24/1/08

10. Η ανοχή και η αντοχή της γλώσσας

Τα Νέα, 31 Ιουλίου 1999

Στο προηγούμενο και με τη βοήθεια του Μ. Τριανταφυλλίδη φτάσαμε στον 2ο αιώνα μ.Χ., για να δούμε πώς επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες η κινδυνολογία για το θάνατο της γλώσσας. Θυμίζω ότι το κείμενο του Τριανταφυλλίδη αναφερόταν στην αντίδραση των λογίων του 2ου αιώνα απέναντι στη γλώσσα των Ευαγγελίων, την Κοινή ελληνική, την οποία θεωρούσαν βάρβαρη επειδή περιείχε λέξεις έκφυλες πάνυ και αηδείς. Και κατέληγα με την προτροπή, έτσι όπως μας την υπέβαλε το κείμενο, να αποφεύγουμε την «εξουσιαστική λαθολογία».

διαβάστε τη συνέχεια...

Μοιάζει ίσως παράδοξο να γράφονται αυτά σε μια σελίδα που εδώ και τέσσερις μήνες μιλάει βασικά για λάθη, κι ας μη βιαστεί να νομίσει ο αναγνώστης ότι σκοπεύω να προχωρήσω στη διάκριση καλών και κακών «λαθολόγων», για να χωρέσω φυσικά ο ίδιος στους καλούς. Απεναντίας, σκοπεύω να υποστηρίξω ότι μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα σε «καλά» και σε «κακά» λάθη, μάλλον ανάμεσα σε λάθη αναπόφευκτα και μη: αυτό είναι το θέμα αυτής της επιφυλλίδας, που θα τη χαρακτήριζα, μαζί και με την επόμενη, αναδρομικό πρόλογο στη σειρά των Μικρών Γλωσσικών. Και πρόλογο στον «πρόλογο» αυτόν θέλησα το κείμενο του Μ. Τριανταφυλλίδη, κάτι σαν διακήρυξη σε μια προσπάθεια να μιλήσει κανείς για τη σημερινή γλώσσα.

Για την επιστήμη της γλωσσολογίας αποτελεί κοινό τόπο ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, προχωρεί ενσωματώνοντας τα λάθη της. Υπάρχουν μάλιστα στην επιστήμη αυτή τάσεις που αρνούνται ακόμη και την έννοια του λάθους και εναντιώνονται στην ιδέα μιας ρυθμιστικής ή κανονιστικής γραμματικής, επιμένοντας πως μια γραμματική οφείλει να καταγράφει τα πάντα, ακόμα και τα «λάθη». Ας μην υπεραπλουστεύουμε όμως κι ας μην τσαλαβουτάμε σε νερά που είναι βαθιά. Το πρόβλημα ούτως ή άλλως είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το λάθος παύει να είναι λάθος. Και στο μεταξύ, πόσο επεμβαίνει κανείς και πώς, αν καταρχήν μπορεί να επέμβει.

Σ’ όλη αυτή την πορεία, φορείς εμείς και παρατηρητές μαζί της γλώσσας, οφείλουμε να μη λησμονούμε ούτε στιγμή: ότι αυτό που μοιάζει «αποπτώχευση» είναι μια διαδικασία επιλογής και εξέλιξης που ξεπερνά τα στενά όρια μιας ή δύο γενεών κατά τις οποίες μπορούμε εμείς να έχουμε άμεση εποπτεία· ότι η γλώσσα δεν ακολουθεί τον δικό μας βηματισμό αλλά εξελίσσεται μέσα σε αιώνες ολόκληρους, και είναι βεβαίως μία και ενιαία, αλλά με σαφώς διακριτά, στην πορεία ακριβώς των αιώνων, τα διάφορα στάδιά της, τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο τα μέλη μιας οικογένειας, ακόμα και στη «συγχρονία» τους, πατέρας δηλαδή με γιο, πόσο μάλλον παππούς, προπάππους κ.ο.κ. με τον σημερινό γόνο.

