Ο Χατζιδάκις, η πρόκληση και οι μαθητές του
Τα Νέα, 26 Ιουνίου 2004
Για το αυτομαστίγωμά μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έπειτα από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, επιχειρώντας να αντιγυρίσω τον σκανδαλισμένο υπεραπλουστευτικό λόγο με τον οποίο περιγράφουμε την καθυστέρησή μας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Και εντάσσεται το αυτομαστίγωμά μας στη γενικότερη κουλτούρα της κλάψας, για την οποία γράφω και ξαναγράφω και δε σώνω, μα πώς αλλιώς:
Λίγες μέρες μετά, επέτειο του θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι (15/6), το Τρίτο αφιερώνει όλο του το πρόγραμμα στον μεγάλο δημιουργό. Οδηγώ και έχω το ραδιόφωνο ανοιχτό, ακούω σχεδόν μόνο τη μουσική, κι έτσι, όταν χτύπησε όχι καμπανάκι αλλά γκόγκ τεράστιο στ’ αφτιά μου, ήταν αργά: γι’ αυτό, μεταφέρω με επιφύλαξη ό,τι κατάφερα να ανασυστήσω, πιστός τουλάχιστον στο πνεύμα. Έλεγε η παραγωγός της εκπομπής ότι, αν έδιναν σήμερα το έργο τους ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης –αν πήρε καλά τ’ αφτί μου–, τίποτα δε θα γινόταν, επειδή –εδώ πια άκουσα καλά!– δεν υπάρχουν πια πολίτες σ’ αυτήν τη χώρα, αφού ο νεοναζισμός κυριαρχεί παντού, και άλλα παρόμοια.
διαβάστε τη συνέχεια...
Και συνέχισε, διαβάζοντας απόσπασμα από κείμενο του Χατζιδάκι σε πρόγραμμα συναυλίας της Ορχήστρας των Χρωμάτων, ακριβώς «για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού». Από αυτή λοιπόν την πηγή άντλησε η αθώα κυρία, και θέλησε να μας ποτίσει κι εμάς. Και τέλειωσε με την ευχή-παραίνεση να μην αφήσουμε το γκρίζο να πνίξει τα χρώματα στη ζωή μας.
Και αν, εν πάση περιπτώσει, ο Χατζιδάκις έβλεπε τότε «αναζωογονημένο» τον νεοναζισμό, εύλογη ίσως αντίδρασή του στις άθλιες επιθέσεις που δεχόταν από την Αυριανή, τι στο καλό κάνει την αθώα κυρία, δέκα τόσα χρόνια μετά, να βλέπει παντού την κυριαρχία του γκρίζου, σε μια χώρα «δίχως πλέον πολίτες»;
Στα χρόνια της διδακτικής μου εμπειρίας προσπαθούσα να έχω οδηγό το "δόγμα" ότι η αποτυχία του μαθητή είναι αποτυχία του δασκάλου. Είναι υπερβολικό, είναι οπωσδήποτε σχηματικό, αλλά κατά κανόνα βαθιά αληθινό. Φταίει τότε εδώ ο Χατζιδάκις; «Ο Νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός [...] δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία» γράφει σ’ εκείνο το κείμενο. «Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας, χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. [...] Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιασμένο κάτω από συγκυρίες, και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων”, σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου…»
«Ο Νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς…» παραφράζει τον Πιραντέλο προς το τέλος, «είμαστε εμείς, εσείς και τα παιδιά σας», και κλείνει «ποιητικά», κατά το συνήθειό του, κι ενώ προηγουμένως «τα παιδιά μας» δέχτηκαν μεγάλο μερίδιο αυτής της κριτικής: «Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. [...] Προσέξτε τον χορό τους, με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακριά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας…» και άλλα, μάλλον κοινότοπα, που, κι αν είναι αλήθεια, δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελέσουν περιγραφή και τεκμήριο «νεοναζισμού»!
Δεν είναι σκοπός μου να υποβάλω σε λογικό και ιδεολογικό έλεγχο ένα τέτοιο κείμενο, σφραγισμένο από την πληθωρική προσωπικότητα του μεγάλου δημιουργού. Ή που οφείλεται ακριβώς και αποκλειστικά στην πληθωρική προσωπικότητά του. Εδώ με απασχολεί η χρήση του από επιγόνους, θαυμαστές, μαθητές, που με θρησκευτική ευλάβεια και άκριτη πίστη υιοθετούν και αναπαράγουν σαν ύψιστη αλήθεια κάθε του λέξη –και μάλιστα πλειοδοτώντας, όπως στη δική μας ιστορία, όπου ο νεοναζισμός εξαφάνισε πλέον τους πολίτες! Ίσως γιατί ο δάσκαλος το μάθημα το έδωσε αν μη τι άλλο με κενά, σαν κι αυτό που πρόχειρα επισήμανα με το χορό των νέων.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η υπερβολή και η πρόκληση ήταν από τα στοιχεία της γοητείας του Χατζιδάκι. Και πάντως υπήρχε ένα τεράστιο έργο μουσικό που απορροφούσε τους κραδασμούς. Από μόνες τους οι συχνά θεαματικές προκλητικές χειρονομίες του δε θ’ άντεχαν στον παραμικρό έλεγχο, πόσο μάλλον στην προβολή και την αναπαραγωγή, στο αναμάσημα. Θα πάρω ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ίδιας τάξεως στην υπερβολή του με τα περί νεοναζισμού, στους αντίποδες όμως σαν θεματική, που απ’ τη φύση του δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή: «αν δεν τον απασχολούσαν τόσο πολύ οι γυναίκες, θα ήταν ομοφυλόφιλος, διότι υπήρξεν όμορφος», γράφει ο Χατζιδάκις για τον Σούμπερτ, και τον φαντάζομαι να γελάει καθώς σκέφτεται την αντίδραση του «αμύητου» αναγνώστη. Ας το πάρει τώρα αυτό η κυρία του Τρίτου, να δούμε τι θα το κάνει.
Ο Χατζιδάκις κατάφερε να αγοράσει, με την τεράστια ακριβώς περιουσία του έργου του, την προσωπική του έκφραση, την προσωπική του ελευθερία, χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ σε κανέναν. Και είναι μέγα επίτευγμα αυτό. Αλλά για τον ίδιο. Γιατί η προσωπική αυτή ελευθερία μπορούσε να επαναδιοχετεύεται στο έργο του, εκεί απ’ όπου πήγαζε και τροφοδοτούνταν. Για μας αυτή η ελευθερία στα καθέκαστά της δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα ή μέτρο, τυφλοσούρτη για αντιγραφή.
Κάθε αυστηρά προσωπική χειρονομία είναι εξ ορισμού ανεπανάληπτη και αμίμητη, συχνά και από τον ίδιο τον αυτουργό της, όπως μας το λέει λόγου χάρη θαυμαστά ο Κλάιστ στις Μαριονέτες του, στην εξίσου θαυμαστή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, με το παράδειγμα ενός νέου που, από τη στιγμή που παρατηρεί ότι μια κίνησή του θυμίζει ένα περίφημο άγαλμα, χάνει διά παντός την αθωότητά του και μάταια προσπαθεί να επαναλάβει την ίδια κίνηση. Αν έτσι ο ίδιος ο αυτουργός, πόσο μάλλον ένας αντιγραφέας. Είναι σαν τα χάπενινγκ. Συμβαίνουν άπαξ, δεν αντιγράφονται, δεν επαναλαμβάνονται.
Ο Χατζιδάκις, ως γνωστόν, δεν έπιασε κάποια υπουργική καρέκλα, παρά τη στενή φιλία του με τον ισχυρό άνδρα της εποχής, τον Καραμανλή: πιστεύω ότι αυτήν τη στάση τού την υπαγόρεψε ο αισθητισμός του, έτσι όπως καθοδηγούσε ρητά κάθε του κοινωνικοπολιτική αντίδραση και συμπεριφορά –και όχι απλώς ρητά, αλλά προκλητικά και πάλι προβεβλημένα. Και πολέμησε τη Γαλάζια Γενιά. Απ’ την άλλη ο μέγας αυτός αισθητής έγραψε τον Ύμνο της Αεροπορίας σε στίχους του Ευάγγελου Αβέρωφ, και τον παρουσίασε σε γιορτή του Σώματος, ενώπιον των Αρχών, και έπειτα στο κλείσιμο του Μουσικού Αυγούστου! Αλλά και τον Φλωρινιώτη μάς τον τάισε σαν «μετέωρο αστροναύτη» με συνοδεία τσέμπαλου!
«Το σκάνδαλο δεν είναι πράξη πολιτική –και αν είναι, δεν είναι πάντως προοδευτική, ακόμη κι αν έχει τέτοιο στόχο και προθέσεις. Γιατί το σκάνδαλο (καληώρα η Αυριανή) απευθύνεται στο θυμικό και όχι στην πολιτική συνείδηση, αποπροσανατολίζει λοιπόν και αποκοιμίζει· είναι λοιπόν, εφόσον διεκδικεί τίτλους πολιτικούς, πράξη σαφώς αντιδραστική»: αυτά έγραφα στο Αντί την εποχή της εντονότερης πολιτιστικής και αμεσότερα πολιτικής παρέμβασης του Χατζιδάκι, όταν ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό Τέταρτο (1985). Δε θα άλλαζα τίποτα σήμερα, αν έπρεπε να ξαναγράψω για τότε, απλώς δε θα ξανάγραφα. Τώρα υπάρχει μόνο το έργο του Χατζιδάκι. Τα όποια άλλα συνδέονται με μια συγκεκριμένη εποχή και χάνονται μαζί μ’ αυτήν και μαζί μ’ εμάς. Όχι να τα κάνουμε κιόλας παντιέρα.
«Κατάλαβα πως ήθελαν να μου φορέσουν τον μανδύα του γραφικού, για να πάψω να είμαι επικίνδυνος» έγραφε ο Χατζιδάκις όταν τον ζητούσαν σαν «εθνικό υβριστή» από διάφορες εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, και έφερνε παράδειγμα τον Τσαρούχη, που το επίσημο κράτος ήθελε «να τον παρουσιάσει μπροστά στην κοινή Γνώμη σαν διασκεδαστή και γραφικό –άρα ακίνδυνο», μετατρέποντας τις δηλώσεις του σε γνωμικά.
Μήπως το ίδιο κάνουν, άθελά τους, οι πιστοί και μαθητές του;
Για το αυτομαστίγωμά μας έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, έπειτα από ένα ταξίδι στις Βρυξέλλες και το Παρίσι, επιχειρώντας να αντιγυρίσω τον σκανδαλισμένο υπεραπλουστευτικό λόγο με τον οποίο περιγράφουμε την καθυστέρησή μας απέναντι στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες. Και εντάσσεται το αυτομαστίγωμά μας στη γενικότερη κουλτούρα της κλάψας, για την οποία γράφω και ξαναγράφω και δε σώνω, μα πώς αλλιώς:
Λίγες μέρες μετά, επέτειο του θανάτου του Μάνου Χατζιδάκι (15/6), το Τρίτο αφιερώνει όλο του το πρόγραμμα στον μεγάλο δημιουργό. Οδηγώ και έχω το ραδιόφωνο ανοιχτό, ακούω σχεδόν μόνο τη μουσική, κι έτσι, όταν χτύπησε όχι καμπανάκι αλλά γκόγκ τεράστιο στ’ αφτιά μου, ήταν αργά: γι’ αυτό, μεταφέρω με επιφύλαξη ό,τι κατάφερα να ανασυστήσω, πιστός τουλάχιστον στο πνεύμα. Έλεγε η παραγωγός της εκπομπής ότι, αν έδιναν σήμερα το έργο τους ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης –αν πήρε καλά τ’ αφτί μου–, τίποτα δε θα γινόταν, επειδή –εδώ πια άκουσα καλά!– δεν υπάρχουν πια πολίτες σ’ αυτήν τη χώρα, αφού ο νεοναζισμός κυριαρχεί παντού, και άλλα παρόμοια.
διαβάστε τη συνέχεια...
Και συνέχισε, διαβάζοντας απόσπασμα από κείμενο του Χατζιδάκι σε πρόγραμμα συναυλίας της Ορχήστρας των Χρωμάτων, ακριβώς «για το αναζωογονημένο φαινόμενο του νεοναζισμού». Από αυτή λοιπόν την πηγή άντλησε η αθώα κυρία, και θέλησε να μας ποτίσει κι εμάς. Και τέλειωσε με την ευχή-παραίνεση να μην αφήσουμε το γκρίζο να πνίξει τα χρώματα στη ζωή μας.
Και αν, εν πάση περιπτώσει, ο Χατζιδάκις έβλεπε τότε «αναζωογονημένο» τον νεοναζισμό, εύλογη ίσως αντίδρασή του στις άθλιες επιθέσεις που δεχόταν από την Αυριανή, τι στο καλό κάνει την αθώα κυρία, δέκα τόσα χρόνια μετά, να βλέπει παντού την κυριαρχία του γκρίζου, σε μια χώρα «δίχως πλέον πολίτες»;
Στα χρόνια της διδακτικής μου εμπειρίας προσπαθούσα να έχω οδηγό το "δόγμα" ότι η αποτυχία του μαθητή είναι αποτυχία του δασκάλου. Είναι υπερβολικό, είναι οπωσδήποτε σχηματικό, αλλά κατά κανόνα βαθιά αληθινό. Φταίει τότε εδώ ο Χατζιδάκις; «Ο Νεοναζισμός, ο φασισμός, ο ρατσισμός [...] δεν προέρχεται από ιδεολογία, δεν περιέχει ιδεολογία, δεν συνθέτει ιδεολογία» γράφει σ’ εκείνο το κείμενο. «Είναι η μεγεθυμένη έκφραση-εκδήλωση του κτήνους που περιέχουμε μέσα μας, χωρίς εμπόδιο στην ανάπτυξή του, όταν κοινωνικές ή πολιτικές συγκυρίες συντελούν, βοηθούν, ενισχύουν τη βάρβαρη και αντιανθρώπινη παρουσία του. [...] Κι είναι φορές που το κτήνος πολλαπλασιασμένο κάτω από συγκυρίες, και με τη μορφή “λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων”, σχηματίζει φαινόμενα λοιμώδους νόσου…»
«Ο Νεοναζισμός είμαστε εσείς κι εμείς…» παραφράζει τον Πιραντέλο προς το τέλος, «είμαστε εμείς, εσείς και τα παιδιά σας», και κλείνει «ποιητικά», κατά το συνήθειό του, κι ενώ προηγουμένως «τα παιδιά μας» δέχτηκαν μεγάλο μερίδιο αυτής της κριτικής: «Το φάντασμα του κτήνους παρουσιάζεται ιδιαιτέρως έντονα στους νέους. [...] Προσέξτε τον χορό τους, με τις ομοιόμορφες στρατιωτικές κινήσεις, μακριά από κάθε διάθεση επαφής και επικοινωνίας…» και άλλα, μάλλον κοινότοπα, που, κι αν είναι αλήθεια, δύσκολα θα μπορούσαν να αποτελέσουν περιγραφή και τεκμήριο «νεοναζισμού»!
Δεν είναι σκοπός μου να υποβάλω σε λογικό και ιδεολογικό έλεγχο ένα τέτοιο κείμενο, σφραγισμένο από την πληθωρική προσωπικότητα του μεγάλου δημιουργού. Ή που οφείλεται ακριβώς και αποκλειστικά στην πληθωρική προσωπικότητά του. Εδώ με απασχολεί η χρήση του από επιγόνους, θαυμαστές, μαθητές, που με θρησκευτική ευλάβεια και άκριτη πίστη υιοθετούν και αναπαράγουν σαν ύψιστη αλήθεια κάθε του λέξη –και μάλιστα πλειοδοτώντας, όπως στη δική μας ιστορία, όπου ο νεοναζισμός εξαφάνισε πλέον τους πολίτες! Ίσως γιατί ο δάσκαλος το μάθημα το έδωσε αν μη τι άλλο με κενά, σαν κι αυτό που πρόχειρα επισήμανα με το χορό των νέων.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως η υπερβολή και η πρόκληση ήταν από τα στοιχεία της γοητείας του Χατζιδάκι. Και πάντως υπήρχε ένα τεράστιο έργο μουσικό που απορροφούσε τους κραδασμούς. Από μόνες τους οι συχνά θεαματικές προκλητικές χειρονομίες του δε θ’ άντεχαν στον παραμικρό έλεγχο, πόσο μάλλον στην προβολή και την αναπαραγωγή, στο αναμάσημα. Θα πάρω ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα, ίδιας τάξεως στην υπερβολή του με τα περί νεοναζισμού, στους αντίποδες όμως σαν θεματική, που απ’ τη φύση του δεν επιτρέπει την αναπαραγωγή: «αν δεν τον απασχολούσαν τόσο πολύ οι γυναίκες, θα ήταν ομοφυλόφιλος, διότι υπήρξεν όμορφος», γράφει ο Χατζιδάκις για τον Σούμπερτ, και τον φαντάζομαι να γελάει καθώς σκέφτεται την αντίδραση του «αμύητου» αναγνώστη. Ας το πάρει τώρα αυτό η κυρία του Τρίτου, να δούμε τι θα το κάνει.
Ο Χατζιδάκις κατάφερε να αγοράσει, με την τεράστια ακριβώς περιουσία του έργου του, την προσωπική του έκφραση, την προσωπική του ελευθερία, χωρίς να λογοδοτήσει ποτέ σε κανέναν. Και είναι μέγα επίτευγμα αυτό. Αλλά για τον ίδιο. Γιατί η προσωπική αυτή ελευθερία μπορούσε να επαναδιοχετεύεται στο έργο του, εκεί απ’ όπου πήγαζε και τροφοδοτούνταν. Για μας αυτή η ελευθερία στα καθέκαστά της δεν μπορεί να αποτελέσει κανόνα ή μέτρο, τυφλοσούρτη για αντιγραφή.
Κάθε αυστηρά προσωπική χειρονομία είναι εξ ορισμού ανεπανάληπτη και αμίμητη, συχνά και από τον ίδιο τον αυτουργό της, όπως μας το λέει λόγου χάρη θαυμαστά ο Κλάιστ στις Μαριονέτες του, στην εξίσου θαυμαστή μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη, με το παράδειγμα ενός νέου που, από τη στιγμή που παρατηρεί ότι μια κίνησή του θυμίζει ένα περίφημο άγαλμα, χάνει διά παντός την αθωότητά του και μάταια προσπαθεί να επαναλάβει την ίδια κίνηση. Αν έτσι ο ίδιος ο αυτουργός, πόσο μάλλον ένας αντιγραφέας. Είναι σαν τα χάπενινγκ. Συμβαίνουν άπαξ, δεν αντιγράφονται, δεν επαναλαμβάνονται.
Ο Χατζιδάκις, ως γνωστόν, δεν έπιασε κάποια υπουργική καρέκλα, παρά τη στενή φιλία του με τον ισχυρό άνδρα της εποχής, τον Καραμανλή: πιστεύω ότι αυτήν τη στάση τού την υπαγόρεψε ο αισθητισμός του, έτσι όπως καθοδηγούσε ρητά κάθε του κοινωνικοπολιτική αντίδραση και συμπεριφορά –και όχι απλώς ρητά, αλλά προκλητικά και πάλι προβεβλημένα. Και πολέμησε τη Γαλάζια Γενιά. Απ’ την άλλη ο μέγας αυτός αισθητής έγραψε τον Ύμνο της Αεροπορίας σε στίχους του Ευάγγελου Αβέρωφ, και τον παρουσίασε σε γιορτή του Σώματος, ενώπιον των Αρχών, και έπειτα στο κλείσιμο του Μουσικού Αυγούστου! Αλλά και τον Φλωρινιώτη μάς τον τάισε σαν «μετέωρο αστροναύτη» με συνοδεία τσέμπαλου!
«Το σκάνδαλο δεν είναι πράξη πολιτική –και αν είναι, δεν είναι πάντως προοδευτική, ακόμη κι αν έχει τέτοιο στόχο και προθέσεις. Γιατί το σκάνδαλο (καληώρα η Αυριανή) απευθύνεται στο θυμικό και όχι στην πολιτική συνείδηση, αποπροσανατολίζει λοιπόν και αποκοιμίζει· είναι λοιπόν, εφόσον διεκδικεί τίτλους πολιτικούς, πράξη σαφώς αντιδραστική»: αυτά έγραφα στο Αντί την εποχή της εντονότερης πολιτιστικής και αμεσότερα πολιτικής παρέμβασης του Χατζιδάκι, όταν ίδρυσε και διηύθυνε το περιοδικό Τέταρτο (1985). Δε θα άλλαζα τίποτα σήμερα, αν έπρεπε να ξαναγράψω για τότε, απλώς δε θα ξανάγραφα. Τώρα υπάρχει μόνο το έργο του Χατζιδάκι. Τα όποια άλλα συνδέονται με μια συγκεκριμένη εποχή και χάνονται μαζί μ’ αυτήν και μαζί μ’ εμάς. Όχι να τα κάνουμε κιόλας παντιέρα.
«Κατάλαβα πως ήθελαν να μου φορέσουν τον μανδύα του γραφικού, για να πάψω να είμαι επικίνδυνος» έγραφε ο Χατζιδάκις όταν τον ζητούσαν σαν «εθνικό υβριστή» από διάφορες εφημερίδες και ραδιοφωνικούς σταθμούς, και έφερνε παράδειγμα τον Τσαρούχη, που το επίσημο κράτος ήθελε «να τον παρουσιάσει μπροστά στην κοινή Γνώμη σαν διασκεδαστή και γραφικό –άρα ακίνδυνο», μετατρέποντας τις δηλώσεις του σε γνωμικά.
Μήπως το ίδιο κάνουν, άθελά τους, οι πιστοί και μαθητές του;
6 σχόλια:
πιστεύω ότι αυτήν τη στάση τού την υπαγόρεψε ο αισθητισμός του
Αποκλείεται να ήταν (και) ο ηθικός του κώδικας; Βέβαια, είναι σωστό πως αυτό που έκανε ο άλλος (αν και δικαίως αποφύγατε στο κείμενό σας κάθε σύγκριση), το υπουργιλίκι στο πλάι ενός Μητσοτάκη, εκτός από ανήθικο ήταν και αντιαισθητικό.
Και αν, εν πάση περιπτώσει, ο Χατζιδάκις έβλεπε τότε «αναζωογονημένο» τον νεοναζισμό, εύλογη ίσως αντίδρασή του στις άθλιες επιθέσεις που δεχόταν από την Αυριανή
Δεν ξέρω αν ο Χατζιδάκις έκανε κάποιον άμεσο τότε συσχετισμό με την Αυριανή. Μιλούσε βέβαια για "φασισμό" και "φασιστική φυλλάδα" τότε (δηλαδή μέσα δεκαετίας 80 για να'μαστε ακριβείς, ενώ η εν λόγω συναυλία νομίζω ότι ήταν η τελευταία δημόσια εμφάνισή του περί το 93), αλλά δεν πιστεύω ότι θα έκανε έτσι κουβάρι τους όρους. Υποψιάζομαι μάλλον πως ήταν διαμαρτυρία για υπαρκτές τότε τάσεις αναζωογόνησης του νεοναζισμού σε ευρωπαϊκές χώρες (τότε περίπου ή λίγα χρόνια μετά δεν ήταν και η επικίνδυνη άνοδος ενός Χάιντερ στην Αυστρία;) αλλά και στην Ελλάδα (από το 1993 αρχίζει και η Χρυσή Αυγή τη δράση της ως κόμμα πλέον). Άρα ίσως και οι αναφορές σε χορούς νέων να αναφέρεται σε συγκεκριμένες κατηγορίες νέων. Αν για κάτι δεν διακρίνεται ο Χατζιδάκις είναι η αμφισβήτηση των νέων και η απαξίωση της έκφρασής τους.
Γι'αυτό και είναι άδικη νομίζω οποιαδήποτε συσχέτισή του με την εθνική μεμψιμοιρία μας, για την οποία έγραψα ένα από πρώτα μου ποστ στην σύντομη μπλογκοϊστορία μου, το εθνικό "αυτομαστίγωμα" και την "κουλτούρα της κλάψας", όπως πιο έυστοχα την ορίζετε. Νομίζω πως επίμονα αρνήθηκε στην τέχνη του οποιαδήποτε εξύμνηση και θρηνωδία περασμένων μεγαλείων.
Τώρα για το πώς ερμηνεύουν την εις έργα και ...εις λόγους κληρονομιά του οι πάσης φύσεως "επίγονοι" και οι φαιδρές κυρίες του Τρίτου, ποιος φταίει;
Επίσης βρίσκω λίγο "άδικο" αυτό το "μας τάισε...". Παρακολούθησα πρόσφατα όλη την -απίστευτη και για μένα- εκπομπή (την έχει ανεβάσει ο Φλωρινιώτης στο σάιτ του!!) και βρήκα διακριτική και έντιμη -όσο και γενναιόδωρη- καλλιτεχνικά την προσέγγιση του Χατζιδάκι (αν και βέβαια τον ίδιο τον καλλιτέχνη τον λογόκριναν φοβερά, 2-3 φρασούλες σταυρώνει σε όλη την εκπομπή). Η πρόκληση του Χατζιδάκι -αν και πρέπει να να το πω με επιφύλαξη, δεν είμαι καθόλου σύγχρονος καμιάς παραγωγικής περιόδου του, συλλέγω και ερανίζω μόνο γνώμες, εικόνες, πληροφορίες που τον αφορούν, πέρα από το έργο του- δεν νομίζω πως ήταν ποτέ... απρόκλητη.
*Και* επειδή οι συγκρίσεις είναι αναπόφευκτες (π.χ. τυχαίνει να έχουμε πρόσφατες δηλώσεις του "άλλου" για θέματα πάνω στα οποία οι κατά καιρούς κρίσεις του Μ.Χ. είναι ήδη αποφθεγματικές -όσο και μακράν προοδευτικότερες και ριζοσπαστικότερες), αν και η βάση σύγκρισης είναι θεμελιωδώς ανόμοια (στην πραγματικότητα ήταν άλλο είδος καλλιτέχνη ο καθένας), πιστεύω πως ο λόγος του Μάνου Χατζιδάκι δικαιολογημένα μπορεί και εμπνέει ακόμα. Δεν συμφωνώ ότι απορροφώνται οι "κραδασμοί" του από το έργο του. Νομίζω πως είναι σε γενικές γραμμές αντάξιοί του.
παροράματα:
"οι αναφορές... αναφέρεται": κάτι άλλο πρέπει να κάνουν (σε πληθυντικό αριθμό), πάντως όχι να αναφέρονται...
"αντάξιοι": "αντάξιος" (ο λόγος)
Τόσα χρόνια Μπαμπινιώτη χαμένα... :)
Με εκτίμηση πάντα,
τ.
Για όσους ενδιαφέρονται, έχει ανέβει στο YouTube ο περίφημος φιλιππικός του Χατζιδάκι κατά της Αυριανής (το '87, στο Καλλιμάρμαρο):
http://www.youtube.com/watch?v=TqXZjr49ULA
Αν και δεν του πήγαινε, νομίζω, να απευθύνεται στο πλήθος. Εκεί ήταν κατά πολύ ανώτερος ο "άλλος". ;)
στην πολύ εύλογη επιφύλαξή σου, τέττιξ, πως ο Χατζιδάκις μπορεί να αναφερόταν στην τότε άνθηση του νεοναζισμού στην Ευρώπη, θα απαντούσα [χωρίς να το απευθύνω, προς θεού σ' εσένα, μη προς κακοφανισμό σου δηλαδή!]: "ας γελάσω!"
Οι πολιτικές κατηγορίες στην εν γένει τοποθέτηση του Χ., στην προσωπική στάση του Χ. στην πολιτική, ήταν καθαρά αισθητικές (αισθητικού τύπου και όχι ιδεολογικού ήταν λ.χ. η πολεμική που άσκησε στη Γαλάζια Γενιά κτλ.).
Αλλιώς, ο Χ. ήταν χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της κουλτούρας της κλάψας [ωραία, σχηματοποιώ κάπως, απλώς επειδή χρησιμοποιήσαμε την έκφραση], μέ όρους πάντοτε αυστηρά αισθητικούς: ανυπόφορα αισθητική έως ρατσιστική [από μιαν άλλη άποψη, οποία ειρωνεία, λαϊκιστική!] ήταν η αποστροφή του προς τον "όχλο", τον "χυδαίο Νεοέλληνα", αισθητική ήταν, πιο πεζά, η αναφορά του στα "κίτρινα κτήνη", τους ταξιτζήδες [που διαφορετικά θα την προσυπέγραφα και με τα δυο μου χέρια] κτλ.
Την υπόθεση Φλωρινιώτη πρέπει να τη δούμε -δύσκολο πολύ- στο πλαίσιο της εποχής, χωρίς τον εθισμό μας πλέον, την εξοικείωσή μας, με το τρας. Πρέπει κυρίως να τη δούμε στην εποχή που ο Χ. ευαγγελίζεται τη Μεγάλη Αισθητική Επανάσταση -η οποία ήταν τελικά ώς ένα μεγάλο βαθμό ανατροπή διάφορων στερεοτύπων, ώς έναν μεγαλύτερο όμως ήταν η εκλογίκευση, η θεωρητικοποίηση μιας αισθητικής, πολιτικής, ιδεολογικής κτλ. ανεξιθρησκίας, ο ιδεολογικός πολτός, όπως τον έχω και αλλού χαρακτηρίσει -είδος στο οποίο διέπρεψε αμέσως έπειτα ο Σαββόπουλος, λ.χ. και για να καταλαβαινόμαστε.
Είχα την τύχη [ήταν οπωσδήποτε παρ' όλα αυτά τύχη] να τον γνωρίσω από κοντά τον Χ., να γοητευτώ από την προσωπικότητά του [σε ορισμένες της εκφάνσεις τουλάχιστον -αλλά δεν ήταν λίγο αυτό!], να γευτώ τη γενναιοδωρία του [σε ορισμένες της εκφάνσεις επίσης -αλλά ούτε αυτό ήταν λίγο!], να απολαύσω το καυστικό του χιούμορ, να γελάσω με τις υπέροχες ιστορίες του κτλ. Ήμουν εντέλει από τους λίγους, ίσως από τους πολύ λίγους, που δεν παραδόθηκαν τελείως στη γοητεία του: ακόμα, πάντα, τσακώνομαι με τους μισούς φίλους μου [όπως έγραφα στο τελευταίο μου κείμενο για τον Θεοδωράκη, κι ήταν ψέματα αυτό: η αλήθεια είναι: με τους περισσότερους φίλους μου], ιδίως από αυτούς που τον είχαν επίσης γνωρίσει από κοντά, που είχαν συνεργαστεί μαζί του. Ο Χ. φορέας ενός άκριτου εντέλει εστετισμού, ανεκτικός πέρα από κάθε νενομισμένο όριο απέναντι στην αυλή του, μάλλον ιδιαίτερα εφεκτικός στη δημιουργία και έπειτα τη συντήρηση αυλής, ο Χ. προαγωγός της σύγχυσης κριτηρίων, όταν πλάι στους λαμπρότερους δημιουργούς που είχε επιστρατεύσει προωθούσε, ακόμα χειρότερα: επέβαλε [συχνά έχωνε στη μύτη των λαμπρών, όπως είπα, δημιουργών] και κάθε λογής τενεκέ, αυτός ο Χ. με απωθούσε: μ' αυτόν τον Χ., σε ιδεολογικό πια επίπεδο, ήμουν ριζικά αντίθετος, με τρέχοντες όρους ιδεολογικής αντιπαλότητας: εχθρός.
Έμεινα να χαίρομαι και πάντα χαίρομαι από μακριά τη μουσική του, αυτήν που είπα ότι απορροφά τους κραδασμούς, όπως εννοούσα όλα αυτά τα αρνητικά.
[Θα κοιτάξω να βρω στα χαρτιά μου ένα κείμενο του μουσικοκριτικού Γ. Λεωτσάκου για την εκπομπή Φλωρινιώτη, και σίγουρα θα αναδημοσιεύσω -μόλις βρω λίγο χρόνο να σκανάρω- κάτι δικά μου άρθρα στο Αντί, με αφορμή την έκδοση του περίφημου περιοδικού του Χ., του "Τέταρτου", άρθρα που φωτίζουν ίσως περισσότερο τις θέσεις που εξέφρασα εδώ. Για την ώρα δίνω, μάλλον άχρηστες, τις παραπομπές: "Ξεφυλλίζοντας το Τέταρτο: Παρεξηγήσεις και ψευδωνυμίες", τχ. 289, 17.5.1985, σ. 50-51, και "Πολιτικός τουρισμός", τχ. 308, 17.1.1986, σ. 28-29.]
Είναι η πρώτη φορά που αποφασίζω, μολονότι διαβάζω χρόνια τα άρθρα σας, να σας στείλω την προσωπική μου άποψη για μια από τις πλέον πεφωτισμένες (δίχως ίχνος υπερβολής) προσωπικότητες της νεώτερης Ελλάδας.
Ασφαλώς αναφέρομαι στον απαράμιλλο μουσικοσυνθέτη Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος σφράγισε ανεξίτηλα το ελληνικό τραγούδι και αποτελεί ίσως το πιο σπουδαίο και αλώβητο, από την μέγκενη του χρόνου, έρεισμα της νεοελληνικής ποιοτικής μουσικής.
Πιστεύω πως αδικούμε μια τέτοιου θάμβους προσωπικότητα, την οποία ομολογώ πως δεν είχα την χαρά να την γνωρίσω από κοντά, λόγω του νεαρού της ηλικίας μου ("όταν ξεκίνησε το ταξίδι του για τα άστρα" ήμουν μόλις 6 ετών), με το να την αντιμετωπίζουμε πεζά, ρηχά και, όπως θα επισήμανε και ο ίδιος, αντιαισθητικά και ανέραστα.
Αυτό που θέλω να υπογραμμίσω, δηλαδή, είναι το αυταπόδεικτο και αναντίλεκτο γεγονός πως ο μέγας Χατζιδάκις, αποτέλεσε και διαχρονικά θα αποτελεί μια μουσική αυθεντία, στην οποία οφείλουμε να παραγκωνίζουμε τα τυχόν ολισθήματα , αν εντέλει τους καταλογίζονται ως ολισθήματα, χάριν της μεγαλοφυίας τους.
Αναφέρομαι στην περιβόητη συνέντευξη-παρουσίαση του Φλωρινιώτη στο τρίτο πρόγραμμα της κρατικής ραδιοφωνίας, που αποτέλεσαι για σας μια από τις μελανές στιγμές στην πορεία του Χ.
Και σ'αυτό ακριβώς το σημείο έγκειται η αντιρρησή μου. Όχι ασφαλώς γιατί διακρίνω κάποια ιδιαίτερη ποιότητα στον εν λόγω θεματοφύλακα του κιτσ και της επιλήψιμης αισθητικής, αλλά επειδή θεωρώ δόγμα, οιονεί αναντίρρητο επιστημονικό πόρισμα, την μεγαλοφυία του συνθέτη.
Μπορείς να τον παραλληλίσεις με τον Oscar Wilde(τον οποίο θαυμάζετε), εφόσον και οι δύο τόλμησαν πάμπολες φορές να καυτηριάσουν και να στηλιτεύσουν, με το περιώνυμο "ιοβόλο" και ευθύβολο χιούμορ τους, τα κακώς κείμενα της εποχής τους.
Συνεπώς, όπως στον σπουδαίο Ιρλανδό συγγραφέα δικαιολογουμε και συχνά προσυπογράφουμε αποφθέγματα της μορφής "οι γυναίκες διαθέτουν εξόχως πρωτόγονα ένστικτα, τις έχουμε απελευθερώσει, αλλά αυτές παραμένουν σκλάβες αναζητώντας τον αφέντη τους, όπως πάντα." (από το "Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίυ") ή ακόμα "Όλες οι γυναίκες γίνονται σαν τις μανάδες τους. Αυτή είναι η τραγωδία τους. Ο άντρας όχι. Αυτή είναι η δική του τραγωδία. (από το "Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός"), έτσι και στον Oscar Wilde της ελληνικής μουσικής, κατα κόσμον Μ.Χατζιδάκι δικαιολογούμε φράσεις όπως "Ο Σούμπερτ, αν δεν τον απασχολούσαν οι γυναίκες θα ήταν ομοφυλόφυλος, διοτί υπήρξε όμορφος" (από το "Ο καθρέπτης και το μαχαίρι").
Αυτό που επιθυμώ, δηλαδή, με την παραπάνω αντιστοιχία να καταδείξω είναι πως κάποιες φορές για να περάσεις αναφανδόν ή υπόγεια τα μηνυματά σου, είναι να επιστρατεύσεις την πρόκληση. Άλλωστε αποτελεί συνήθης τακτική πολλών επιφανών προσωπικοτήτων με αναμφίβολο κύρος (θυμηθείτε τα σκωπτικά σχόλια του Ε.Ροϊδη ή του Λασκαράτου εναντίον του άκρατου συντηρητισμού και της επιχείρούμενης λογοκρισίας από την Εκκλησία).
Έτσι και ο Μάνος Χατζιδάκις πιθανότατα να υπέπεσε σε ορισμένα "πταίσματα", σ' αυτήν ακριβώς την προσπαθειά του να καταδικάσει τον ελληνικό συντηρητισμό. Πιθανότατα, η περιβόητη εκείνη πρόσκληση στον Φλωρινιώτη να μην ήταν τίποτε άλλο από μία επιπλέον αιχμή για τα διάφορα μικροαστικά συμπλέγματα της εποχής. Πιθανότατα, ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης να μας εμφύσησε μ' αυτήν του την ενέργεια λίγη από την σύμφυτη καλλιτεχνική του οξυδερκειά , παραθετοντάς μας την εικόνα της μουσικής κατά τις επόμενες δεκαετίες. Δειχνοντάς μας, δηλαδή, την μετέπειτα εγκαθίδρυση και παγίωση, με τις εβλογίες ασφαλώς δεκάδων εκπομπών -ελέω τηλεθέασης-, του επιδερμικού και τρασ τραγουδιού.
Πιθανότατα, και απλά να του άρεσε την προκειμένη εποχή η κάποια, ενδεχόμενη, αυθεντικότητα του κ. Φλωρινιώτη, κάτι που, αν και αμφίβολο, σε καμία περίπτωση δεν μυαίνει αυτό το θεσπέσιο μωσαϊκό από νότες, μελωδίες, στίχους, λόγια, ιδέες και απόψεις, που συλλήβδην ονομάζουμε ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ!
Καλημέρα! Σάς βρήκα τυχαία, ψάχνοντας κάτι σχετικό με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του Χατζιδάκι. Ίσως να σάς ενδιαφέρει αυτό
Σ;-)
Δημοσίευση σχολίου