Τουριστικά ή Υπέρ Κωλοελλήνων
Τα Νέα, 12 Ιουνίου 2004
Και καλά οι Νεοέλληνες, όπως μυκτηρίζουμε εαυτούς, σε προφανή αντιδιαστολή προς τους πέραν παντός μέτρου Έλληνες, δηλαδή τους Αρχαίους· αλλά οι Γάλλοι, που μόνο παλαιοί είναι; ή πάλι οι Βέλγοι; Αυτούς πώς θα τους διέκρινε κανείς, αν ήθελε να χρησιμοποιήσει έναν ανάλογο και έμμεσα απαξιωτικό τρόπο; Θα ήθελε όμως;
διαβάστε τη συνέχεια...
Μπα. Είναι ένα είδος κριτικής που έχει πάντα έναν μόνο στόχο, τον εαυτό μας. Και έχει βέβαια κι αυτό τα όριά του, που εξαντλούνται εκεί ακριβώς όπου την κριτική την ασκούμε εμείς οι ίδιοι. Γιατί, έτσι και τολμήσει άλλος να πει τα ίδια, ή και λιγότερα ακόμα, τότε αυτομάτως χαρακτηρίζεται ανθέλληνας κττ. Συνηθέστερα όμως, πίσω από κάθε παρόμοια «ανελέητη» αυτοκριτική, οπισθοχωρεί με τρόπο ο κρίνων, εξαιρεί δηλαδή τον εαυτό του, αφού, για να είναι σε θέση να κρίνει, παναπεί πως ο ίδιος είναι υπεράνω.
Το μοντέλο αυτό το έχουμε δει στο γλωσσικό μέτωπο, εκεί όπου ο Μετρητής της «γλωσσικής ένδειας» διατηρεί το αποκλειστικό προνόμιο μιας «υψηλής» γλώσσας, την ώρα που όλοι οι άλλοι σέρνονται στο βόρβορο της αγλωσσίας. Αλλά το μοντέλο αυτό ισχύει παντού όπου θάλλει η κουλτούρα της κλάψας, όπως τη χαρακτήρισα παλαιότερα, εκεί όπου μετρούμε τη σημερινή ζωή και τη βρίσκουμε λειψή σε σχέση με την ένδοξη χτεσινή, εκεί όπου θρηνολογούμε το νεκρό τάχα σήμερα τραγούδι, τον μαραζωμένο τάχα χώρο του βιβλίου και την ανύπαρκτη τάχα σήμερα κριτική, και γενικότερα την αφόρητη καθημερινότητά μας.
Μάκρυνε αυτή η εισαγωγή, με σκέψεις που συχνά επανέρχονται, για τα γλωσσικά ιδίως. Τώρα όμως δένουν με το γενικότερο δόγμα για τους Νεοέλληνες, ή και τους Κωλοέλληνες, σκέψεις που μετρίαζαν το άγχος μου για το θέμα της επιφυλλίδας αυτής σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου, για το οποίο άλλωστε χρειάστηκε να «κλέψω» το περασμένο δεκαπενθήμερο. Την είπα λοιπόν «Τουριστικά» αυτή την επιφυλλίδα, ξεγελώντας τον εαυτό μου πως έτσι και στον αναγνώστη εξηγούμαι και το ταξίδι μου τάχα παρατείνω.
Καλεσμένος από το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας του Μεταφραστικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρέθηκα τις προάλλες στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο για πρώτη φορά, και συνέχισα στο Παρίσι. Στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο είχα τη χαρά να συναντήσω παλιούς φίλους και να γνωρίσω καινούριους, από τον ηρωικό κλάδο των μεταφραστών της Κομισιόν, και μαζί τους να μοιραστώ σκέψεις γνωστές από τη σελίδα αυτή, σε σεμινάριο που του έδωσα τον μάλλον κοινότοπο τίτλο «Στάσεις απέναντι στη νεοελληνική γλώσσα». Είπα «ηρωικό κλάδο», γιατί άλλο η πολυτέλεια της μετάφρασης ενός βιβλίου, συχνά της επιλογής σου ή πάντως των ενδιαφερόντων σου, όπου έχεις όλο το χρόνο να ψάξεις και να διασταυρώσεις, και άλλο η αυστηρότερα επαγγελματική και εντός ωραρίου μετάφραση ειδικών κειμένων, π.χ. της κοινοτικής νομοθεσίας, που συχνά πρωτοεισάγουν όρους επιστημονικούς κτλ. Ένα τέτοιο εργασιακό σχήμα και επαγγελματικό σώμα συνιστά εξ ορισμού ένα ιδιότυπο τελωνείο, με ειδικό λόγο στον εκτελωνισμό ειδικών όρων. Και για τις συγκεκριμένες πια ανάγκες της Επιτροπής, τέτοιο σχήμα πρώτη φορά υπάρχει οργανωμένο σε επαγγελματική βάση. Πρώτη φορά δηλαδή μπορεί να υπάρξει συντονισμένος έλεγχος και αρθρωμένος λόγος και παρέμβαση στο τεράστιο κεφάλαιο του δανεισμού, που τόσα σημαίνει για τον εμπλουτισμό και την εξέλιξη μιας γλώσσας.
Δεν προτίθεμαι εδώ να σκιαγραφήσω καν το κολοσσιαίο έργο που επιτελείται, για να ανταποδώσω τάχα τη θερμή φιλοξενία και την ακόμα θερμότερη ανταπόκριση που βρήκα στις δύο πόλεις. Ειδική μνεία όμως οφείλω στα έντυπά τους, το σεμνό σε εμφάνιση, λιγοσέλιδο αλλά περιεκτικό Μεταφράζοντας, «περιοδική έκδοση των ελλήνων μεταφραστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», και το πιο φαντεζί μα θαυμαστά καλαίσθητο Φαινόμενο του Λουξεμβούργου, επίσης με πλούσια ύλη γλωσσικού και μεταφραστικού προβληματισμού.
Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, να δούμε πώς ασκείται εντέλει γλωσσική πολιτική, στην πράξη και έξω από περίκλειστα γραφεία. Και να βρούμε και τον τρόπο επικοινωνίας: πολλά έχουν να μας δείξουν οι της Επιτροπής, από όσα πρώτοι εκείνοι αντιμετωπίζουν, και πολλά να συζητήσουμε. Έτσι, και μια που είμαι στα προσωπικά μ’ αυτή την επιφυλλίδα, όταν έφτασα στα γνωστά, για την απόδοση του e με τη συντομογραφία ηλ- αλλά με ενωτικό (e-revolution: ηλ-επανάσταση), κάποια ακροάτρια μου επισήμανε ότι ο ΕΛΟΤ στην τελευταία ιστοσελίδα του εφάρμοζε την ίδια λύση. Με ξάφνιασε ευχάριστα η σύμπτωση αυτή, επειδή ακριβώς τονίζει μια αυτονόητη και καθόλου προσωπική ή ευφάνταστη λύση. Όχι, δεν ευλογώ τα γένια μου· θέλω όμως να ευλογήσω τα γένια μας, με το δεύτερο σκέλος του σημερινού τίτλου.
Στις Βρυξέλλες λοιπόν, που με μάγεψαν σαν μεγάλη πόλη «σε μικρό σχήμα» (από το Λουξεμβούργο κρατώ μια εξίσου γοητευτική εικόνα, αλλά λίγων μόνο ωρών), και έπειτα στο πάντα μαγικό Παρίσι μού ξανάρθε μια παλαιότερη, «καταχθόνια» σκέψη: είχα κάποτε την ιδέα να απαριθμήσω όλα τα στραβά κι ανάποδα που ζούμε στη χώρα μας, από αυτά που μας κάνουν να μυκτηρίζουμε, όπως είπα, τους Νεοέλληνες, ή, πιο ωμά, τους Κωλοέλληνες, και μόνο στο τέλος να έγραφα πως όλα αυτά ήταν εικόνες και από τον τόπο των φαντασιώσεών μας, από μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αφού όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην «Ψωροκώσταινά» μας μόνο. Ήταν μάλλον φτηνό το τέχνασμα, θα τα γράψω τώρα κατευθείαν, ενισχυμένα μάλιστα από την εικόνα και των Βρυξελλών.
Συμβαίνουν δηλαδή τα «χάλια τα δικά μας» και αλλού; Και σε τέτοια έκταση; Βεβαίως όχι. Είναι τόσα όμως που θα έφταναν να μας προκαλέσουν εγκεφαλικό, την ώρα που αυτομαστιγωνόμαστε, οι «Νεοέλληνες». Αρκεί να τα δούμε, γιατί συνήθως βλέπουμε αυτά που θέλουμε να δούμε. Και έτσι κι αλλιώς –το κυριότερο– συγκρίνουμε τα ασύγκριτα, βάζουμε πλάι σε χώρες με αδιατάρακτο κοινωνικοπολιτικό βίο τη δική μας, όπου μόλις τα τελευταία 30 χρόνια έσπασε η αλυσίδα πολέμων, εμφυλίων και δικτατοριών, έπειτα μάλιστα από 4 αιώνες οθωμανική κυριαρχία, που όσο κι αν δεν πρέπει να αποτελούν άλλοθι καθυστέρησης όλα αυτά, είναι ωστόσο αντικειμενικοί παράγοντες που δεν επιτρέπεται να τους παραγνωρίζουμε ούτε στιγμή. Και να μη βλέπουμε την τεράστια παρ’ όλα αυτά εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας, από το «Απαγορεύεται το πτύειν» μέσα στα λεωφορεία, που το θυμάμαι πολύ καλά ο ίδιος, το φτύσιμο, εννοείται, εξού και η πινακίδα, σε μια χώρα όπου ακόμα σήμερα πολλοί, από τους παλαιότερους, ασυναίσθητα οπωσδήποτε, πάντως διπλώνουν ανάποδα την εφημερίδα που αγοράζουν απ’ το περίπτερο, και όχι απλώς Αυγή και Ριζοσπάστη, αλλά και τη δική μας εδώ.
Ε λοιπόν, και στα Παρίσια και στις Βρυξέλλες, «εκεί που οι οδηγοί κοκαλώνουν μόλις δουν πεζό και τον αφήνουν να περάσει», καλό είναι να μην το παίρνει κανείς αυτό τοις μετρητοίς· ιδίως στις Βρυξέλλες· έτσι κι αλλιώς πολλοί γκαζώνουν και περνάν και με κόκκινο, μπαίνουν ανάποδα στους μονόδρομους, παρκάρουν κατά βούληση, μηχανάκια οργιάζουν με κομμένη εξάτμιση, μηχανές κάνουν σούζα στις λεωφόρους· στο μετρό τους, που έχει ιστορία, αντίθετα από το χτεσινό δικό μας, ε όχι, δεν στέκουν πάντοτε δεξιά στις κυλιόμενες· και φτύνουν στους δρόμους, όχι μόνο οι «τριτοκοσμικοί»· και επίσης κατουράν στους δρόμους· και πάλι όχι μόνο οι κλοσάρ αλλά και ο κουστουμαρισμένος γιάπης, μέρα μεσημέρι σε κεντρικότατο σημείο· εδώ μάλιστα προπορεύονται, μας δείχνουν το δρόμο: γιατί σε πόλεις σαν τη δική μας, όπου κλείνουν τις δημόσιες τουαλέτες για λόγους «ηθικής εξυγίανσης», ή σαν τις δικές τους, όπου τις συντηρούν αλλά με χρήση επί πληρωμή, ε τότε ο άλλος θα κατουράει στο δρόμο.
Δηλαδή, ψυχραιμία, συνέλληνες.
Και καλά οι Νεοέλληνες, όπως μυκτηρίζουμε εαυτούς, σε προφανή αντιδιαστολή προς τους πέραν παντός μέτρου Έλληνες, δηλαδή τους Αρχαίους· αλλά οι Γάλλοι, που μόνο παλαιοί είναι; ή πάλι οι Βέλγοι; Αυτούς πώς θα τους διέκρινε κανείς, αν ήθελε να χρησιμοποιήσει έναν ανάλογο και έμμεσα απαξιωτικό τρόπο; Θα ήθελε όμως;
διαβάστε τη συνέχεια...
Μπα. Είναι ένα είδος κριτικής που έχει πάντα έναν μόνο στόχο, τον εαυτό μας. Και έχει βέβαια κι αυτό τα όριά του, που εξαντλούνται εκεί ακριβώς όπου την κριτική την ασκούμε εμείς οι ίδιοι. Γιατί, έτσι και τολμήσει άλλος να πει τα ίδια, ή και λιγότερα ακόμα, τότε αυτομάτως χαρακτηρίζεται ανθέλληνας κττ. Συνηθέστερα όμως, πίσω από κάθε παρόμοια «ανελέητη» αυτοκριτική, οπισθοχωρεί με τρόπο ο κρίνων, εξαιρεί δηλαδή τον εαυτό του, αφού, για να είναι σε θέση να κρίνει, παναπεί πως ο ίδιος είναι υπεράνω.
Το μοντέλο αυτό το έχουμε δει στο γλωσσικό μέτωπο, εκεί όπου ο Μετρητής της «γλωσσικής ένδειας» διατηρεί το αποκλειστικό προνόμιο μιας «υψηλής» γλώσσας, την ώρα που όλοι οι άλλοι σέρνονται στο βόρβορο της αγλωσσίας. Αλλά το μοντέλο αυτό ισχύει παντού όπου θάλλει η κουλτούρα της κλάψας, όπως τη χαρακτήρισα παλαιότερα, εκεί όπου μετρούμε τη σημερινή ζωή και τη βρίσκουμε λειψή σε σχέση με την ένδοξη χτεσινή, εκεί όπου θρηνολογούμε το νεκρό τάχα σήμερα τραγούδι, τον μαραζωμένο τάχα χώρο του βιβλίου και την ανύπαρκτη τάχα σήμερα κριτική, και γενικότερα την αφόρητη καθημερινότητά μας.
Μάκρυνε αυτή η εισαγωγή, με σκέψεις που συχνά επανέρχονται, για τα γλωσσικά ιδίως. Τώρα όμως δένουν με το γενικότερο δόγμα για τους Νεοέλληνες, ή και τους Κωλοέλληνες, σκέψεις που μετρίαζαν το άγχος μου για το θέμα της επιφυλλίδας αυτής σ’ όλη τη διάρκεια του ταξιδιού μου, για το οποίο άλλωστε χρειάστηκε να «κλέψω» το περασμένο δεκαπενθήμερο. Την είπα λοιπόν «Τουριστικά» αυτή την επιφυλλίδα, ξεγελώντας τον εαυτό μου πως έτσι και στον αναγνώστη εξηγούμαι και το ταξίδι μου τάχα παρατείνω.
Καλεσμένος από το Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας του Μεταφραστικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρέθηκα τις προάλλες στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο για πρώτη φορά, και συνέχισα στο Παρίσι. Στις Βρυξέλλες και το Λουξεμβούργο είχα τη χαρά να συναντήσω παλιούς φίλους και να γνωρίσω καινούριους, από τον ηρωικό κλάδο των μεταφραστών της Κομισιόν, και μαζί τους να μοιραστώ σκέψεις γνωστές από τη σελίδα αυτή, σε σεμινάριο που του έδωσα τον μάλλον κοινότοπο τίτλο «Στάσεις απέναντι στη νεοελληνική γλώσσα». Είπα «ηρωικό κλάδο», γιατί άλλο η πολυτέλεια της μετάφρασης ενός βιβλίου, συχνά της επιλογής σου ή πάντως των ενδιαφερόντων σου, όπου έχεις όλο το χρόνο να ψάξεις και να διασταυρώσεις, και άλλο η αυστηρότερα επαγγελματική και εντός ωραρίου μετάφραση ειδικών κειμένων, π.χ. της κοινοτικής νομοθεσίας, που συχνά πρωτοεισάγουν όρους επιστημονικούς κτλ. Ένα τέτοιο εργασιακό σχήμα και επαγγελματικό σώμα συνιστά εξ ορισμού ένα ιδιότυπο τελωνείο, με ειδικό λόγο στον εκτελωνισμό ειδικών όρων. Και για τις συγκεκριμένες πια ανάγκες της Επιτροπής, τέτοιο σχήμα πρώτη φορά υπάρχει οργανωμένο σε επαγγελματική βάση. Πρώτη φορά δηλαδή μπορεί να υπάρξει συντονισμένος έλεγχος και αρθρωμένος λόγος και παρέμβαση στο τεράστιο κεφάλαιο του δανεισμού, που τόσα σημαίνει για τον εμπλουτισμό και την εξέλιξη μιας γλώσσας.
Δεν προτίθεμαι εδώ να σκιαγραφήσω καν το κολοσσιαίο έργο που επιτελείται, για να ανταποδώσω τάχα τη θερμή φιλοξενία και την ακόμα θερμότερη ανταπόκριση που βρήκα στις δύο πόλεις. Ειδική μνεία όμως οφείλω στα έντυπά τους, το σεμνό σε εμφάνιση, λιγοσέλιδο αλλά περιεκτικό Μεταφράζοντας, «περιοδική έκδοση των ελλήνων μεταφραστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης», και το πιο φαντεζί μα θαυμαστά καλαίσθητο Φαινόμενο του Λουξεμβούργου, επίσης με πλούσια ύλη γλωσσικού και μεταφραστικού προβληματισμού.
Ας τα σκεφτούμε όλα αυτά, να δούμε πώς ασκείται εντέλει γλωσσική πολιτική, στην πράξη και έξω από περίκλειστα γραφεία. Και να βρούμε και τον τρόπο επικοινωνίας: πολλά έχουν να μας δείξουν οι της Επιτροπής, από όσα πρώτοι εκείνοι αντιμετωπίζουν, και πολλά να συζητήσουμε. Έτσι, και μια που είμαι στα προσωπικά μ’ αυτή την επιφυλλίδα, όταν έφτασα στα γνωστά, για την απόδοση του e με τη συντομογραφία ηλ- αλλά με ενωτικό (e-revolution: ηλ-επανάσταση), κάποια ακροάτρια μου επισήμανε ότι ο ΕΛΟΤ στην τελευταία ιστοσελίδα του εφάρμοζε την ίδια λύση. Με ξάφνιασε ευχάριστα η σύμπτωση αυτή, επειδή ακριβώς τονίζει μια αυτονόητη και καθόλου προσωπική ή ευφάνταστη λύση. Όχι, δεν ευλογώ τα γένια μου· θέλω όμως να ευλογήσω τα γένια μας, με το δεύτερο σκέλος του σημερινού τίτλου.
Στις Βρυξέλλες λοιπόν, που με μάγεψαν σαν μεγάλη πόλη «σε μικρό σχήμα» (από το Λουξεμβούργο κρατώ μια εξίσου γοητευτική εικόνα, αλλά λίγων μόνο ωρών), και έπειτα στο πάντα μαγικό Παρίσι μού ξανάρθε μια παλαιότερη, «καταχθόνια» σκέψη: είχα κάποτε την ιδέα να απαριθμήσω όλα τα στραβά κι ανάποδα που ζούμε στη χώρα μας, από αυτά που μας κάνουν να μυκτηρίζουμε, όπως είπα, τους Νεοέλληνες, ή, πιο ωμά, τους Κωλοέλληνες, και μόνο στο τέλος να έγραφα πως όλα αυτά ήταν εικόνες και από τον τόπο των φαντασιώσεών μας, από μια μεγάλη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, αφού όλα αυτά δεν συμβαίνουν στην «Ψωροκώσταινά» μας μόνο. Ήταν μάλλον φτηνό το τέχνασμα, θα τα γράψω τώρα κατευθείαν, ενισχυμένα μάλιστα από την εικόνα και των Βρυξελλών.
Συμβαίνουν δηλαδή τα «χάλια τα δικά μας» και αλλού; Και σε τέτοια έκταση; Βεβαίως όχι. Είναι τόσα όμως που θα έφταναν να μας προκαλέσουν εγκεφαλικό, την ώρα που αυτομαστιγωνόμαστε, οι «Νεοέλληνες». Αρκεί να τα δούμε, γιατί συνήθως βλέπουμε αυτά που θέλουμε να δούμε. Και έτσι κι αλλιώς –το κυριότερο– συγκρίνουμε τα ασύγκριτα, βάζουμε πλάι σε χώρες με αδιατάρακτο κοινωνικοπολιτικό βίο τη δική μας, όπου μόλις τα τελευταία 30 χρόνια έσπασε η αλυσίδα πολέμων, εμφυλίων και δικτατοριών, έπειτα μάλιστα από 4 αιώνες οθωμανική κυριαρχία, που όσο κι αν δεν πρέπει να αποτελούν άλλοθι καθυστέρησης όλα αυτά, είναι ωστόσο αντικειμενικοί παράγοντες που δεν επιτρέπεται να τους παραγνωρίζουμε ούτε στιγμή. Και να μη βλέπουμε την τεράστια παρ’ όλα αυτά εξέλιξη της νεοελληνικής κοινωνίας, από το «Απαγορεύεται το πτύειν» μέσα στα λεωφορεία, που το θυμάμαι πολύ καλά ο ίδιος, το φτύσιμο, εννοείται, εξού και η πινακίδα, σε μια χώρα όπου ακόμα σήμερα πολλοί, από τους παλαιότερους, ασυναίσθητα οπωσδήποτε, πάντως διπλώνουν ανάποδα την εφημερίδα που αγοράζουν απ’ το περίπτερο, και όχι απλώς Αυγή και Ριζοσπάστη, αλλά και τη δική μας εδώ.
Ε λοιπόν, και στα Παρίσια και στις Βρυξέλλες, «εκεί που οι οδηγοί κοκαλώνουν μόλις δουν πεζό και τον αφήνουν να περάσει», καλό είναι να μην το παίρνει κανείς αυτό τοις μετρητοίς· ιδίως στις Βρυξέλλες· έτσι κι αλλιώς πολλοί γκαζώνουν και περνάν και με κόκκινο, μπαίνουν ανάποδα στους μονόδρομους, παρκάρουν κατά βούληση, μηχανάκια οργιάζουν με κομμένη εξάτμιση, μηχανές κάνουν σούζα στις λεωφόρους· στο μετρό τους, που έχει ιστορία, αντίθετα από το χτεσινό δικό μας, ε όχι, δεν στέκουν πάντοτε δεξιά στις κυλιόμενες· και φτύνουν στους δρόμους, όχι μόνο οι «τριτοκοσμικοί»· και επίσης κατουράν στους δρόμους· και πάλι όχι μόνο οι κλοσάρ αλλά και ο κουστουμαρισμένος γιάπης, μέρα μεσημέρι σε κεντρικότατο σημείο· εδώ μάλιστα προπορεύονται, μας δείχνουν το δρόμο: γιατί σε πόλεις σαν τη δική μας, όπου κλείνουν τις δημόσιες τουαλέτες για λόγους «ηθικής εξυγίανσης», ή σαν τις δικές τους, όπου τις συντηρούν αλλά με χρήση επί πληρωμή, ε τότε ο άλλος θα κατουράει στο δρόμο.
Δηλαδή, ψυχραιμία, συνέλληνες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου