11. Λάθη και ασκήσεις εξουσίας
Τα Νέα, 13 Αυγούστου 1999
Άλλα είναι τα λάθη από άγνοια και άλλα τα λάθη τα οποία προέρχονται από χρήση της γλώσσας που βασίζεται σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές
το πλήρες κείμενο:
Στο προηγούμενο αναφέρθηκα στις διαφορετικές ανάγκες τις οποίες εκφράζουμε κατά εποχές οι χρήστες μιας γλώσσας, χωρίς ποτέ να ξέρουμε αν θα μας κάνει εντέλει η γλώσσα το χατίρι. Που δεν μας το έκανε λ.χ. όταν μετά τη μεταπολίτευση ευδοκιμούσαν γλωσσικοί τύποι «μαλλιαροί» όπως «3 Σεπτέμβρη», «5 Ιούλη» κ.ά. Διαφορετικές ήταν οι ανάγκες που εκφράστηκαν τα επόμενα χρόνια, όταν από μια γενικευμένη αντίδραση στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, στον οποίο χρεώνονταν αυτομάτως τα πάντα, άρχισαν να κυριαρχούν συντηρητικότερες γλωσσικές επιλογές. Έτσι, πήρε απρόσμενες διαστάσεις η αντίδραση στην καθιέρωση του μονοτονικού, από άτομα ή ομάδες ολόκληρες που είχαν ήδη δεχτεί, για την ακρίβεια δεν είχαν καν αντιληφθεί, τον ακρωτηριασμό του πολυτονικού όταν εξαφανίστηκε η βαρεία ή που επί χρόνια διάβαζαν ανενόχλητα την εφημερίδα τους τυπωμένη σε κάποιον τύπο μονοτονικού. Εξίσου μεγάλη ήταν η αντίδραση στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο πρωτότυπο, από άτομα πάλι και ομάδες που μόνο κατ’ ιδίαν ομολογούσαν ότι δεν είχαν αφομοιώσει (διάβαζε: αποστηθίσει) τίποτα περισσότερο από το άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον.
Δεν θέλω να γενικεύσω, είναι όμως φανερό ότι, πολύ πέρα από την όποια και όσο δικαιολογημένη αντίδραση ανθρώπων που και ουσιαστική επαφή και γνώση είχαν, η αιφνίδια αρχαιοφιλία, η οποία συνοδεύτηκε συχνά από απροκάλυπτη νοσταλγία για την καθαρεύουσα και τα τριτόκλιτα σε -ις, έγινε περίπου σήμα κοινωνικής καταξίωσης, κατά το κοινώς λεγόμενο: in.
Αυτήν όμως τη συντηρητική στροφή της γλώσσας δεν πρέπει να τη δούμε μεμονωμένα: έχει αρχίσει η αναδίπλωση έπειτα από τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60, γύρω στο ’80 γεννιέται η Νεοορθοδοξία και ο Χριστιανομαρξισμός, και μάλιστα στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, και ακολουθεί, σε αναλογία πάντως με αντίστοιχες τάσεις διεθνώς, ο νεοεθνικισμός και η πατριδολατρία. Η γλώσσα ήταν φυσικό να καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο ιδεολογικό αυτό ρεύμα, σαν μέγεθος περισσότερο «απτό», που κυριαρχεί στον βίο όλων των ανθρώπων, και επιπλέον υπόκειται όσο κανένα άλλο στο νόμο των αυτονοήτων: ιδού οι λέξεις που χάνονται, η ευδοκίμηση και η αρωγή και τώρα η μισαλλοδοξία, οι βαρβαρισμοί του τάδε εκφωνητή, οι ασυνταξίες του δείνα δημοσιογράφου, η «δογματοκομματοπαγής», λέει, γλώσσα της Αριστεράς.
Παράλληλα, μόλις μας πετάξουν το παραμικρό κοκαλάκι από το σώμα μιας γλώσσας «καθαρότερης», το αρπάζουμε στον αέρα. Ας θυμηθούμε πρόχειρα: στα μεταπολιτευτικά χρόνια περίσσεψε η ιερή αγανάκτηση για τη γενικευόμενη χρήση τού σαν· σήμερα το ως υποκαθιστά το σαν ακόμη και στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις («ξεφωνίζουν ως κοτόπουλα»: ναι, γράφτηκε). Πιο πρόσφατα έπεσε στην αγορά το «αφορά σε κάτι»· αρκεί που είχε και αυτή η σύνταξη πιστοποιητικό συντηρητικής καταγωγής: έγινε ανάρπαστη, και κανείς δεν καταδέχτηκε να ακούσει τη δική του τη φωνή, που έλεγε και λέει πως το τάδε θέμα δεν με αφορά και όχι «δεν μου αφορά». Όλα αυτά μαρτυρούν άραγε μόνο έγνοια για τη γλώσσα, δίψα για μάθηση; Μακάρι.
Αξιοσημείωτος σ’ αυτή την ιστορία είναι ο ζήλος με τον οποίο ο μόλις μυημένος στην καινούρια γνώση διαπομπεύει τον αγράμματο που δεν ξέρει, φερειπείν, να διακρίνει το καταρχήν από το καταρχάς, ότι το σωστό είναι παρεισφρέω και όχι «παρεισφρύω»· όλους όσοι και όχι «όλους όσους»· αυτός καθαυτόν και όχι «αυτός καθαυτός» κ.ά. Ο πειρασμός είναι μεγάλος να πει κανείς γι’ αυτό που έπαθε η Φατμέ στο Γενή Τζαμί, ή στα καθ’ ημάς η φοράδα στ’ αλώνι. Και ιδιαίτερα σε σχέση με τα δύο τελευταία παραδείγματα, όπου είναι σαφές ότι η έλξη και η αναλογία, από τους ισχυρότερους νόμους στην εξέλιξη μιας γλώσσας, θα κάνουν άλλη μια φορά το θεάρεστο έργο τους: το όλους όσους και το αυτός καθαυτός θα επικρατήσουν, λυτρώνοντας ακόμα και μεγαλόσχημους φιλολόγους που αμαρτάνουν συχνά με αυτά τα σχήματα.
Σε τέτοιες περιπτώσεις ευδοκιμούν η λαθολογία και οι λαθολόγοι, που απομονώνουν τη λέξη, που θεωρούν τη γλώσσα λέξη, λέξεις στη σειρά, και τουφεκάν, καθένας από το μετερίζι του, τους αμαρτωλούς. Ό,τι και όπου φτάνει ο καθένας, συχνά και μ’ οποιονδήποτε τρόπο.*
Ας συγκεφαλαιώσουμε: Όλα τα λάθη δεν είναι ίδια. Υπάρχουν λάθη από άγνοια, και τέτοια είναι όσα αναφέραμε πιο πάνω, ή όσα γεννιούνται από τα δύστροπα και ασυμμόρφωτα που κρατήσαμε από παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας: π.χ. τα έρμα δικατάληκτα επίθετα όπως ο διεθνής και ο αυτάρκης. Άλλα είναι όμως αυτά, και άλλα τα λάθη τα οποία προέρχονται από χρήση της γλώσσας που βασίζεται σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές· από τη γλώσσα της επίδειξης, τη γλώσσα που μονίμως αλληθωρίζει και αρνείται να βρει τις αναλογίες της στον φυσικό λόγο του ίδιου του ομιλητή-χρήστη. Εννοώ, και ανατρέχω γρήγορα σε προηγούμενες επιφυλλίδες μου: τη Λητώ - «της Λητούς», την Νταϊάνα - «της Νταϊάνα», τα «σι-ντιζ» και τα «τέμπι» και τους «τόνους κοτόπουλων». Αυτά τα παραμορφωτικά του λόγου μας δεν προέρχονται από άγνοια, παρά συνιστούν δελτίο ταυτότητας που το επιδεικνύουμε ακόμα κι όταν δεν μας το ζητούνε.
Κυρίως τέτοιου είδους γλωσσικοί τύποι ενδιαφέρουν τη σειρά αυτή, μαζί με συντακτικούς τρόπους και σχήματα που μεταφέρονται από ξένες γλώσσες, πάλι χωρίς αναγωγή στον φυσικό μας λόγο και χωρίς να ανταποκρίνονται σε ουσιαστικές εκφραστικές και γλωσσικές ανάγκες. Όσο για τα άλλα λάθη, έτσι δύστροπη όπως είναι κάθε γλώσσα, ένας γερός φιλόλογος δεν θα ’χει τελειωμό να τα επισημαίνει και να τα διορθώνει. Και μακάρι νά ’ρθει και κατά τη σελίδα αυτή.
* Χαρακτηριστική η περίπτωση Σημίτη, που δέχτηκε πυρά ομαδόν όσα δεν δέχτηκαν οι αγράμματοι της γης. Και δεν μιλάω μόνο για Μαλβίνες που ψωμίστηκαν κανονικά με τον τρόπο αυτό, μα και για κατά τεκμήριο σοβαρούς ή όντως σοβαρούς, οι οποίοι στοίβαξαν κυρίως αδυναμίες άρθρωσης –τα γνωστά σαρδάμ– και τις βάφτισαν γλωσσικά ημαρτημένα: άραγε τόσο ήξεραν ή τόσο ήθελαν; Υπήρξε ακόμα και σχόλιο χλευαστικό για τη χρήση του ρήματος «εκτελώ» στη φράση: «η κυβέρνηση εκτελεί σωστά το έργο της»: απορίας άξιο τι εκτελεί εδώ ο σχολιογράφος! Ή: «Δεν αντέχεται άλλο αυτό το φτύσιμο, το τσαλάκωμα, το δάγκωμα, το μάσημα, το ξεπουπούλιασμα, ο καθημαγμός, η δήωση, ο στραγγαλισμός, η σύνθλιψη, η ταπείνωση, η συντριπτική συντριβή των ελληνικών, δεν υποφέρεται…» γράφει άλλος, σοβαροφανής αυτός θεματοφύλακας, για ποια τρισβάρβαρα ελληνικά, θα αναρωτιέται ο αναγνώστης: για τα σαρδάμ λοιπόν και πάλι του Σημίτη –ο θεματοφύλακας που συστηματικά ελέγχεται για πλήθος λάθη πάσης φύσεως, ορθογραφικά, συντακτικά κτλ. (βλ. και εδώ π.χ. το «διεπλέοντο αυτοκινήτων», το "πώποτε»" κ.ά.).