21/1/08

13. Των μαδριγάλιων και των φιγούρων

Τα Νέα, 11 Σεπτεμβρίου 1999

Μπορεί να είναι ένας χορευτής δεξιοτέχνης, "άσος στις φιγούρες», ποτέ όμως «άσος των φιγούρων» ή «των φιγουρών»


Στο προηγούμενο είδαμε την πορεία προς τη σταθεροποίηση του τόνου στη γενική πτώση των προπαροξύτονων: του Αλέξανδρου, του Αντωνόπουλου, του άρρωστου παιδιού: δηλαδή στα κύρια ονόματα και στα επίθετα ο τόνος μένει αμετακίνητος. Αντίθετα, στα ουσιαστικά κατεβαίνει: του σταδίου, του ανθρώπου. Έτσι έχουμε: του άρρωστου ανθρώπου: σταθερός ο τόνος στο επίθετο (που όταν όμως εμφανίζεται σαν ουσιαστικό κατεβάζει τον τόνο: ο θάλαμος του αρρώστου), αλλά όχι και στο ουσιαστικό. Ενώ αμετακίνητος έμενε πάντοτε στα σύνθετα, τα νεότερα ή λαϊκότερα ουσιαστικά: του ανεμόμυλου, του φλάουτου, του κόσκινου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Σαν περίπλοκος ο κανόνας, αν μπορεί καν να διατυπωθεί κανόνας. Ωστόσο, οι κανόνες αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που ρυθμίζεται «μόνη της», λαμβάνοντας ελάχιστα υπόψη τη δική μας βούληση ή εμβρίθεια.

Εν αρχή λοιπόν στα προπαροξύτονα ο τόνος κατέβαινε στη γενική σε όλες τις περιπτώσεις. Και όχι βεβαίως για λόγους αισθητικούς, έτσι όπως τους επικαλούμαστε εκ των υστέρων, για να βρούμε αποτρόπαιο τον τύπο του στάδιου, αλλά όχι και του άρρωστου παιδιού. Ευτυχώς, η γλώσσα είναι λιγότερο υποκειμενική και αυθαίρετη απ’ όσο νομίζουμε: στα αρχαία ο τόνος στη γενική κατέβαινε στην παραλήγουσα, επειδή διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να προφερθεί ομαλά η λέξη. Είναι ο γνωστός νόμος της τρισυλλαβίας, σύμφωνα με τον οποίο ο τόνος μιας λέξης δεν μπορεί να είναι σε συλλαβή πριν από την προπαραλήγουσα. (Κι αυτό πάλι όχι αυθαίρετα: δοκιμάστε να τονίσετε: «ο άρχαγγελος»· κάντε μάλιστα το ίδιο τεστ, ακόμη και με αλλόγλωσσο που μόλις αρχίζει να μαθαίνει ελληνικά.)

Έτσι έχουμε: ο υ-μέ-ναι-ος, γενική: του υ-με-ναι-ου, όπου όμως το μακρό -ου στην κατάληξη είχε δύο χρόνους, ήταν δύο συλλαβές: υ-μέ-ναι-ου-ου. Συνεπώς, ο τόνος δεν μπορούσε να μείνει στη θέση του, και γι’ αυτό είχαμε την περίφημη καταβίβασή του: του υμεναίου.

Αυτό τον εσωτερικό νόμο της γλώσσας τον μετατρέπουμε τώρα –τι τώρα, αιώνες ολόκληρους– σε αισθητικό απλώς κανόνα, εφόσον με την απώλεια της μακρότητας και της βραχύτητας των συλλαβών έμεινε γράμμα κενό. Φυσικά, η τρισυλλαβία ισχύει και στα νέα ελληνικά: το μάθημα - του μαθήματος, μόνο που εδώ η παραπανίσια συλλαβή υπάρχει και προφέρεται. Κατά τα άλλα, θα εξακολουθήσουμε (αλλά για πόσο;) να λέμε του ανθρώπου, και όχι «του άνθρωπου», των ανθρώπων - τους ανθρώπους, και όχι «των άνθρωπων - τους άνθρωπους» κτλ. Οφείλουμε όμως να έχουμε επίγνωση ότι κάτι τέτοιο σήμερα είναι ουσιαστικά αστήρικτο, και ως εκ τούτου το πιθανότερο είναι να ακολουθήσουν και αυτές οι λέξεις τις πολύ περισσότερες ανάλογές τους που διατηρούν αμετακίνητο τον τόνο.

Είπα «των άνθρωπων», και αντάμωσα τον σημερινό τίτλο. Δεν πρόκειται για κατασκεύασμα: τους άκουσα και τους δύο τύπους: «των μαδριγάλιων» και «των φιγούρων», και μάλιστα κατ’ επανάληψη, σε μια εκπομπή για τη μουσική μπαρόκ, στο Τρίτο Πρόγραμμα. Καταρχάς, πριν επιχειρήσουμε να δούμε πώς γεννιούνται αυτά τα όντως τέρατα, ας σημειώσουμε: τα μαδριγάλια, γενική των μαδριγαλιών: ο τύπος υπάρχει, και είναι και ακούγεται απολύτως ομαλός· όχι όμως «των φιγουρών», που θα ήταν εξίσου τερατώδης με τον τύπο «φιγούρων». Μπορεί λ.χ. να είναι ένας χορευτής δεξιοτέχνης, άσος «στις φιγούρες», όχι όμως «άσος των φιγούρων» ή «των φιγουρών». (Στο συγκεκριμένο, στην περίπτωση της εκπομπής του Τρίτου, καλύτερη μετάφραση θα μας είχε γλιτώσει από το ατόπημα: φιγούρες έχουμε στο χορό, αλλά στη μουσική, στη σύνθεση, έχουμε σχήματα, μορφώματα, φράσεις.) Εδώ, πλάι στην ολοφάνερη τάση να διατηρηθεί ο τόνος αμετακίνητος, αγγίζουμε ένα ειδικότερο πρόβλημα με τη γενική πτώση, μια πτώση που απαντά ούτως ή άλλως πολύ αραιότερα στον λόγο μας, σε απόσταση από την ονομαστική, και ακόμα περισσότερο από την αιτιατική. Στα νέα ελληνικά, μάλιστα, η γενική πτώση παρουσιάζεται επιπλέον σχετικώς δύσχρηστη, ενώ συχνά είναι απλώς ανύπαρκτη.

Ήδη στον ενικό δεν έχουν καθόλου γενική τα χαϊδευτικά σε -άκι και -ούλι: γατάκι, παιδάκι, μικρούλι (γι’ αυτό και το Κολωνάκι ή το Λουτράκι γίνονται Κολωνακίου και Λουτρακίου, σαν να ’ταν «Κολωνάκιο» και «Λουτράκιο»!). Στον πληθυντικό τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Για πλήθος θηλυκά ουσιαστικά οι γραμματικές διαφωνούν μεταξύ τους, αν σχηματίζεται γενική πληθυντικού ή όχι. Δεν γίνεται να παρακολουθήσουμε εδώ τις διαφορετικές εκτιμήσεις. Αλλά, ακόμα κι αν δεχτούμε θεωρητικά τις ακόλουθες, τυπικά σωστές γενικές: των βαρκών, των πιτών, των ραχών, των σκαλών, των σκουπών, των στενοχωριών και των χηνών (όπως μας δίνει λ.χ. το λεξικό Μπαμπινιώτη, που μόνο για το «σκαλών» σημειώνει πως είναι σπάνιο!), η χρήση τους γεννά τουλάχιστον θυμηδία. Επέλεξα σκόπιμα κοινόχρηστες και κυρίως λαϊκές λέξεις: Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και ο λαϊκός και ο καθημερινός λόγος (ή μήπως ιδίως αυτός;) δεν ενσωμάτωσε τέτοιους τύπους, δεν τους «δούλεψε». Έτσι όμως, με ακαλλιέργητο εν προκειμένω γλωσσικό αίσθημα, βαδίζουμε τελείως αβοήθητοι στα δύσβατα χωράφια της πτώσης αυτής.

Το χάος αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο λεξικό Μπαμπινιώτη, το οποίο δίνει τη γενική πληθυντικού, όπου υπάρχει πρόβλημα, συχνά με την ένδειξη: σπ[άνια] ή δύσχρ[ηστη], ή απλώς: χωρίς γεν. πληθ. Σύμφωνα με αυτό, υπάρχουν οι ανοίκειες γενικές των βαρκών κτλ. που σημείωσα πιο πριν, ή και των πιρουετών, ενώ ευλόγως δεν δίνονται τύποι «των κοτών», «των κουλουρών». Πώς όμως να μην πούμε των κουρτίνων, όταν λέμε των ακτίνων –διακρίνοντας τάχα πρωτόκλιτα και παλιά τριτόκλιτα; Ή, εφόσον λέμε οι οβίδες - των οβίδων, πώς να δεχτούμε τύπο των βιδών; Πώς να ξεστομίσουμε γενική των πισινών (λεξικό Μπαμπινιώτη), όταν πρόκειται μόνο για τις κολυμβητικές πισίνες; Δεν έχουν, πάλι ευλόγως, γενική οι βάρδιες, αλλά πρόσφατα διάβασα εδώ πως θα εφαρμοστεί «σύστημα βαρδιών». Ούτε και οι απόπειρες, αλλά επίσης διάβασα εδώ, από έγκριτο φιλόλογο, για «το πάγιο πρόβλημα των προηγούμενων αποπειρών μελοποίησης χορικών».

Όπως μπορεί δηλαδή ή όπως νομίζει ο καθένας, απ’ το ένα άκρο στο άλλο. Εντέλει, ανάμεσα στο «κουρτίνων» και το «βαρδιών», δεν θα διαλέξουμε εμείς. Και η περιορισμένη χρήση της γενικής πτώσης ίσως δεν δώσει εύκολα και σύντομα λύση στο πρόβλημα κυρίως του τόνου –και όσο θα επείγεται αντίθετα, από την άλλη, ο νόμος της έλξης και της αναλογίας.

Στο μεταξύ, ας κάνουμε απλώς αποχή από το «κυνήγι των μαγισσών», που η γνώση και μόνο δεν το κάνει οπωσδήποτε πιο εύηχο από το συχνό, παρατονισμένο «κυνήγι των μάγισσων».

buzz it!