στις επάλξεις [4], μία απ' τα ίδια
Είναι φανερό: τη βαριέμαι σαν τις αμαρτίες μου, τη βαρέθηκα πριν καλά καλά την ξεκινήσω την κατηγορία αυτή [«Στις επάλξεις…»], που την έστησα για να μοιράζομαι τις σημειώσεις-αποδελτιώσεις μου, όπως είπα, πιο πολύ όμως με την ελπίδα πως θα με βοηθούσε να απαλλαγώ απ’ τα χαρτάκια και παραχαρτάκια που βόσκουν παντού μες στο σπίτι… Αλλά πάντοτε σιχαίνομαι τον εαυτό μου [και] τη στιγμή που, μεταφέροντάς τα σε κανονικό αρχείο στον υπολογιστή, ή εδώ όπως σχεδίαζα, ξαναζώ τη σύγχυση που, πάλι βλακωδώς, σαν καμιά ανίδεη παιδούλα, ένιωσα την ώρα που πρωτοσημείωνα το «εύρημά» μου.
Νά μια καινούρια φουρνιά ωστόσο, καινούρια-από-τα-ίδια, εννοείται:
διαβάστε τη συνέχεια...
1. Πρώτα έναν παρήγορο χαιρετισμό στη συντάκτρια του ΒΗΜΑgazino για την οποία ξανάγραφα εδώ: χαιρετίσματα λοιπόν συντροφικά τής στέλνει το ΙΚΑ, που σε ασφαλιστική ενημερότητα την οποία χρειάστηκα τις προάλλες διάβασα τον τίτλο: «Βεβαίωση ασφαλιστικής ενημερότητας με τηλεομοιοτυπία». Θρίαμβος δηλαδής!
2. Και μια μικρή, οδυνηρή συνέχεια στα του νόστου: πετυχημένη και σοβαρή πεζογράφος της γενιάς μου σε πρόσφατη ομιλία της έλεγε και ξανάλεγε «ο νόστος», και τον ανέλυε ("ο νόστος για την οικογένεια" κ.ά.), εννοώντας πάντοτε αυστηρώς νοσταλγία –είπα «οδυνηρή συνέχεια» όχι επειδή είναι σημαντική πεζογράφος αλλά επειδή δεν είχε ποτέ και δεν έχει την παραμικρή τάση λογιοτατισμού.
Μπήκα όμως και στο γκουγκλ, ε, δεν έκατσα να ψάξω και πολύ, ιδού όμως κάποια: «μ’ έπιανε πάντα νόστος και επέστρεφα στα μέρη που γεννήθηκα», «ηδονή ατελώνιστη στις άγριες κορφές του νόστου, νόστο που έχουν μυστικό οι ψυχές δοτές του έρωτα και της αθανασίας», «Έχοντας διπλό το νόστο στα φτερά του» (δε φαντάζομαι να μην εννοείται κι εδώ νοσταλγία), «η φαιακίδα θα ξενίσει τον οδυσσάμενο, θα του προξενήσει νόστο, νόστιμο ήμαρ που το προγεύεται στα μάτια της παρθένας βασιλίδος» –αλλά πολλή λογοτεχνία μάς έπεσε εδώ: σταματάω.
3. Μικρό συμπλήρωμα στο «έμφορτο», που έγραφα αλλού: «φορτηγό έμφορτο αρνιά» είπε τροχαίος τις μέρες του Πάσχα στην τηλεόραση (μου ’χε παραπέσει το ρημάδι το χαρτάκι!) –απορίας άξιο πώς δεν είπε «έμφορτο αρνιών». Τι φταίει ο έρμος ο τροχαίος, θα μου πείτε· τίποτα, βεβαίως, τ’ άκουσε και το επανέλαβε, έτσι όπως γίνεται πάντοτε, φυσικώ τω τρόπω –αλλά σαν πού να τ’ άκουσε, άραγε; όχι στην τηλεόραση λόγου χάρη; Το λέω αυτό επειδή πρόσφατα, σε ημερίδα για τη γλώσσα και τη δημοσιογραφία στο Ζάππειο, γνωστός φέρελπις γλωσσολόγος είπε ότι τα ΜΜΕ δεν επηρεάζουν και δε διαμορφώνουν τη γλώσσα (το μεταφέρω πάντως με επιφύλαξη, επειδή δεν ήμουν αυτήκοος, μου το μετέφερε όμως εμένα, μάλλον κατάπληκτος, συνάδελφός του πανεπιστημιακός και μεγαλύτερος σε ηλικία).