Εξέλιξη λοιπόν φυσική, εκεί όπου, εγκλωβισμένοι στη μικροκλίμακα του δικού μας, περιορισμένου βιολογικού κύκλου, φοβούμαστε πως βλέπουμε παρακμή και θάνατο. Γιατί λησμονούμε έναν άλλο κοινό τόπο για τους γλωσσολόγους, ότι οι γλώσσες πεθαίνουν μόνο όταν εκλείψουν οι ομιλητές τους. Αλλά ακόμα και μέσα στη μικροκλίμακά μας, ας δούμε μερικά σκόρπια παραδείγματα από την άμεση εμπειρία μας. Ας θυμηθούμε λόγου χάρη τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν σε μια σπασμωδική προσπάθεια εκδημοτικισμού –με παρεξηγημένη βεβαίως την έννοια της δημοτικής, της δημοτικής που πάντως κανένας δεν την είχε διδαχτεί συστηματικά– ανθούσε σε εφημερίδες και σε αφίσες η «3 Σεπτέμβρη» και η «5 Ιούλη», η συγκέντρωση «στη πλατεία Κοτζιά» και τόσα άλλα, στην απέραντη επικράτεια του «βασικά». Έφριξεν η γη και ο ήλιος εκρύβη την εποχή εκείνη, να μη βλέπει το «θάνατο» της γλώσσας. Κι όμως, πόσα χρόνια πέρασαν, και ποιος τα ξανάδε ή τα ξανάκουσε όλα αυτά! Ωστόσο, δεν ήταν περιθωριακά φαινόμενα ή μεμονωμένα κρούσματα: τα στήριζε ολόκληρη εποχή, ολόκληρο ΠΑΣΟΚ, μετέπειτα κόμμα πλειοψηφίας και αργότερα και εξουσίας, σημαντικό μέρος της Αριστεράς, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αλλά προπάντων αυτό που είπα «ολόκληρη εποχή», με σήμα της την έξοδο από την καθαρεύουσα της επτάχρονης δικτατορίας.

Την ίδια εκείνη εποχή, ας μου επιτραπεί να γίνω προσωπικός, ματαιοπονούσα να κρατήσω τη διάκριση: έκαμα (μία φορά=αόριστος) και έκανα (πολλές φορές=παρατατικός), και με περιέπαιζε όχι άλλος παρά ο δημοτικιστής αλλά εξαιρετικά προσεχτικός Φίλιππος Ηλιού: είχε όμως δίκιο, ο τύπος «έκαμα» είχε ήδη χαθεί, ενώ σήμερα πια ηχεί σχεδόν βουκολικός. Ήταν ασφαλώς διάκριση χρήσιμη· μα φτώχυνε τάχα η γλώσσα; νιώθει κανείς κάποια έλλειψη ή κάποια δυσκολία να παρακολουθήσει τη διαφορά παρατατικού και αορίστου καθώς χρησιμοποιεί αυτό το τόσο κοινόχρηστο ρήμα; ή είχε καν αντιληφθεί τη διάκριση αυτή, άρα και την εξαφάνισή της; Πολύ πιο πριν είχε εξαφανιστεί –αν και αυτό αφορά κυρίως τη γραφή– στα κρυφά θαρρείς και απολύτως σιωπηρά η βαρεία, που από μιαν άποψη απαρτίωνε το πολυτονικό σύστημα. Δεν είχε ακουστεί τίποτε, αφού έτσι κι αλλιώς κανένας επίσης δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξή της. Αντίθετα, όταν καθιερώθηκε με νόμο το μονοτονικό, μεγάλη υπήρξε η αντίδραση των υποστηρικτών του πολυτονικού, που ανακάλυψαν οι περισσότεροι εκ των υστέρων και τη βαρεία, και προσπαθούν έκτοτε να την επανεντάξουν βεβιασμένα και σπασμωδικά στο πολυτονικό τους.

Κι όλα αυτά επειδή οι ανάγκες τις οποίες εκφράζουν –άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασύνειδα– διαφορετικές εποχές και διαφορετικοί χρήστες μιας γλώσσας ποικίλλουν, και δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε θα συναντήσουν τις ανάγκες και άλλων ομάδων, ώστε να κάνει η γλώσσα εντέλει τις δικές της επιλογές. Αλλά το θέμα δεν είναι ποσοτικό, ώστε να μπορούμε να προχωρήσουμε σε ασφαλείς προβλέψεις. Από εμάς απαιτείται προπαντός αίσθηση των διαφορετικών μεγεθών που χαρακτηρίζουν την πορεία τη δική μας και την πορεία της γλώσσας. Για τα λάθη όμως και τη λαθολογία θα συνεχίσουμε στο επόμενο.

buzz it!