17. Ελιτισμός, το άλλο πρόσωπο του λαϊκισμού
Τα Νέα, 6 Νοεμβρίου 1999
Στο προηγούμενο, με αφορμή τον Χρήστο Γιανναρά και την πρότασή του να θεσπιστούν ως επίσημη πλέον γλώσσα μας τα αγγλικά ώστε «να γίνουμε Σιγκαπούρη», αφού τόσο, λέει, το ποθούμε, αναφερθήκαμε άλλη μια φορά στην εσχατολογία που ακολουθεί πιστά την ελληνική γλώσσα σε όλη την πορεία της. Και επειδή ο λόγος των αττικιστών, που ήθελαν σκίμπουν αντί για κράββατον, μας πέφτει αρκετά μακριά, σκέφτομαι πρόχειρα -–και για να μνημονεύσουμε μέγεθος πραγματικό για τη γλώσσα και την ιστορία μας–- τον Παπαδιαμάντη και τη μελέτη του «Γλώσσα και κοινωνία».
διαβάστε τη συνέχεια...
Χτεσινός μας ο Παπαδιαμάντης και του 1907 η μελέτη του, όπου, ανάμεσα σε πολλά ενδιαφέροντα και συναρπαστικά, καυτηριάζονται οι συγκαιρινοί του οι οποίοι έγραφαν Σμύρνη αντί για το σωστό και από τον Όμηρο Σμύρνα, Αικατερίνη αντί για Αικατερίνα, ή προθυμοποιείται αντί για προθυμείται. Πόσο και σε ποια παρακμή οδήγησαν τη γλώσσα αυτοί οι αυτονόητοι σήμερα τύποι; Ή αλλιώς: πόσο μεγαλούργησε η γλώσσα αυτή στον αιώνα, σχεδόν, που μεσολάβησε; Βρισκόμαστε όμως και πάλι μακριά -–ως προς το ήθος του ελέγχου τη φορά αυτή: από τον Παπαδιαμάντη στον κ. Γιανναρά, που αυτός μιλάει για θάνατο της γλώσσας.
«Απέσβετο και λάλον ύδωρ;» είναι ο τίτλος του κειμένου του στο ένθετο της Καθημερινής της 3ης Οκτωβρίου. Το ερωτηματικό είναι καθαρά ρητορικό. Αν όμως όχι, αν το εννοεί, πρέπει να το δούμε σαν μικρή αναδίπλωση σε σχέση με το παλαιότερο δικό του και κατηγορηματικό Finis Graeciae. Αν, στα 15 περίπου χρόνια που πέρασαν από το Finis Graeciae, διαπιστώνει ο κ. Γιανναράς ότι εξακολουθεί να έχει ακροατήριο, να διδάσκει όχι σε κάποιο κρυφό σχολειό αλλά σε κεντρικό πανεπιστήμιο, που μάλιστα του εμπιστεύτηκε την έδρα της φιλοσοφίας, να αρθρογραφεί όχι σε «σαμιζντάτ» ή σε περιθωριακό έντυπο αλλά σε έγκριτη εφημερίδα, πλάι σε συνεργάτες δόκιμους χειριστές της ίδιας γλώσσας, κι άρα δεν νιώθει τόση μοναξιά, ούτε πια θα πιστεύει πως αποτελεί εξαίρεση ή πως ανήκει σε κάποια ολιγομελή αίρεση, αν λοιπόν αυτά κινητοποίησαν το ήθος του ακαδημαϊκού δασκάλου ώστε να σημειώσει ένα μικρό, έστω, ερωτηματικό, τότε μπορούμε να αισιοδοξούμε ότι, σε ορατό ενδεχομένως μέλλον, ο κ. Γιανναράς θα αποσύρει, τουλάχιστον, το Finis του.
Η αισιοδοξία μας μπορεί να ενισχυθεί από το γεγονός ότι απουσιάζουν ουσιαστικά τα επιχειρήματα που θα υποστήριζαν τον περαιτέρω εκφυλισμό της γλώσσας από κει που την πρωτόκλαψε ο κ. Γιανναράς και οι συν αυτώ. Δύο είναι πάντα, ακόμη, τα «ορόσημα»: η «εισαγωγή του μονοτονικού» και η «μεταρρύθμιση Ράλλη». Το πρώτο, σαφές· το δεύτερο; «Μεταρρύθμιση Ράλλη» εννοεί την αναγνώριση της δημοτικής το 1976; Προφανώς όχι. Θα εννοεί την «κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο», τη συνηθισμένη κατηγορία που απευθύνεται στον τότε υπουργό παιδείας. Δεν θα σταθούμε στο θέμα γενικά, αλλά σ’ αυτό το -–μισό αλήθεια, μισό ή πιο πολύ ψέμα–- επιχείρημα, που εξακολουθεί να τροφοδοτεί τις απόψεις περί παρακμής. Μιλούν για «κατάργηση των αρχαίων», συνθηματικά και γενικευτικά, συγκαλύπτοντας, πρώτον, το «από το πρωτότυπο»· δεύτερον, ότι αφορούσε μόνο τις τρεις τάξεις του γυμνασίου· και, τρίτον, ότι η «κατάργηση» αυτή υπήρξε βραχύβια και τα αρχαία έχουν ήδη επανέλθει σε όλες τις τάξεις. Έτσι κι αλλιώς, όταν άρχισε ο Νέος Γλωσσικός, κυρίως με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία το 1981, η θρυλούμενη «αποπτώχευση» της γλώσσας υποστηριζόταν από τα λάθη ανθρώπων που είχαν βεβαίως διδαχτεί αρχαία. Έφταιγε λοιπόν η «κατάργηση των αρχαίων» πριν καν αποφασιστεί! Και φταίει και τώρα, λες και το στίγμα της γλώσσας το δίνουν αποκλειστικά οι σημερινοί 25άρηδες-35άρηδες, ούτε καν μισή γενιά, που διδάχτηκαν τρία μόνο κι όχι έξι χρόνια αρχαία στο πρωτότυπο.
Και η «εισαγωγή του μονοτονικού». Η καθιέρωση του μονοτονικού ψηφίστηκε το 1982. Ούτε κι εδώ θα σταθούμε στα σχετικά επιχειρήματα. Το μονοτονικό πάντως υπήρξε αίτημα ενός περίπου αιώνα, και υποστηρικτής του θεωρείται και ο Γεώργιος Ν. Χατζιδάκις, πατέρας της γλωσσολογίας στην Ελλάδα αλλά και βασικός πολέμιος του δημοτικισμού. Σήμερα ο Γ. Μπαμπινιώτης -–ακόμα κι αυτός, ο μόνος τον οποίο μπορούν να καταλάβουν οι του Νέου Γλωσσικού–- διακηρύσσει ότι το πολυτονικό σύστημα στη νέα ελληνική δεν είναι δυνατόν να στηριχτεί επιστημονικά: «ορθή κι επιβεβλημένη, επιστημονικά και πρακτικά» θεωρεί την καθιέρωση του μονοτονικού (αλλά εξαιρεί τη δασεία, Καθημερινή 24-25.1.82), και τη θέση του αυτή τη διατύπωσε δημόσια και το 1985 (Δημόσιος Διάλογος για τη Γλώσσα, οργανωμένος από το ΚΚΕ εσωτ., στον «Μίλωνα» της Νέας Σμύρνης), την επανέλαβε και σε συνέντευξή του στον Β. Αγγελικόπουλο στην Καθημερινή κτλ. Άρα δεν θα έχει διαφύγει από τον κ. Γιανναρά και τους λοιπούς. Κι όμως, από διάλεξη σε διάλεξη κι από εφημερίδα σε εφημερίδα διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους, ράκη ήδη επιστημονικοφανών -–και ούτε καν–- επιχειρημάτων, χωρίς ποτέ να απαντούν, βεβαίως, στον Μπαμπινιώτη, παρά αναθεματίζοντας απλώς τον Βερυβάκη, που ψήφισε το μονοτονικό, ή όποιον άλλο τεχνοκράτη υποστηρικτή του μονοτονικού βρουν πρόχειρο. Πρόκειται άλλωστε για τον γνωστό διάλογο κουφών. Καθένας απευθύνεται στο δικό του ακροατήριο, επειδή ξέρει πως αυτά θέλει κι αυτό ν’ ακούσει, συχνά όμως και για να μη μεταφέρει στη δική του έδρα τον αντίπαλο λόγο, που θα μπορούσε τώρα να επηρεάσει τον καλόπιστο αναγνώστη.
Με τέτοια επιχειρηματολογία ο κ. Γιανναράς εισηγείται την καθιέρωση των αγγλικών και τη μετατροπή μας σε Σιγκαπούρη, πιστός εδώ στις ιδεολογικές σταθερές και το ακαδημαϊκό ήθος που του επιτρέπει εκφράσεις όπως «το θλιβερό ελλαδικό κρατίδιο» («Finis Graeciae»), ή ζούμε στην «Ελλαδέξ» (σε τηλεοπτική εμφάνισή του –και ρώτησε τότε ο Άγγελος Ελεφάντης: από ποιο κράτος, ονόματι Ελλαδέξ, παίρνει κάθε μήνα το μισθό του ως δημόσιος υπάλληλος ο κ. Γιανναράς), το «Ελλαδιστάν» κ.ά.
Κανονικά ο λαϊκισμός δεν χρειάζεται επίθετα, είτε εκφράζεται σαν «καθαυτό» λαϊκισμός, είτε μεγαλοπιάνεται σαν ελιτισμός, που είναι απλούστατα η άλλη όψη του νομίσματος. Κάποτε όμως μπορεί να είναι απροκάλυπτα χυδαίος και, κυρίως, εξαιρετικά επικίνδυνος, προς την κατεύθυνση μάλιστα την οποία απεύχεται ο φορέας του. Θα το θέσω σαν ερώτημα: εάν κινδυνεύει ένα έθνος και η γλώσσα του, και κίνδυνοι μπορεί πάντοτε να υπάρχουν, δεν αποτελεί άραγε ώθηση προς μια πορεία αφανισμού ο απαξιωτικός ακριβώς λόγος για τη γλώσσα και την εθνική ταυτότητα;