Η πολιτεία έπλεε εις την γαλανόλευκον
Τα Νέα, 10 Ιουλίου 2004
«Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον» τιτλοφορούσε ένα λεύκωμά του ο ανατρεπτικός Μίνως Αργυράκης, απαντώντας με τον δικό του τρόπο στα χουντικά κλισέ της εποχής.
διαβάστε τη συνέχεια...
Λίγες δεκαετίες μετά, η σάτιρα μοιάζει ξαφνικά αχρείαστη. Η πολιτεία έπλεε αυτές τις μέρες εις την γαλανόλευκον, κι αυτό δεν οφειλόταν σε διαταγή χουντικού καθεστώτος, όπως κάποτε, ούτε στον ζήλο των επιδεικτικά εθνικοφρόνων των μετέπειτα χρόνων, όταν πια σε εθνικές επετείους μετράς μία με δύο σημαίες το πολύ ανά πολυκατοικία. Δύο μέρες από την υποδοχή των νικητών της Λισσαβόνας, που γράφονται τούτες οι γραμμές, δε θέλω να βγάλω από το αυτοκίνητό μου το σημαιάκι, που μόλις την επομένη της νίκης αποτόλμησα να το βάλω και να με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου. Τη μέρα που θα διαβάζεται η επιφυλλίδα αυτή, θα έχουν ξεκρεμαστεί οι σημαίες, και κυρίως θα έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί τα όσα είδαμε και ζήσαμε τις μέρες της γιορτής –μαζί με τις λίγες στιγμές της ντροπής, που δεν έλειψαν, και από τους δρόμους και από το Καλλιμάρμαρο.
Γράφω παραταύτα, πιθανότατα τα ίδια, γιατί απλούστατα στον απόηχο της γιορτής το μυαλό δεν μπορεί ή και δε θέλει να πάει πουθενά αλλού. Έτσι και ο τόνος θα είναι προσωπικότερος, σαν φωτογραφική μηχανή που φυσικά δεν κρατούσα.
Και πρώτη ακριβώς φωτογραφία, η γαλανόλευκη πολιτεία. «Τα σύμβολα γίνονται μόδα» έγραφε η πάντα εύστοχη γειτόνισσα εδώ Πόπη Διαμαντάκου: «φουστανέλες και χλαμύδες, γαλανόλευκες και κότινοι, τα στερεότυπα με τα οποία γαλουχήθηκε το ελληνικό έθνος, βρήκαν πανηγυρικό φόντο να αναδειχθούν στο ποδοσφαιρικό πάθος». Από το μπλουζάκι που λάνσαρε ο ωραίος Σάκης στη Γιουροβίζιον ώς τα γήπεδα της Πορτογαλίας κι από κει στους δρόμους τους δικούς μας, και πιο πολύ σαν μακιγιάζ στα πρόσωπα των νέων παιδιών, η ελληνική σημαία γίνεται in: «το ποδόσφαιρο έγινε η αφορμή για την αποκάθαρση του συμβόλου και της σημασίας του», που «το είχαν οικειοποιηθεί πολιτικοί χώροι συνεχιστές της χουντικής παράδοσης» επισήμαινε η Διαμαντάκου, λίγες μέρες πριν από τον μεγάλο τελικό (Νέα 2.7.04). Και τότε φάνηκε αληθινό πως όχι μόνο «όλη η Λισσαβόνα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», αλλά και «όλη η Ελλάδα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», κατά το σύνθημα που είχε κυριαρχήσει τη βραδιά των βουλευτικών εκλογών, μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Τέσσερις μήνες από την Κυριακή εκείνη, και τώρα δεν παγώναμε με το ίδιο σύνθημα. Πολύ περισσότερο με την εικόνα της γαλανόλευκης. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό για μας τους μεγαλύτερους, για τις γενιές έως και τη δική μου, όσους γεννηθήκαμε τα μετεμφυλιακά χρόνια και έφηβοι ξημερωθήκαμε με τη δικτατορία της 21ης, δηλαδή σε χρόνια πατριδοκαπηλίας κι όταν το όραμα της Αριστεράς ήταν ακόμα διεθνιστικό, πριν τσαλαβουτήξουν και τα ΚΚ, καληώρα το δικό μας, στα έλη του εθνικισμού, κι έτσι η σημαία μόνο απώθηση μας έφερνε, με ή χωρίς το μπάρμπεκιου πουλί επάνω της.
