5/1/08

20. Η ανακάλυψη της Αμερικής

Τα Νέα, 18 Δεκεμβρίου 1999

επεσκέφθη και θα αναγνώσει, η οικία, τα ωσάν να και τα άλλα καθαρεύοντα στοιχεία που είδαμε στο προηγούμενο υποδηλώνουν άραγε κάποιον νεοκαθαρευουσιανισμό; Δύσκολο να απαντήσει κανείς. Τα παραδείγματα είναι πράγματι πολλά και μοιάζει να πληθαίνουν ολοένα, μαζί και οι αλογόκριτοι πλέον στεναγμοί νοσταλγίας για την κομψότητα και την πλαστικότητα, λέει, της καθαρεύουσας. Παρ’ όλα αυτά, πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με αποσπασματικές επιλογές, με θεαματικές περισσότερο παρά με ουσιαστικές και μελετημένες χειρονομίες –κάπως σαν την ανάλαφρη κίνηση του χεριού που πιάνει το φλιτζάνι, με το μικρό δαχτυλάκι στον αέρα.

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν φαίνεται λοιπόν να υπάρχει λόγος ανησυχίας. Με εξαίρεση ίσως την περίπτωση του σαν-ως, κυρίως επειδή διαπλέκεται με θέματα σύνταξης,* άρα αγγίζει ουσιαστικά το γλωσσικό σύστημα, όλα τα άλλα κρούσματα μοιάζει να εκμετρούν τον βίο τους στο εσωτερικό μιας παρέας και να μην ξεφεύγουν από τα όρια του γραφικού. Τι πιθανότητες έχει να επικρατήσει το θα αναγνώσει; Άντε να παραμείνει σαν «χρόνος άπαξ» ενός ρήματος που δεν θα άντεχε στιγμή στους άλλους χρόνους του: Αυτός που λέει ότι «την Κυριακή θα αναγνώσει ο τάδε» υπάρχει άραγε περίπτωση να πει ότι «την Κυριακή αναγινώσκει» «ή ανέγνωσε ο τάδε»; Μοιάζει απίθανο. Ή το επεσκέφθη και το υπεσχέθη και το επεκαλέσθη: θα χρησιμοποιούσε άραγε εύκολα ο ίδιος ομιλητής και τα άλλα πρόσωπα: επεσκέφθην και υπεσχέθημεν και επεκαλέσθητε;

Άρα; τσιμπολογάμε έναν χρόνο κάποιου ρήματος ή ένα πρόσωπο κάποιου χρόνου, και το ονομάζουμε αυτό, πώς; Μία και ενιαία γλώσσα; Αλίμονο αν πολυτυπία και λεξιλογικός πλούτος είναι η άτεχνη και άκριτα φτιαγμένη κουρελού, και αν αυτό είναι η απάντηση στη φανταστική απαγόρευση να χρησιμοποιούμε και λόγιες λέξεις στον λόγο ή στα γραφτά μας. Μόδα λοιπόν, και θα περάσει. Ή, κι αν ακόμα δεν περάσει, όσο θα παραμένει περιθωριακό φαινόμενο, δεν θα ’χει επιπτώσεις άλλες στο σώμα της γλώσσας –όσο δεν έχουν οι τόσες αστοχίες του καθενός μας και τα λάθη ή οι όποιες άλλες εμμονές. Παρακολουθήστε τους αθλητικούς παράγοντες, που όλο μιλούν για ποδοσφαιριστάς και διαιτητάς, για την ομάδα του Άρεως ή του Ηρακλέους: ούτε καθαρευουσιάνους θα τους πει κανείς ούτε και επικράτησαν οι καταλήξεις αυτές ή γενικεύτηκαν, όσο κι αν χρησιμοποιούνται σε χώρο σχετικά ευρύ.

Δείτε και την άλλη μόδα, τη χρήση του «ακέραιου» τύπου των βαφτιστικών ονομάτων: Εμμανουήλ ο Μάνος κι ο Μανόλης, Βασίλειος ο Κωστέτσος, πλήθος οι Κωνσταντίνοι, εδώ κι ο ολυμπιονίκης μας με την υπόδειξη «να με λέτε Ιωάννη». Ένας θεός μάς γλίτωσε και δεν μας έδωσε ακόμα Παντελή που ντύθηκε Παντελεήμων. Αλλά ούτε κι εδώ, πιστεύω, θα φτουρήσει η προσπάθεια «καθαρισμού» και απόκρυψης του «λαϊκού» τύπου. Όταν ο σημερινός Εμμανουήλ και ο Ιωάννης ταχταρίσουν αύριο-μεθαύριο τα παιδιά τους ή τα εγγόνια τους, τι τάχα θα τους λένε; «Εμμανουηλάκο» μου και «Ιωαννάκη»; «Κωνσταντινούλη» και «Βασιλειάκο»; Η γλώσσα μόνη της θα κάνει, άλλη μια φορά –όσο θα έχει μπρος της ζωντανούς ανθρώπους– το Ιωάννης→Γιωάννης→Γιάννης. Νά μαστε πάλι, να κάνουμε συνέχεια την ίδια διαδρομή, να ανακαλύψουμε και πάλι την Αμερική.

Κανένας κίνδυνος, λοιπόν, κατά τα φαινόμενα. Μονάχα, νά, είναι αυτή η δυσθυμία την οποία σου γεννά η ψυχαναγκαστική επανάληψη της Ιστορίας, που τη βιώνουμε βεβαίως σαν φάρσα, κι όμως νομίζουμε ίσα ίσα ότι γράφουμε Ιστορία, κι ακόμα χειρότερα, πως θα μας γράψει εμάς η Ιστορία αν «αναγνώσουμε» αντί να διαβάσουμε, αν πούμε «καλοπίστως» και «συγκαλύπτετο» και άλλα τέτοια, αν πάμε γραμμή στον Ιωάννη Καποδίστρια, τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο και τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, αντί π.χ. στον Γιάννη Ρίτσο, και βέβαια στον ρατέ, τον loser Κώστα Καρυωτάκη!

Εντονότερη είναι η κίνηση «καθαρισμού» στην ορθογραφία, και ενισχύεται, φοβούμαι, με την «υπερετυμολόγηση» που διέπει νεότερα λεξικά, ιδίως του Γ. Μπαμπινιώτη (αλλά και του Εμμ. Κριαρά, αν και σε πολύ μικρότερο βαθμό): με τα ρωδάκινα και τα τσηρώτα επιτείνεται η αβεβαιότητα και υποβοηθείται η παλινόρθωση τού «έτσι το γράφω εγώ»· παράλληλα, με τα κουλλούρια και με τον παππά, κολακεύονται εκείνοι που τόσο κόπο τους έκανε να δεχτούν τη μάνα με ένα -ν και την κανέλα με ένα -λ, και νομίζουν ότι πήραν τώρα την εκδίκησή τους (δεν πρόσεξαν πάντως ότι, στην κανέλα ειδικά, θα στερηθούν και πάλι το δεύτερο -λ, αλλά θα παρηγορηθούν μ’ ένα δεύτερο -ν: "καννέλα" θέλει το λεξικό Μπαμπινιώτη!). Τώρα, στην καλύτερη περίπτωση, καθένας επισείει το δικό του λεξικό: «Στην ορθογραφία ακολουθήθηκε το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη» γράφει σε ειδική σημείωση στο τελευταίο μυθιστόρημά της η Μάρω Δούκα, σε μια χειρονομία μοναδική, όσο γνωρίζω, στα εκδοτικά ήθη. Στη χειρότερη περίπτωση, μέσα στην καλλιεργούμενη σύγχυση, θριαμβεύει η αυθαιρεσία και ο ερασιτεχνισμός: Αρπάζουμε λόγου χάρη μισό τον κανόνα και επελαύνουμε: αναδιπλασιασμός του ρο; δώσ’ του να καταλάβει: αντιρρατσιστικός και αναρρωτιέμαι, ακόμα και υστερορρομαντική και σπαγκορραμμένος. «Κάνα δυο»; Από πού έρχεται το κάνα; απ’ το κανένα, άρα: «κάν’να»! Αναλόγως και το «ξανά’δα»! Ή «θα μου ’πής», όπως γράφει στο Βήμα ο Θ. Π. Τάσιος, που έχει απαιτήσει και αυτός –οποία φιλοδοξία– να τον τυπώνουν με την ιδιωτική του ορθογραφία: εν προκειμένω, διατηρείται η κατάληξη της υποτακτικής, δεν αναγνωρίζεται ο τύπος «να πω, να πεις», παρά μόνο σαν κολοβό ειπώ, ειπείς κτλ., εξού και η απόστροφος κι ο τόνος. «Μια στιγμή, θα τρελαθώ», όπως λέει η Κανέλλη κάθε δυο ειδήσεις.

Άντε λοιπόν, απ’ την αρχή: το ψάρι πάλι οψάριον, για να ξαναγίνει ψάρι, και ο Βασίλης πάλι Βασίλειος, για να ξαναγίνει Βασίλης, αν και το «σωστό» θα ήταν, κατά τη δική τους λογική, Βασίλεις –και ας τους δίνουμε ιδέες...


* Βλ. εκτενώς παρακάτω, κεφ. 66, 67, 68.

buzz it!