19/1/08

14. Το ανυπότακτο γένος (θηλυκά α΄)

Τα Νέα, 25 Σεπτεμβρίου 1999

Στην τάση για τη σταθεροποίηση του τόνου: ο Παπαδόπουλος - του Παπαδόπουλου, και όχι του Παπαδοπούλου, έχουμε σαν εξαίρεση το απολίθωμα «Μπισκότα Παπαδοπούλου». Δεν ασχοληθήκαμε όμως με τα γυναικεία επώνυμα: με την κυρία Παπαδοπούλου, η οποία δεν ακολουθεί το αρσενικό και ούτε μοιάζει για την ώρα πιθανό να το ακολουθήσει και να γίνει «κυρία Παπαδόπουλου».

διαβάστε τη συνέχεια...

Αξίζει να το δούμε ξεχωριστά το φαινόμενο αυτό, μια και είναι δύσκολο να πούμε ότι θα σταθούν σαν εξαίρεση τόσα και τόσο κοινά ονόματα πλάι στα όμοια και «ομαλώς» εξελισσόμενα αρσενικά. Και να το δούμε πλάι στο εξής ανάλογό του: ενώ τα αρσενικά πολυσύλλαβα και σύνθετα κρατούσαν και κρατούν σταθερό τον τόνο: ο εξάψαλμος - του εξάψαλμου, τα θηλυκά και πάλι αντιστέκονται: η πανσέληνος - της πανσελήνου, και όχι «της πανσέληνου», η βενζινάκατος - της βενζινακάτου, και όχι «της βενζινάκατου». Αν θυμηθούμε επίσης ότι κυρίως τα θηλυκά ξενίζουν στη γενική πληθυντικού (των κορών) και συχνότερα δεν τη σχηματίζουν καν (οι κουτάλες - «των κουταλών»!), μοιάζει εύκολο να τσουβαλιάσουμε όλες τις περιπτώσεις μαζί και να αρχίσουμε να φιλοσοφούμε περί ανδροκρατικής κοινωνίας, που καθορίζει βεβαίως και τη γλώσσα, και ως εκ τούτου αφήνει στο περιθώριο τα θηλυκά... Σίγουρα, οι κοινωνιογλωσσολόγοι θα είχαν να μας πουν πολλά. Εδώ ας περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις.

Όσον αφορά τα θηλυκά σύνθετα (προπαροξύτονα σε -ος) που διατηρούν κατεβασμένο τον τόνο στη γενική, παρατηρούμε ότι κατά κανόνα πρόκειται για λόγιες ή λογιόμορφες λέξεις: πανσέληνος, τορπιλάκατος, στρουθοκάμηλος (κι ας έγινε στο μεταξύ η κάμηλος → [γ]καμήλα), τις οποίες η γραμματική χαρακτηρίζει «αρχαιόκλιτες», πλάι στην εγκύκλιο και τη λεωφόρο και την αιωνίως απροσάρμοστη οδό («την οδός»!). Αν πάμε λίγο πίσω, θα δούμε γενικότερα να ρυθμίζεται η «αρσενικόμορφη» ονομαστική: η παρθένος έγινε παρθένα, τα επίθετα άλλαξαν σε -η: η αμόλυντος - η αμόλυντη, ενώ υπήρξε και τάση να αλλάξει το γένος: ο άμμος, ο ψήφος κ.ά. Από τα κύρια ονόματα, που είναι περισσότερο δυσκίνητα, όσα «δουλεύτηκαν» στον καθημερινό λόγο (όταν δεν εξομαλύνθηκαν, όπως η Σύρα - της Σύρας) απέβαλαν το «παράδοξο» -ς της ονομαστικής και έγιναν, στη λαϊκή γλώσσα και συχνά στη λογοτεχνία, και ειδικότερα στην ποίηση: η Μύκονο - της Μύκονος, η Ήπειρο - της Ήπειρος, και η άβυσσο - της άβυσσος. Ωστόσο, παρέμειναν σε παράλληλη χρήση οι αντίστοιχοι τύποι σε -ος, και σταθεροποιήθηκαν, χάρη –ίσως– και στις πλήθος λόγιες λέξεις που διατηρούνται στη γλώσσα μας (πάροδος, διάμετρος). Με αυτά πλέον τα διαπιστευτήρια, αδιαμφισβήτητοι και αναντικατάστατοι, πορεύονται το δρόμο τους στο χώρο της νεοελληνικής, ανεξάρτητα από το γραμματικό «πρότυπό» τους, το αρσενικό. Αυτή όμως η ανεξαρτησία είναι ουσιαστική ή επιφανειακή; Έχουμε άρνηση προσαρμογής ή αδυναμία προσαρμογής;

Το θέμα αυτό το βλέπουμε περισσότερο ανάγλυφα στα γυναικεία επώνυμα, στην κυρία Παπαδοπούλου (τη σύζυγο, αλλά και την κόρη). Ποιος ξέρει αν εδώ είναι τόσο βαθιά εγγεγραμμένη στο κύτταρο της λέξης η υποτέλεια, τρόπον τινά, που δηλώνεται με τη γενική κτητική: η κυρία μεν, αλλά του κυρίου, η-του-Παπαδοπούλου, ή αντιθέτως έχει χαθεί η αίσθηση της γενικής, και παραμένει σαν απολίθωμα: η κυρία Παπαδοπούλου, κάτι σαν τα μπισκότα, όπως όλα τα απολιθώματα –όπως λ.χ. η οδός Ερμού, που δεν έγινε «οδός Ερμή». Δύσκολο να πει κανείς. Δύσκολο πάντως και να δεχτεί ότι παραμένει απολιθωματικά σε χρήση ένας τύπος εξαιρετικά κοινός, αφού πρόκειται για το όνομα που φέρουν τα μισά κατά τεκμήριο άτομα με το ίδιο επώνυμο: όσοι Παπαδόπουλοι τόσες και Παπαδοπούλου.

Είπα ότι ίσως έχει χαθεί η αίσθηση της γενικής, η οποία είναι καθαρή στην περίπτωση του σπιτιού του Παπαδόπουλου, αλλά όχι τόσο στο γεγονός ότι η κυρία Παπαδοπούλου είναι η-κυρία-του-κυρίου Παπαδόπουλου. Πιστεύω όμως πως μεγαλύτερο ρόλο παίζει το γεγονός ότι η κυρία Παπαδοπούλου, μολονότι αριθμητικά ίση με τον κύριο Παπαδόπουλο, δεν απαντά στον λαϊκό λόγο εξίσου συχνά, ή και δεν απαντά καθόλου: νά το άλογο του Παπαδόπουλου, νά το χωράφι του Παπαδόπουλου· αλλά η γυναίκα του δεν είναι «η γυναίκα του Παπαδόπουλου» ούτε βεβαίως «η Παπαδοπούλου»: ονοματίζεται με βάση το βαφτιστικό του Παπαδόπουλου, δηλαδή η Κώσταινα, η Γιώργαινα, η Παναγιώταινα, και όχι η Παπαδοπούλαινα ή κάτι ανάλογο. «Κυρία Παπαδοπούλου» ήταν και είναι κατά βάση η κυρία των αστικών στρωμάτων: έτσι, σαν επώνυμο θα παραμείνει υποτελές στο αρσενικό γένος με βάση το οποίο σχηματίστηκε, και σαν κυρία θα διαιωνίσει επιπλέον τη δουλεία του καθαρεύοντος κλιτικού συστήματος.

Η «ανωμαλία» επιτείνεται από το γεγονός ότι η Παπαδοπούλου, ακριβώς όταν δεν γίνεται αντιληπτή ως γενική κτητική, αποτελεί μια ιδιόμορφη ονομαστική, με την ίδια γενική, αιτιατική κτλ., όνομα άκλιτο, απολίθωμα δηλαδή, αντίθετα από το αρσενικό ουσιαστικό σε -ος, που κλίνεται ομαλά σε όλες τις πτώσεις, και έτσι υπάγεται στους γενικότερους εξελικτικούς νόμους της γλώσσας. Γι’ αυτό και ούτε στις φανατικότερες φεμινιστικές μέρες δεν θίχτηκε το σημείο αυτό· άγνωστο τι μπορεί να σκαρφιστεί στο μέλλον η «πολιτική ευπρέπεια» (ή «ορθότητα», όπως συνήθως λέγεται), όταν φτάσει εξ Αμερικής και εδώ, με τη συνηθισμένη πάντα καθυστέρηση.

Με την άποψη ότι ατονεί η αίσθηση της γενικής συνηγορεί και η τάση να κλίνουμε: η Βαγενά - της Βαγενάς, η Βουγιουκλάκη - της Βουγιουκλάκης, σαν να είναι ομαλοί τύποι κλιτών θηλυκών ουσιαστικών και όχι γενικές αρσενικού. Άκουσα μάλιστα σ’ ένα δισκοπωλείο έναν κύριο που ζητούσε «τον τελευταίο δίσκο της Άννα Βίσσης». Άγνωστο αν η Άννα - της Άννα, κατά το η Μαντόνα - της Μαντόνα, ή μονολεκτικά: «ΑνναΒίσση», σημασία έχει η «προσπάθεια»: η Βίσση - της Βίσσης.

Άρα, και το θηλυκό γραμματικό γένος είναι ασθενές ή ισχυρό; Ό,τι και να αποφασίσουμε εμείς, είναι το περισσότερο άκαμπτο, ή παρουσιάζει σθεναρή αντίσταση, ακόμη και στο σχηματισμό του. Αυτό θα το δούμε χαρακτηριστικά στην επόμενη επιφυλλίδα, με τα θηλυκά επαγγελματικά: ο βουλευτής - η βουλεύτρια; η βουλευτίνα; ή η βουλευτής –αλλά τότε με τι γενική;

buzz it!