Τώρα λοιπόν μπορέσαμε να δούμε τη σημαία σαν σύμβολο χαράς και γιορτής, έστω και μ’ όλο το κιτς που συχνά τη συνόδεψε: από τα προσκυνήματα ώς τις δηλώσεις πως μ’ αυτήν και την Υπέρμαχο Στρατηγό νικήσαμε τους αλλόθρησκους φραγκολεβαντίνους. Πίσω όμως ή και μαζί με τις γραφικότητες, ου μην και τις ιδεολογικές ακρότητες, γιατί δεν ήταν μόνο γραφικοί αλλά πολλοί και ιδεολόγοι επαγγελματίες, Χρυσαυγίτες π.χ., με τον γνωστό Μπροστάρη, τον Ανερυθρίαστο Αθηνών εννοώ, πίσω λοιπόν ή και μαζί με όλα αυτά κερδήθηκε η σημαία, όχι πια σαν έμβλημα φαιάς και στρατοκρατικής ιδεολογίας αλλά σαν σύμβολο, το ξαναλέω, χαράς. Έστω σαν μόδα. Τη μόνη που μπορεί να αφυδατώνει και να απεκδύει από το πραγματικό τους νόημα πράγματα και ιδέες: ό,τι καλύτερο εδώ. Κι ας ακούγονται ξινισμένες φωνές, ότι τι πράγματα είναι αυτά, φοράνε τη σημαία σορτς, και η σημαία έχει πάνω της σταυρό, κάθονται λοιπόν πάνω στο σταυρό. Ας καθίσουν, μακάρι, τα νέα παιδιά, μπας και ξεμαγαρίσουν μυαλά και ιδέες.
Και όχι σαν αυτόν, φωτογραφία δεύτερη, που μαγάρισε κοτζάμ γιορτή. Πήγε, όπου γάμος και χαρά, πήγε κι αυτός στο Καλλιμάρμαρο, αφού ζήτησε, λέει, δύο φορές από την ΕΠΟ, κι έπειτα από το υπουργείο Πολιτισμού κι έπειτα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, να συναντηθεί με τους διεθνείς, πήγε λοιπόν στο Καλλιμάρμαρο, όπου και βγήκε πρώτος –παρά πάσα λογική και τάξη– να μοιράσει τα σταυρουδάκια του στους παίκτες, και πήρε το μικρόφωνο, και κατά το συνήθειο του δεν τ’ άφηνε, για να πει, γραφικότερος των γραφικών, αλλά λόγω θέσης επικίνδυνος, πως πρώτη φορά ορθόδοξη χώρα κατέκτησε το τρόπαιο!
Και μαζί, στην ίδια φωτογραφία, οι άρχοντες του Έθνους και των Αθηνών, να μοιράζουν κι αυτοί τα μετάλλιά τους, να μοστράρονται στο φακό πρώτοι πρώτοι, ετοιμάζοντας από τώρα τα προεκλογικά φυλλάδιά τους, Φάνη-Πάλλη, Ορφανός, Γκαγκάτσης, και η πάντως πάντα ωραία δήμαρχος –αυτή σε δική της φωτογραφία, μόνη της, παρακαλώ–, που έκανε και τη διερμηνέα του Ότο Ρεχάγκελ, κι όταν εκείνος είπε πως ήρθε το κύπελλο στην Ελλάδα, αυτή μετέφρασε: «στην Αθήνα».
