτέιπ κάτι ελιές και γλάστρες, τώρα θα την ξαναφτιάξουν, ίδωμεν. Πάντως, απ’ τα πολλά που γράφτηκαν, ξεχωρίζω, από τις φωνές υπεράσπισης, την παρέμβαση ενός αρχιτέκτονα, που μας εγκαλούσε αν θέλουμε πλατεία ή πάρκο, αφού, λέει, κι η ωραιότερη πλατεία της Ευρώπης, η Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, είναι ολόγυμνη –θαρρείς και ίδια η κλίμακα, και προπαντός ίδιες οι κλιματολογικές συνθήκες, ή και ο περιβάλλων χώρος. Αλλά μεγαλύτερη ειρωνεία κρύβει, μάλλον μας την ξερνάει στα μούτρα, ο όρος «ελευθεροχωράδες», δημιούργημα οικολόγου, παρακαλώ, σε ένθετο αριστερής εφημερίδας! Πάμε πιο κάτω απ’ την Ομόνοια: η νέα Κουμουνδούρου, με κάποια οπωσδήποτε αισθητική, δεν έχει ούτε μισό παγκάκι. Μόνο στα πεζούλια στα παρτέρια μπορεί κανείς να ψευτοκάτσει, σχεδόν κατάχαμα: κανείς; Όχι· μονάχα ο μετανάστης, για να τον ξεχωρίζουμε με ασφάλεια. Ίδια με το σχέδιο της Ομόνοιας: μακρύ πεζούλι, εκθετήριο μεταναστών, δακτυλοδεικτούμενων.
Το μη χείρον;
Γιατί φοβάμαι ότι τα περισσότερα έργα γίνονται σαν μακέτες, ανεξάρτητα από τον περιβάλλοντα χώρο, κάποτε και από την κλίμακά τους. Έξοχη μακέτα μού μοιάζει αίφνης η πλατεία Κολωνακίου, όπου τουλάχιστον υπάρχουν παγκάκια ακριβώς για να κάτσεις, αλλά από μπετόν: πόσο ευχάριστα κάθεσαι τάχα στο μπετόν; Όμως, έτσι κι αλλιώς η πλατεία Κολωνακίου αποτέλεσε εμπρόθετα ύμνο στο μπετόν, το «παρεξηγημένο υλικό», όπως δήλωσαν οι δημιουργοί της, οι περίφημοι Αντωνακάκηδες. Στο σπίτι του κρεμασμένου, όσο και αν ακούγεται αποτροπιαστικό, γίνεται και όντως έγινε και ποίηση από μπετόν. Είπα όμως μακέτα, γιατί, κατά τη γνώμη μου, σε μια μικρή πλατεία συσσωρεύτηκαν πλήθος στοιχεία, μπορεί όλα λαμπρά καθαυτά, που ήθελαν όμως πολλαπλάσιο χώρο για να αναπνεύσουν –άρα να λειτουργήσουν. Και μπορεί τότε σ’ αυτή την υπέροχη αλλά ασφυκτική σύνθεση να χώραγε και κάποιος διάδρομος, για να περνούν σε ίσιωμα ηλικιωμένοι και καρότσια με μωρά.
Τέλειωσα, έτσι για μια νότα αισιοδοξίας, με την καλύτερη περίπτωση, τουλάχιστον υψηλής αισθητικής. Όμως, και στην καλύτερη περίπτωση καραδοκούν αποκλεισμοί.
2 σχόλια:
Σχετικά με την άφιλη πλατεία Ομονοίας, το "εκθετήριο μεταναστών", όπως έγραφα, βρίσκω τώρα την αφορμή να σημειώσω κάτι που δεν έτυχε να το δω να σχολιάζεται πουθενά:
Τα φετινά Χριστούγεννα [2006] η πλατεία αυτή Μεταναστών, αντίθετα με όλες τις άλλες χρονιές, φαίνεται "τιμωρήθηκε", τέτοια που είναι, και δεν αξιώθηκε να δει όχι χριστουγεννιάτικο δέντρο, αλλά ούτε μισό γιορταστικό λαμπιόνι! Θεοσκότεινη έμεινε, να χωνεύει τις σκοτεινές, ναυαγισμένες φιγούρες της.
Δείγμα άραγε γραφής του νέου μας δημάρχου;
Συγχαρητήρια για το υπέροχο αυτό κείμενο.
Δημοσίευση σχολίου