4. Άλλο: το επανα- αντί για το πτωχόν ξανά:
–«επαναγοράζει» [το ομόλογο], Βήμα 27.5.07,
–«την απόφασή της να επανατυπωθεί με διορθώσεις το επίμαχο βιβλίο της Ιστορίας…» Νέα 14.6.07, με τίτλο: «Επανατύπωση της ιστορίας…».
Κανένα σχόλιο για το «επαναγοράσει», ήμαρτον, αλλά κάποιο ενδιαφέρον έχει η γενικευμένη πια χρήση τού επανα- όταν καλύπτει και αχρείαστες ανάγκες, αφού η ανατύπωση λ.χ. είναι δοκιμότατος όρος, λόγιας στο κάτω κάτω καταγωγής. Ανάλογα θα μπορούσε να πει κανείς και «να ανατυπωθεί η Ιστορία», αν τάχα θα ’ταν τόσο μαλλιαρό και προς θάνατον να πει: «να ξανατυπωθεί η Ιστορία», πλάι στον καθιερωμένο, τεχνικό, ας πούμε, όρο ανατύπωση. Αυτή, που να με πάρει, δεν είναι η περιλάλητη πολυτυπία;
Είναι σαν το «εκτυπώνω», το οποίο επίσης σχολίαζα παλιά, με το αχρείαστο «εκ», αφού το τυπώνω σταδιοδρόμησε και σαν κοινόχρηστη λέξη και σαν αυστηρά τεχνικός όρος, και σε καθαρεύουσα και σε δημοτική, ήρθε όμως ο εκτυπωτής, σχεδόν σε κάθε σπίτι πλέον μέσα, και πολύ φυσικά, από μιαν άποψη (και τότε τι γκρινιάζεις, θα μου πείτε), έδωσε και το ρήμα «εκτυπώνω».
5. Και το αγαπημένο μου:
Ο κήπος της Σαπφούς, είδα πρόσφατα διαφημιστική καταχώριση, για τον καινούριο δίσκο της ΜαρίζΗΣ, θα πω τότε κι εγώ, Κωχ.
Αλλά και: «Η Όλγα, λοιπόν, έγινε μήλον της Έριδος για τα κανάλια, αφού εκτός της εκρηκτικής εμφάνισης αποδείχθηκε και “εμπορική”. Για παράδειγμα, τα εξώφυλλά της πουλάνε περισσότερο από εκείνα της Τζούλιας Αλεξανδράτου ή της Γωγούς Μαστροκώστα»: αντέγραψα ολόκληρο κατεβατό από το τελευταίο tvguide του κυριακάτικου Βήματος (17.6.07), να δείτε μπας και είναι ειρωνική εδώ η χρήση και μου διέφυγε εμένα.
Άσχετο εδώ, αλλά επειδή αναφέρθηκα στο Βήμα: εδώ και χρόνια παρακολουθώ εμβρόντητος, κατάπληκτος από τον σχολαστικισμό και τη βλακεία, να γράφεται σταθερά το ΠΑΣΟΚ: «ΠαΣοΚ». Δε σηκώνει σοβαρό σχολιασμό το πράγμα, να πεις λ.χ. για «απρέπεια» να γράφεις όπως θες εσύ το όνομα του άλλου. Όμως, αδύνατον να αντιληφθώ τα βάθη της σοφίας του ιθύνοντος νου που έδωσε προφανέστατα εντολή να γράφεται έτσι το ΠΑΣΟΚ, διότι… κτλ. Τότε όμως γιατί δε γράφουνε και ΛαΟΣ, ΥΠεΧωΔΕ και τα τοιαύτα;
2 σχόλια:
Επιτρέψτε μου δυο-τρεις παρατηρήσεις, κ. Χάρη, με την ελπίδα να διασκεδάσω τουλάχιστον την πλήξη σας ;)
1. Μου φαίνεται απίθανο να "κόλλησε" ένας τροχονόμος από τα ΜΜΕ μια λέξη όπως το έμφορτος (που θα συμφωνήσετε, φαντάζομαι, ότι δεν την ακούμε και μέρα-νύχτα από τις τηλεοράσεις). Υποψιάζομαι πως πρόκειται για τζάργκον. Παρόμοια περίπτωση είναι μάλλον και οι όμβροι, που είχατε γράψει ότι το ακούγατε παλιότερα στα δελτία καιρού. Με αυτό, δεν εννοώ ότι βρίσκω θεμιτή την ευρύτερη χρήση τέτοιων τεχνικών όρων. Άλλο, όμως, είναι να μεταχειρίζονται δημόσια (έστω και για φιγούρα) ο τροχονόμος, ο μετεωρολόγος, ο γιατρός, ο δικηγόρος κτλ. λέξεις της "δουλειάς", και άλλο είναι να αρχαΐζουν γενικότερα υπό την επίδραση συναφών τάσεων.
2. Σωστά επισημαίνετε ότι η επανατύπωση περιττεύει αφού υπάρχει το δόκιμο ανατύπωση, αλλά εδώ παίζει ρόλο το γεγονός ότι το επανα- είναι ζωντανότερο σήμερα στη σύνθεση από το ανα- (το οποίο, άλλωστε, έχει και διαφορετικές σημασίες). Νομίζω ότι, παρά την υπερβολή και την αδεξιότητα που παρατηρούνται κάποτε (θυμίζω και την περίπτωση του -ποιώ, που συζητούσατε πρόσφατα), η συχνότητα και η ευχέρεια στη χρήση τέτοιων στοιχείων δείχνουν ότι δεν είναι ξένα στο γλωσσικό μας αίσθημα. Για το ξανά-, βέβαια, συμφωνώ ότι δεν υπάρχει λόγος να το αποφεύγουμε γενικά, αλλά βλέπετε ότι κι εσείς διστάζετε να σχηματίσετε ένα ουσιαστικό όπως ξανατύπωμα.
3. Τέλος, θα επιμείνω ότι η γενική "της Γωγούς" μπορεί κάποτε (κάποτε, είχα γράψει, όχι πάντοτε) να δηλώνει ειρωνεία. ;)
1. Σίγουρα δεν ακούγεται διόλου συχνά [ακόμα!] η λ. «έμφορτος», άρα δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς με βεβαιότητα πως ο τροχαίος την κόλλησε από την τηλεόραση. Άλλο τόσο σίγουρο είναι όμως ότι παλαιότερα η λ. ακουγόταν ακόμα πιο σπάνια, για να μην πω καθόλου, και ότι πάντως δεν πρόκειται για τζάργκον. Χωρίς να διεκδικώ, αλίμονο, τίτλους έγκυρου… αποδελτιωτή, αλλά ίσα ίσα με την υστερία μου, αν θες, για τα φαινόμενα αυτά, τη λέξη αυτή εγώ ώς τώρα δεν την είχα ακούσει, έστω μεμονωμένα, και μάλιστα από την τηλεόραση, σε ρεπορτάζ κτλ. Και ξάφνου, τσουπ, όλο και κάτι «έμφορτο» μου ’ρχεται κατακέφαλα. Χαρακτηριστικά, τη λέξη αυτή ούτε το λεξικό του Μπαμπινιώτη δεν την περιέλαβε πια· πού διάολο την ξετρύπωσαν, δεν ξέρω, αλλά πόσο απίθανο είναι να την άκουσε κάποιος από την τηλεόραση, όπως ακριβώς την άκουσα κι εγώ, να του άρεσε κτλ. κτλ. Ή πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγήσει κανείς αυτή την επιδημική σχεδόν χρήση τού νόστου στη θέση της νοσταλγίας; Σάμπως δεν ξέρουμε πόσο γρήγορα εξαπλώνονται οι μόδες; Το ίδιο ακριβώς δεν έγινε εξάλλου και με τη Σαπφού;
Αντίθετα με το «έμφορτος», οι όμβροι σίγουρα ανήκουν στο τζάργκον των μετεωρολόγων, αλλά κι αυτούς, όπως σημείωνα, δεν τους ακούγαμε ούτε στις πιο καθαρεύουσες ημέρες: κι αυτό ήταν και είναι πάντοτε το θέμα μου, η ανάσυρση, η αναβίωση, η νεκρανάσταση, ή άλλοτε και ο σχηματισμός λέξεων, όλων, τι περίεργο, λογίων και λογιότροπων: πολύ γόνιμη μάς πρόκυψε η γλώσσα τελευταία, αλλά μονάχα η μια της ωοθήκη λειτουργεί, καταπώς φαίνεται…
2. Δίκιο έχεις για την «επανατύπωση» ως προς τη μεγαλύτερη εξοικείωσή μας με το επανα- απ’ όσο με το ανα-. Και από αυτή την άποψη, ακόμα και οι βεβιασμένες ή μάλλον άχρηστες απλώς συνθέσεις που συζητούμε, θα μπορούσε να είναι, και όντως εντέλει είναι, η ζωντάνια της γλώσσας· όμως, ξαναλέω και εδώ, η ζωντάνια αυτή έχει συχνότατα λογιόστροφη κατεύθυνση. Και ως προς την "επ-ανατύπωση", το θέμα δεν είναι να/αν συνθέσει σήμερα κανείς με το ανα-, αλλά η παράδοξη «εγκατάλειψη» μιας λέξης που υπάρχει πλάι μας έτοιμη, σε συνεχή, αδιάλειπτη χρήση· από κει και πέρα, το άλλο θέμα είναι η αμηχανία και ο τρόμος μπροστά στο ξανα- και η καταφυγή στη ζεστή αγκαλιά του λογιότερου επανα-.
Και εγώ μεν δεν έχω λόγο κανένα να συνθέσω και να πω ξανατύπωμα, αφού, λέω, έχω έτοιμη λέξη, αλλά κι ο άλλος, προσέξτε, δεν συνθέτει, την έχει κι αυτός μπροστά του την παλιά τη λέξη, την ανατύπωση: δεν είχε καμία «τύπωση», ώστε να φτιάξει τώρα την «επανατύπωση» (κι αφού το τύπωμα είναι άλλο, και ήταν [είναι; ακόμα;] κυρίως στο ζαργκόν των τυπογράφων). Παίρνει λοιπόν την ανατύπωση και τη φέρνει πιο κοντά στα μέτρα του, δηλαδή την προσαρμόζει στην καινούρια μόδα «αποκλειστικοποίησης» [αφιερωμένη… στον τέττιγα η λέξη :-)] του επανα-, τη βάζει δηλαδή πλάι στις άλλες τις οποίες παράγει/συνθέτει/διορθώνει «αποκλειστικά» πια με το επανα-. Αυτό, ξαναλέω, θα μπορούσε να είναι η ζωντάνια της γλώσσας. Είναι; Καταρχήν ναι. Κατά δεύτερο λόγο, δεν ξέρω, όταν έχω πια και το «επαναγοράζω»: par pitié!
3. Δεν ήταν προσωπική «αιχμή» η απορία αν η γενική της «Γωγούς» μπορεί να υποδηλώνει ειρωνεία: αναρωτιέμαι πάντοτε κι εγώ.
Ψάχνομαι όμως γενικότερα ως προς αυτό το θέμα, γιατί η ειρωνεία, θα ’θελα να σημειώσω πρόχειρα τώρα, προϋποθέτει κοινή στάση απέναντι σ’ ένα φαινόμενο. Δεν μπορεί δηλαδή να χρησιμοποιείται ειρωνικά (για την ακρίβεια μπορεί· απλώς είναι άστοχο) κάτι που αποτελεί μάλλον γενικότερη παραδοχή, στοιχείο κυρίαρχης τάσης, χωρίς να διαφοροποιείται, ή να είναι εξ ορισμού διαφοροποιημένος, αυτός που επιζητεί να «ειρωνευτεί». Όταν π.χ. χρησιμοποιούνταν παλιά η καθαρεύουσα ολόκληρη ή στοιχεία της για ειρωνεία, με κορυφαία βεβαίως στιγμή τον ιδιοφυή Μποστ, πρώτον η καθαρεύουσα ήταν «ζωντανή», ενεργή, και αποτελούσε κοινό ώς ένα μεγάλο βαθμό κτήμα, δεύτερον και βασικότατο ήταν δεδομένη η κοινή στάση του πομπού και του δέκτη της ειρωνείας απέναντι στην καθαρεύουσα –τότε δηλαδή ήταν στοιχειώδης κοινός τόπος η απόρριψη της καθαρεύουσας, και μόνο με αυτή την αφετηρία είχε νόημα και αποτέλεσμα η ειρωνεία. Σήμερα και το πρώτο προαπαιτούμενο δεν ισχύει απολύτως (πρόσφατα, δε θυμάμαι ποιος κριτικός, αλλά νομίζω ο Γεωργουσόπουλος, έγραφε πως δεν περνούσαν κάτω, στο κοινό, τα αστεία με την καθαρεύουσα που χρησιμοποιούσε ο Βαρβέρης σ’ έναν Μένανδρο που είχε μεταφράσει), όσο για το δεύτερο… ας μην τα ξαναλέμε.
Δημοσίευση σχολίου