Κι άλλη φωτογραφία, ηχητικό ντοκουμέντο, ο εθνικός εκφωνητής-παιδονόμος να καλεί και να ξανακαλεί τους τιμώμενους της βραδιάς να κάτσουν κάτω, ν’ ακούσουν το μάθημά τους. «Είχαμε κανονίσει να μπούμε χορεύοντας, να πετάξουμε τις φανέλες μας», είπε ο Φύσσας, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον παιδονόμο ταξιθέτη. «Δεν μπορέσαμε καν να εκφραστούμε. Να ανταποδώσουμε την αγάπη του κόσμου. Ήταν μια γιορτή που δεν τη χαρήκαμε» είπε ο Καραγκούνης. Τους κάτσαν στο θρανίο, και μάλιστα του κατηχητικού.
Και μια μέρα πριν, μετά τον τελικό, φωτογραφία με τον λιπόσαρκο, ταλαιπωρημένο μαύρο που περπατάει μπροστά μου, ανοίγοντας δρόμο ανάποδα μες στο μεγάλο πλήθος στην Ομόνοια. Κρατάει μια μεγάλη σημαία, με ψηλό, ξύλινο κοντάρι, κανονικό, όχι από τα πλαστικά που πούλαγαν στα καροτσάκια. Πού να την είχε βρει, άραγε. Τον ακολουθώ και προσπαθώ να πιάσω ένα βλέμμα του κόσμου, καθώς βαδίζουμε ανάποδα, όπως είπα. Ούτε ένα. Καμία έκπληξη, κανένα σχόλιο. Εγώ πάντως έχω έναν κόμπο στο λαιμό, όπως και με τους άλλους μετανάστες, παρέες παρέες, Αφρικανούς, Πακιστανούς, που πανηγυρίζουν με σημαίες μαζί μας –πολλές φωτογραφίες εδώ. Γιορτάζουν άραγε για τη γιορτή, μέσα στην ξενιτιά τους; γιορτάζουν για το ποδόσφαιρο, που τους συγκινεί οπωσδήποτε όλους; εκφράζουν κάτι σαν φιλοφρόνηση για τη χώρα που τους φιλοξενεί; ή μήπως έναν πόθο ενσωμάτωσης, ή κάποιοι νιώθουν ήδη ενσωματωμένοι; Ποιος να ξέρει, μπορεί όλα μαζί. «Ελλάς, Ελλάς, δε σταματάω να φωνάζω» μου είπε σχεδόν ξέπνοα άλλος έγχρωμος –άλλη φωτογραφία αυτή–, που πετάχτηκε μπροστά μου χειρονομώντας, Δευτέρα βράδυ σ’ άδειο δρόμο, και φρέναρα, μισοανήσυχος, νομίζοντας πως κάτι ήθελε: ήθελε απλώς να μου δείξει, να μου πει πως δεν είναι τελείως απέξω.
Όμως «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» έπιασε να φωνάζει κάποια παρέα δίπλα μου, για λίγο ευτυχώς, καθώς κατηφορίζαμε την Πανεπιστημίου την Κυριακή το βράδυ. Νόμισα πως ήταν από την εποχή Τσενάι, τους ήρθε ξαφνικά το σύνθημα, γι’ αυτό και ξαφνικά το άφησαν. Αλλά ακούστηκε, έμαθα, και αλλού, ώς και στο Στάδιο –ελεεινή φωτογραφία, χρώμα βεβαίως καφετί, φαιό. Και είχε ξεκινήσει, μου είπε ο γνώστης ανιψιός μου, από τους πρώτους πανηγυρισμούς, μετά την πρόκριση, στην Ομόνοια, όπου και έστρωσαν στο κυνήγι Αλβανούς, Πακιστανούς και άλλους μετανάστες. Οι Χρυσαυγίτες, δεν είναι η πρώτη φορά, και λοιποί εθνικόφρονες. Εθνοκάπηλοι, βεβαίως, αυτοί οι ουσιαστικά εθνοκτόνοι.
Ας μείνουμε όμως ακόμα στη γιορτή.
«Η πολιτεία έπλεε εις την μελανόλευκον» τιτλοφορούσε ένα λεύκωμά του ο ανατρεπτικός Μίνως Αργυράκης, απαντώντας με τον δικό του τρόπο στα χουντικά κλισέ της εποχής.
διαβάστε τη συνέχεια...
Λίγες δεκαετίες μετά, η σάτιρα μοιάζει ξαφνικά αχρείαστη. Η πολιτεία έπλεε αυτές τις μέρες εις την γαλανόλευκον, κι αυτό δεν οφειλόταν σε διαταγή χουντικού καθεστώτος, όπως κάποτε, ούτε στον ζήλο των επιδεικτικά εθνικοφρόνων των μετέπειτα χρόνων, όταν πια σε εθνικές επετείους μετράς μία με δύο σημαίες το πολύ ανά πολυκατοικία. Δύο μέρες από την υποδοχή των νικητών της Λισσαβόνας, που γράφονται τούτες οι γραμμές, δε θέλω να βγάλω από το αυτοκίνητό μου το σημαιάκι, που μόλις την επομένη της νίκης αποτόλμησα να το βάλω και να με κοροϊδεύουν οι φίλοι μου. Τη μέρα που θα διαβάζεται η επιφυλλίδα αυτή, θα έχουν ξεκρεμαστεί οι σημαίες, και κυρίως θα έχουν γραφτεί και ξαναγραφτεί τα όσα είδαμε και ζήσαμε τις μέρες της γιορτής –μαζί με τις λίγες στιγμές της ντροπής, που δεν έλειψαν, και από τους δρόμους και από το Καλλιμάρμαρο.
Γράφω παραταύτα, πιθανότατα τα ίδια, γιατί απλούστατα στον απόηχο της γιορτής το μυαλό δεν μπορεί ή και δε θέλει να πάει πουθενά αλλού. Έτσι και ο τόνος θα είναι προσωπικότερος, σαν φωτογραφική μηχανή που φυσικά δεν κρατούσα.
Και πρώτη ακριβώς φωτογραφία, η γαλανόλευκη πολιτεία. «Τα σύμβολα γίνονται μόδα» έγραφε η πάντα εύστοχη γειτόνισσα εδώ Πόπη Διαμαντάκου: «φουστανέλες και χλαμύδες, γαλανόλευκες και κότινοι, τα στερεότυπα με τα οποία γαλουχήθηκε το ελληνικό έθνος, βρήκαν πανηγυρικό φόντο να αναδειχθούν στο ποδοσφαιρικό πάθος». Από το μπλουζάκι που λάνσαρε ο ωραίος Σάκης στη Γιουροβίζιον ώς τα γήπεδα της Πορτογαλίας κι από κει στους δρόμους τους δικούς μας, και πιο πολύ σαν μακιγιάζ στα πρόσωπα των νέων παιδιών, η ελληνική σημαία γίνεται in: «το ποδόσφαιρο έγινε η αφορμή για την αποκάθαρση του συμβόλου και της σημασίας του», που «το είχαν οικειοποιηθεί πολιτικοί χώροι συνεχιστές της χουντικής παράδοσης» επισήμαινε η Διαμαντάκου, λίγες μέρες πριν από τον μεγάλο τελικό (Νέα 2.7.04). Και τότε φάνηκε αληθινό πως όχι μόνο «όλη η Λισσαβόνα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», αλλά και «όλη η Ελλάδα είναι μπλε, είναι μπλε, είναι μπλεεε», κατά το σύνθημα που είχε κυριαρχήσει τη βραδιά των βουλευτικών εκλογών, μετά τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Τέσσερις μήνες από την Κυριακή εκείνη, και τώρα δεν παγώναμε με το ίδιο σύνθημα. Πολύ περισσότερο με την εικόνα της γαλανόλευκης. Κι έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό για μας τους μεγαλύτερους, για τις γενιές έως και τη δική μου, όσους γεννηθήκαμε τα μετεμφυλιακά χρόνια και έφηβοι ξημερωθήκαμε με τη δικτατορία της 21ης, δηλαδή σε χρόνια πατριδοκαπηλίας κι όταν το όραμα της Αριστεράς ήταν ακόμα διεθνιστικό, πριν τσαλαβουτήξουν και τα ΚΚ, καληώρα το δικό μας, στα έλη του εθνικισμού, κι έτσι η σημαία μόνο απώθηση μας έφερνε, με ή χωρίς το μπάρμπεκιου πουλί επάνω της.
Τώρα λοιπόν μπορέσαμε να δούμε τη σημαία σαν σύμβολο χαράς και γιορτής, έστω και μ’ όλο το κιτς που συχνά τη συνόδεψε: από τα προσκυνήματα ώς τις δηλώσεις πως μ’ αυτήν και την Υπέρμαχο Στρατηγό νικήσαμε τους αλλόθρησκους φραγκολεβαντίνους. Πίσω όμως ή και μαζί με τις γραφικότητες, ου μην και τις ιδεολογικές ακρότητες, γιατί δεν ήταν μόνο γραφικοί αλλά πολλοί και ιδεολόγοι επαγγελματίες, Χρυσαυγίτες π.χ., με τον γνωστό Μπροστάρη, τον Ανερυθρίαστο Αθηνών εννοώ, πίσω λοιπόν ή και μαζί με όλα αυτά κερδήθηκε η σημαία, όχι πια σαν έμβλημα φαιάς και στρατοκρατικής ιδεολογίας αλλά σαν σύμβολο, το ξαναλέω, χαράς. Έστω σαν μόδα. Τη μόνη που μπορεί να αφυδατώνει και να απεκδύει από το πραγματικό τους νόημα πράγματα και ιδέες: ό,τι καλύτερο εδώ. Κι ας ακούγονται ξινισμένες φωνές, ότι τι πράγματα είναι αυτά, φοράνε τη σημαία σορτς, και η σημαία έχει πάνω της σταυρό, κάθονται λοιπόν πάνω στο σταυρό. Ας καθίσουν, μακάρι, τα νέα παιδιά, μπας και ξεμαγαρίσουν μυαλά και ιδέες.
Και όχι σαν αυτόν, φωτογραφία δεύτερη, που μαγάρισε κοτζάμ γιορτή. Πήγε, όπου γάμος και χαρά, πήγε κι αυτός στο Καλλιμάρμαρο, αφού ζήτησε, λέει, δύο φορές από την ΕΠΟ, κι έπειτα από το υπουργείο Πολιτισμού κι έπειτα από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, να συναντηθεί με τους διεθνείς, πήγε λοιπόν στο Καλλιμάρμαρο, όπου και βγήκε πρώτος –παρά πάσα λογική και τάξη– να μοιράσει τα σταυρουδάκια του στους παίκτες, και πήρε το μικρόφωνο, και κατά το συνήθειο του δεν τ’ άφηνε, για να πει, γραφικότερος των γραφικών, αλλά λόγω θέσης επικίνδυνος, πως πρώτη φορά ορθόδοξη χώρα κατέκτησε το τρόπαιο!
Και μαζί, στην ίδια φωτογραφία, οι άρχοντες του Έθνους και των Αθηνών, να μοιράζουν κι αυτοί τα μετάλλιά τους, να μοστράρονται στο φακό πρώτοι πρώτοι, ετοιμάζοντας από τώρα τα προεκλογικά φυλλάδιά τους, Φάνη-Πάλλη, Ορφανός, Γκαγκάτσης, και η πάντως πάντα ωραία δήμαρχος –αυτή σε δική της φωτογραφία, μόνη της, παρακαλώ–, που έκανε και τη διερμηνέα του Ότο Ρεχάγκελ, κι όταν εκείνος είπε πως ήρθε το κύπελλο στην Ελλάδα, αυτή μετέφρασε: «στην Αθήνα».
Κι άλλη φωτογραφία, ηχητικό ντοκουμέντο, ο εθνικός εκφωνητής-παιδονόμος να καλεί και να ξανακαλεί τους τιμώμενους της βραδιάς να κάτσουν κάτω, ν’ ακούσουν το μάθημά τους. «Είχαμε κανονίσει να μπούμε χορεύοντας, να πετάξουμε τις φανέλες μας», είπε ο Φύσσας, αλλά λογάριαζαν χωρίς τον παιδονόμο ταξιθέτη. «Δεν μπορέσαμε καν να εκφραστούμε. Να ανταποδώσουμε την αγάπη του κόσμου. Ήταν μια γιορτή που δεν τη χαρήκαμε» είπε ο Καραγκούνης. Τους κάτσαν στο θρανίο, και μάλιστα του κατηχητικού.
Και μια μέρα πριν, μετά τον τελικό, φωτογραφία με τον λιπόσαρκο, ταλαιπωρημένο μαύρο που περπατάει μπροστά μου, ανοίγοντας δρόμο ανάποδα μες στο μεγάλο πλήθος στην Ομόνοια. Κρατάει μια μεγάλη σημαία, με ψηλό, ξύλινο κοντάρι, κανονικό, όχι από τα πλαστικά που πούλαγαν στα καροτσάκια. Πού να την είχε βρει, άραγε. Τον ακολουθώ και προσπαθώ να πιάσω ένα βλέμμα του κόσμου, καθώς βαδίζουμε ανάποδα, όπως είπα. Ούτε ένα. Καμία έκπληξη, κανένα σχόλιο. Εγώ πάντως έχω έναν κόμπο στο λαιμό, όπως και με τους άλλους μετανάστες, παρέες παρέες, Αφρικανούς, Πακιστανούς, που πανηγυρίζουν με σημαίες μαζί μας –πολλές φωτογραφίες εδώ. Γιορτάζουν άραγε για τη γιορτή, μέσα στην ξενιτιά τους; γιορτάζουν για το ποδόσφαιρο, που τους συγκινεί οπωσδήποτε όλους; εκφράζουν κάτι σαν φιλοφρόνηση για τη χώρα που τους φιλοξενεί; ή μήπως έναν πόθο ενσωμάτωσης, ή κάποιοι νιώθουν ήδη ενσωματωμένοι; Ποιος να ξέρει, μπορεί όλα μαζί. «Ελλάς, Ελλάς, δε σταματάω να φωνάζω» μου είπε σχεδόν ξέπνοα άλλος έγχρωμος –άλλη φωτογραφία αυτή–, που πετάχτηκε μπροστά μου χειρονομώντας, Δευτέρα βράδυ σ’ άδειο δρόμο, και φρέναρα, μισοανήσυχος, νομίζοντας πως κάτι ήθελε: ήθελε απλώς να μου δείξει, να μου πει πως δεν είναι τελείως απέξω.
Όμως «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ, Αλβανέ» έπιασε να φωνάζει κάποια παρέα δίπλα μου, για λίγο ευτυχώς, καθώς κατηφορίζαμε την Πανεπιστημίου την Κυριακή το βράδυ. Νόμισα πως ήταν από την εποχή Τσενάι, τους ήρθε ξαφνικά το σύνθημα, γι’ αυτό και ξαφνικά το άφησαν. Αλλά ακούστηκε, έμαθα, και αλλού, ώς και στο Στάδιο –ελεεινή φωτογραφία, χρώμα βεβαίως καφετί, φαιό. Και είχε ξεκινήσει, μου είπε ο γνώστης ανιψιός μου, από τους πρώτους πανηγυρισμούς, μετά την πρόκριση, στην Ομόνοια, όπου και έστρωσαν στο κυνήγι Αλβανούς, Πακιστανούς και άλλους μετανάστες. Οι Χρυσαυγίτες, δεν είναι η πρώτη φορά, και λοιποί εθνικόφρονες. Εθνοκάπηλοι, βεβαίως, αυτοί οι ουσιαστικά εθνοκτόνοι.
Ας μείνουμε όμως ακόμα στη γιορτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου