α. H αναγκαζιάρα και ο ξαπλουριάρης
Τα Νέα, 16 Απριλίου 2005
Aφού, όταν έρχεται η νύχτα, λέμε ότι νυχτώνει, γιατί, όταν πια φεύγει, δεν λέμε ότι «ξενυχτώνει»; Kαι αφού βρέχομαι, γιατί και να μην «ξεβρέχομαι», όταν δηλαδή στεγνώνω;
διαβάστε τη συνέχεια...
Έπειτα από τις τρεις επιφυλλίδες για το Γραφείο Παρακρατικών, Διαπλοκής και Πάσης Φύσεως Σκανδάλων και ενώ παρατείνεται ο χορός των αποκαλύψεων απ’ τη μια και της αναισχυντίας απ’ την άλλη· μέσα στο μαύρο και το φαιό (ναι, εννοώ και ιδεολογικά) των ράσων και των συνηγόρων τους (ξεχνάω πού διάβασα το ωραίο πως, από τους συνηγόρους που έβαλαν, καταλαβαίνεις και το ποιον των εντολέων), μέσα λοιπόν στον καθημερινό ζόφο, ας αναζητήσουμε μια ανάσα στη φαινομενική απλοϊκότητα αλλά και ατράνταχτη λογική της παιδικής γλωσσικής δημιουργίας.
«Παιδιόπλαστα» έχει ονομάσει ο Παντελής Μπουκάλας τα προϊόντα της γλωσσικής παρθενίας των παιδιών, στα πρώτα χρόνια κατάκτησης του λόγου, έτσι όπως ανταποκρίνονται στις ανάγκες τους με λέξεις τις οποίες πλάθουν κατ’ αναλογία προς τα μέχρι τότε ακούσματά τους –αυτόματα, βεβαίως, ενστικτωδώς, χωρίς συνείδηση της διαδικασίας αυτής. Άλλες κατ’ αναλογία, άλλες ηχομιμητικές, ηχοποίητες, άλλες αυστηρά προσωπικές, αξεκλείδωτες ακόμα και για τους πιο οικείους της οικογένειας (με τη λέξη «κονίνι» μας επέπληττε η μικρή μου αδερφή, «βροντάγκη» έλεγε η κόρη φίλου), όλες τους οπωσδήποτε δοξάζουν την αείζωη και αειθαλή γλώσσα, αυτήν που άλλοι τη θρηνολογούν για πεθαμένη. Ορισμένες από αυτές, τις πλασμένες κατ’ αναλογία και για συγκεκριμένες εκφραστικές ανάγκες, θέλησα να τις μεταφέρω εδώ, σαν ανάσα, όπως είπα, αλλά και ελάχιστο δίδαγμα.
Βέβαια, από τον δόκιμο πια ετεροχρονισμό του Ανδρέα Παπανδρέου ώς το ανεμήλατο της Ακαδημίας Αθηνών, πρόταση εύηχη και «οικονομική» μα ανεδαφική για το γουιντσέρφιγκ, λέξεις φτιάχνουν, εννοείται, και οι μεγάλοι, λέξεις που, μέσα από διαδικασίες σπάνια ελεγχόμενες και προφανείς, άλλοτε επικρατούν, άλλοτε γίνονται για λίγο μόδα κι έπειτα σβήνουν, άλλοτε σχεδόν δεν δρασκελίζουν καν το κατώφλι του δημιουργού τους. Εδώ όμως δεν μας ενδιαφέρει η επώνυμη δημιουργία, που έχει στο κάτω κάτω τα μέσα να ακουστεί και να κριθεί, όσο η αυθόρμητη λεξιπλασία, η ενστικτώδης αντίδραση ενός παρθένου νου σε έννοιες καινούριες, με λέξεις-πλάσματα που δεν προορίζονται –εννοείται, και πώς αλλιώς!– από τους δημιουργούς τους για κοινή χρήση, ούτε –άλλο τόσο εννοείται– μεταφέρονται από εδώ σαν προτάσεις.
Για την άνοιξη λοιπόν που μπήκε και καλά κρατεί, μια φορά κι έναν καιρό…
Μάλωναν τα παιδιά κάποιου φίλου, όταν το ένα διεκδικούσε όλο τον καναπέ ή το πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου, δε θυμάμαι: ξαπλουριάρη κατηγόρησε τον μικρότερο αδερφό το κοριτσάκι, αναγκαζιάρα τη χαρακτήρισε εκείνος. Εδώ, σε συνθήκες διαπληκτισμού, οι εκφραστικές ανάγκες είναι ιδιαίτερα πιεστικές, και έδωσαν δύο εξαιρετικούς τύπους, τον προφανούς ετυμολογίας ξαπλουριάρη και την αναγκαζιάρα από το αναγκάζω. Σαν τι θα έπρεπε να ξέρει και να πει το κοριτσάκι; Πως είναι επεκτατικός ο αδερφός της; Κι εκείνος να την πει καταπιεστική;
Και πώς χαρακτηρίζεται από τον έκθαμβο μπόμπιρα ο μπαμπάς που όλα τα καταλαβαίνει; καταλαβεστής. Και, στα χωρικά ύδατα τού καταλαβαίνω, ακαταλάβετος ο πόνος που δεν εντοπίζεται.
Άλλου φίλου η κόρη ξεβράχηκε, όταν στέγνωσε, αφού –ακόμα κι αν ήξερε το «κατάλληλο» ρήμα στεγνώνω– σημασία είχε, φαντάζομαι, να ανατρέψει το κακό αποτέλεσμα του ότι βράχηκε. Ίδια και με το ξενυχτώνει, άλλου παιδιού: ανατρέπεται παραστατικότερα το προηγούμενο γεγονός που είχε συντελεστεί, απολύτως παραστατικά, όταν έφευγε η μέρα και είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Κοιλίαση έχει το κοριτσάκι, όταν του πονάει η κοιλιά του, και έξω βροχαλίζει.
Και άλλο πιάνει και κρεμώνεται, αλείφεται δηλαδή με κρέμες, κι όταν περάσει ο θυμός της μαμάς, τη ρωτάει αν είναι τώρα μέσα φρενών. Ή παίζοντας, γίνεται τίγρης που θα βγάλει τα γρατζούνια του.
Καταδίψαστο είναι άλλο, που διψάει πολύ, και ιερεύει, όταν είναι ιερέας, π.χ. σε αποκριάτικο χορό.
Άλλο παραπονιέται που το μαρκαδόρισε το αδερφάκι του και εκστασιάζεται όταν, σκέτη ποίηση, αληθήνισε, έγινε αληθινή, η πεταλούδα.
Περισσότερο προφανή και εύλογα είναι ο ψωμιάρης για τον φούρναρη, ξυστατζής αυτός που πουλάει Ξυστό, και χαρακτηριστικές οι «μεταφράσεις» ματογιατρός και δρομοστρωτήρας, λίγο αφού μάθει ένα παιδί την έννοια και/με τη λέξη, αλλά δεν έχει ακόμα τον τρόπο να την αναπαραγάγει, όσο δεν έχει κατακτήσει τα αδιαφανή οφθαλμο- και οδο-, αντίστοιχα.
Το κεφάλαιο μεγαλώνει και προπαντός αλλάζει, όταν το παιδί πάει στο σχολείο, και εκεί, με τα φιλαράκια, με τους συμμαθητές και τα παιδιά της γειτονιάς, η γλώσσα πλάθεται αλλιώς, μέσα από κοινωνικότερες και συνειδητότερες τρόπον τινά διαδικασίες, γι’ αυτό και μιλούμε πλέον για γλώσσα, αργκό, ιδίωμα κτλ. των νέων.
Παραμένοντας στην αυθόρμητη, ενστικτώδη λεξιπλασία σε ιδιωτικό, προσωπικό επίπεδο, δίνω, δείγματος χάριν, ελάχιστα παραδείγματα από μεγαλύτερα ή μεγάλα σε ηλικία άτομα:
Φίλος μού διηγήθηκε τη σκηνή όπου νεαροί χαζεύουν μια βιτρίνα, και ένας τους αναφωνεί: «μα τι απαισιότητα είναι αυτή!» Τόσο απλό και προφανές, κι όμως χαρακτηριστικό. Βέβαια, η «απαισιότητα» υπάρχει σαν τύπος σε λεξικά, όπως και τόσες λέξεις, εξίσου ίσως προφανείς, που όμως ποτέ δεν χρησιμοποιούνται· έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση, έχουμε και πάλι παραγωγή, και όχι μεταφορά λέξης που οι εμφανώς μη διανοούμενοι νεαροί την είχαν τάχα συναντήσει σε κάποιο λεξικό.
Στην παραλία κάποιος αποφασίζει να κολυμπήσει λίγο μακρύτερα, για να δει πώς είναι από κοντά αυτή η γυναίκα που από απόσταση μοιάζει εντυπωσιακή: «έχω αινιγματιστεί» μου είπε, και δεν μπορώ να βρω ώς τώρα πιο εύγλωττο τύπο. Όχι, δεν είχε δα προβληματιστεί· είχε ίσως ιντριγκαριστεί; του είχε «εξαφθεί η περιέργεια»; Μα τι λέμε τώρα; Είχε αινιγματιστεί!
Και ένα συντακτικού τύπου, πάλι όμως δημιουργικό: σε μεσημεριανή εκπομπή, μια ηλικιωμένη τηλεθεάτρια, μαλώνει απ’ το τηλέφωνο κάποια παίκτρια ριάλιτι, όταν πια είχε βγει από το παιχνίδι, πως αν δεν έπαιζε θέατρο, πάντως υπερέβαλλε σε κάποιο φλερτ με άλλον, δυνατό παίκτη, για να κερδίσει το κοινό. Φώναζε λοιπόν η τηλεθεάτρια: «Σε βλέπαμε συνέχεια να τον χειρονομείς!» Εδώ, σε «επίσημες» γι’ αυτήν συνθήκες, στην τηλεόραση δα, δεν ήταν δυνατό να πει κάτι όπως «του έβαζες χέρι», ακόμα χειρότερα «τον μπαλαμούτιαζες» κτλ., και από το «κάνω [άσεμνες] χειρονομίες» δημιούργησε ενστικτωδώς, πιστεύω, το μεταβατικό χειρονομώ, άλλο τελείως στο μυαλό της από το κοινότατο αμετάβατο χειρονομώ, και μπόρεσε έτσι να εκφράσει με ενάργεια τον ηθικό αποτροπιασμό και την οργή της.
Μίλησα για παρθένο νου, αυτόν που βρίσκει πάντως τρόπο να καλύψει τις εκάστοτε ανάγκες του –ακόμα ακόμα, σε άλλες πλέον περιπτώσεις, και με τυπικά λάθη.
Ας μην παρασυρθώ όμως πάλι στα σοβαρά. Για την άνοιξη είπα πως ήταν η ανάσα αυτή, και για τον λόγο ακριβώς αυτό θα κλείσω με επώνυμη τώρα δημιουργία, αλλά στο μήκος κύματος των «παιδιόπλαστων»: είναι ο σταλεγάκιας , από το Πλαθολόγιο λέξεων του Λύο Καλοβυρνά, με το οποίο αξίζει άλλη φορά να ασχοληθούμε εκτενέστερα. Όπου λοιπόν
«σταλεγάκιας: το άφατα εκνευριστικό είδος ανθρώπου που σου επισημαίνει κάποιο λάθος σου και σου ρίχνει αλάτι στην πληγή, λέγοντας “Σ’ τα ’λεγα εγώ, δεν σ’ τα ’λεγα;”».
Και επειδή είναι απολύτως σχετικό με τη γλώσσα, που μας απασχόλησε εδώ, η
«καθεπερσία: η μεμψίμοιρη τάση των ηλικιωμένων να δηλώνουν ανά πάσα στιγμή ότι παλιά ήταν όλα καλύτερα ενώ τώρα με τους νέους που κυκλοφορούν…»
Εγώ μόνο να προσθέσω: η τάση, αλίμονο, όλων μας, σε σχέση πάντοτε με τους νεότερούς μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου