13/1/08

Λέξεις πάνε κι έρχονται (β΄)

Τα Νέα, 12 Ιανουαρίου 2008

Με εντυπωσιακή ταχύτητα η γλώσσα μάλλον ξανάπλασε παρά ανέσυρε τον ξεχασμένο στα λεξικά «πυρόπληκτο», για να ανταποκριθεί σε νέες, επιτακτικότερες ανάγκες μιας γενικευμένης συμφοράς


Λέξεις πάνε κι έρχονται, άλλες με τα διαπιστευτήριά τους σε πρώτη ζήτηση, άλλες λαθραία, ή παντελώς αδιάφορες για τη δική μας αποδοχή και νομιμοποίηση, άλλες με νέο εντελώς βαφτιστικό, και πάντως όλες με άγνωστο χρόνο παραμονής.

διαβάστε τη συνέχεια...

Με διάφορες τέτοιες λέξεις άρχισα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, με το κοιμάμαι και το καταλήγω σαν συνώνυμα του πεθαίνω, με το κλειδώνω συνώνυμο του οριστικοποιώ και του διασφαλίζω, με τον ανθυποψήφιο σαν καταχρηστικό, κατά τη γνώμη μου, συνώνυμο του συνυποψήφιου, με τα φαινόμενα σαν «περιληπτική» χρήση της έκφρασης «ακραία καιρικά φαινόμενα» κ.ά.

Έγραψα τώρα δα για «συνώνυμα», και μάλιστα «καταχρηστικά», ενώ κάθε φορά μπορεί να υπάρξει αντίλογος που να επισημαίνει σημασιολογικές διαφορές και αποχρώσεις, και οπωσδήποτε να υποδείξει διαφορετικές ανάγκες που οδήγησαν στην ανασημασιοδότηση μιας λέξης ή στην κατασκευή κάποιας άλλης. Βεβαίως και εδώ καραδοκεί ο υποκειμενισμός και η αυθαιρεσία, π.χ. να χαρακτηρίσει κανείς αυτές τις ανάγκες πλαστές, υπαγορευμένες απλώς από κάποια πρόσκαιρη μόδα κτλ. Αν όμως είναι μία φορά ρευστά τα κριτήρια, είναι δέκα φορές πιο ρευστή η γλώσσα, σε διαρκή κίνηση και εξέλιξη: ας παρακολουθήσουμε αυτή την πολυκύμαντη πορεία με όσα, ανάμεικτα, αισθήματα μας προκαλεί, έχοντας πάντοτε επίγνωση του υποκειμενισμού και της αυθαιρεσίας, προπάντων του πεπερασμένου χαρακτήρα των όποιων αναλύσεών μας.

Πλάι στα φαινόμενα θα μπορούσε να βάλει κανείς το σημείο, μετάφραση μάλλον του αγγλικού επιτόπου (on the spot): «στο σημείο έφτασε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ», «στο σημείο έφτασαν αστυνομικοί», «στο σημείο έφτασε ο νομάρχης», αντί έστω «στο σημείο όπου έγινε το ατύχημα», «στον τόπο των επεισοδίων» κτλ.

Ή μια νεολογική χρήση: «είμαι κάθετος σ’ αυτό το θέμα», με την έννοια «είμαι κατηγορηματικά αντίθετος…», χρήση που εξοικονομείται από την επίσης νεολογική έκφραση «είμαι κάθετα αντίθετος»: στην αρχή μάς ξένισε ιδιαίτερα, και ακόμα μας ξενίζει αυτή η χρήση, εύκολα ειρωνευόμαστε αντιτάσσοντας πως «όχι, εγώ είμαι οριζόντια σύμφωνος», όμως μοιάζει να εδραιώνεται η έκφραση αυτή, που είναι αρκετά παραστατική.

Δεν ξέρω αν από ίδιο δρόμο έρχεται το επιχειρώ, που κατέκλυσε τους τηλεοπτικούς δέκτες μας με τις πυρκαγιές του καλοκαιριού: «τα αεροπλάνα δεν μπόρεσαν να επιχειρήσουν», «από τι ώρα επιχειρούν τα αεροπλάνα» κτλ. Φαντάζομαι όμως ότι η καινούρια αυτή χρήση δεν προήλθε από το ίδιο το ρήμα, π.χ. «τα αεροπλάνα επιχείρησαν να σβήσουν τη φωτιά», αλλά από το οικείο ουσιαστικό, από τις επιχειρήσεις, που προφανώς θα είναι σε χρήση, κυρίως στο ιδίωμα της πυροσβεστικής: «επιχειρήσεις κατάσβεσης του πυρός», λόγου χάρη, όπως ευρύτερα άλλωστε οι «πολεμικές επιχειρήσεις» κτλ. Έτσι, φαντάζομαι, λέω και πάλι, ότι από την περίφραση «τα αεροπλάνα θα προβούν σε επιχειρήσεις κατάσβεσης του πυρός» και άλλες τέτοιες στερεότυπες εκφράσεις οδηγηθήκαμε στο «τα αεροπλάνα θα επιχειρήσουν».

Αυτές τις σκέψεις κατέγραφα και στο μπλογκ μου, στο διαδίκτυο, και φίλοι αναγνώστες αντιπρότειναν σαν πηγή προέλευσης το αγγλικό operate, που πέρασε στη στρατιωτική ορολογία. Μοιάζει πιθανή η εκδοχή αυτή, ίσως είναι και η μόνη σωστή, αλλά σκέφτομαι ξεροκέφαλα ότι τότε η μετάφραση κάπως έτσι πρέπει να αντάμωσε τις συγγενείς ελληνικές εκφράσεις.

Αν όμως όλα αυτά, θαυμαστικά από μια άποψη για την κινητικότητα της γλώσσας, δεν κρύβουν από την άλλη μια μεμψιμοιρία για άστοχους δανεισμούς ή άσκοπους νεολογισμούς και άσκοπες χρήσεις, δείγμα ευφρόσυνης «δημιουργίας» είναι η λέξη πυρόπληκτος, που εμφανίστηκε κι αυτή με τις τραγικές πυρκαγιές του χρόνου που μας άφησε. Έβαλα τη δημιουργία σε εισαγωγικά, επειδή η λ. πυρόπληκτος είναι θησαυρισμένη σε κάποια λεξικά, δεν ήταν όμως, όπως και τόσες άλλες, σε χρήση· έτσι, μπορεί να θεωρήσει κανείς πως μάλλον πλάστηκε ξανά, απ’ την αρχή, κατά το σεισμόπληκτος λ.χ., παρά πως ανασύρθηκε αίφνης από τα λεξικά.

Πυροπαθής ήταν η λέξη που χρησιμοποιούσαμε ώς τώρα. Όμως το μέγεθος, εικάζω, της συμφοράς αναζήτησε ισχυρότερο β΄ συνθετικό, και το βρήκε, όπως είπα, στον σεισμό-πληκτο, άλλη λέξη δηλωτική μεγάλης φυσικής καταστροφής (μολονότι και το -παθής έχει ισχυρότατη παρουσία, μέσα στον καρκινοπαθή λ.χ.). Έτσι, η διαδικτυακή μηχανή αναζήτησης του google μας λέει ότι η λ. ο πυρόπληκτος απαντά 831 φορές, η/την πυρόπληκτη 3.220, του πυρόπληκτου 593, της πυρόπληκτης 889, τον πυρόπληκτο 1.290, οι πυρόπληκτοι 5.900, οι/τις πυρόπληκτες 10.100, των πυρόπληκτων 11.800, τους πυρόπληκτους 12.400 –και το εντυπωσιακό είναι ότι οι χρήσεις αυτές, όσο άντεξα να ψάξω, αναφέρονται όλες στις φωτιές του 2007! Τα αντίστοιχα ευρήματα για τον πυροπαθή είναι: ο/η πυροπαθής 434, του/της πυροπαθούς 73, τον/την πυροπαθή 382, οι/τους/τις πυροπαθείς 8.760,* των πυροπαθών 6.810.**

Κάτι πρέπει να μας λέει, έστω αυτό και μόνο το παράδειγμα, για την ευρωστία της γλώσσας, αφού μιλούμε με ανθρωπομορφικούς όρους, της γλώσσας που ανταποκρίνεται, ενστικτωδώς θαρρείς, στις ανάγκες των ομιλητών.

Όμως το ίδιο μας δείχνουν, θα το ξαναπώ, και τα περιθωριακότερα, λέξεις που εμφανίζονται, εξαπλώνονται ταχύτατα και έπειτα σβήνουν, ακόμα και λέξεις με αυξημένο κάποτε κοινωνικό γόητρο όπως η μπουτίκ, και ακόμα πιο παλιά η κούρσα ή η κουρσάρα, λέξεις άλλες που μας κακοκαρδίζουν, λάθη, να το πω ακόμα πιο ωμά, που όλα ωστόσο μαρτυρούν τη ζωντάνια της γλώσσας.

Μπάντα και μπάντα, πάστα και πάστες

Έπειτα από αυτές τις γενικές και χιλιοειπωμένες παρατηρήσεις, τα παραδείγματα θα μπορούσαν να είναι πλήθος μεγάλο. Τελειώνω το γιορταστικό αυτό διάλειμμα με όσες λέξεις χωρούν ακόμα στη σελίδα, λέξεις σκόρπιες, παλιές και νέες, π.χ. με τον οπερατέρ, που μοιάζει να μας εγκαταλείπει, δίνοντας τη θέση του στον πιο ανοικονόμητο πλην αγγλικό καμεραμάν, που όμως είναι απ’ την άλλη περισσότερο διάφανος, καθώς έχει σε κοινή θέα την κοινότατη κάμερα.

Το μνημόσυνο των γαλλικών ειδικά λέξεων θα μπορούσε να περιλαμβάνει το εμβληματικό (βλ. παρακάτω!) σικ, που έδωσε προς στιγμήν τη θέση του στο κλάσι (classy· κι έλεγε έτσι κάπου ο εθνικός πλαστικός χειρούργος μας πως του αρέσουν «οι γυναίκες που έχουν κλάση»!), τώρα στράφηκε εν μέρει προς το τρέντι (trendy), και πάλι βλέπουμε. Έγινε μάλιστα τόσο ξένο ή μπανάλ, που το παράγωγό του σικάτη το είδα πρόσφατα chic-άτη! Και είπα μπανάλ; ή ντεμοντέ, όπως σημείωσα εν παρόδω στην προηγούμενη επιφυλλίδα; Αυτό πια λέγεται πασέ (passé).

Από τα αγγλικά έρχεται τώρα η μπάντα (band), που αντικαθιστά όλο και πιο πολύ το συγκρότημα, που πιο παλιά εναλλασσόταν επί το ξενικότερον με το γκρουπ: έτσι, στους νεότερους ιδίως, κυριαρχεί η μπάντα, ενώ –κι αυτό έχει ενδιαφέρον– η λέξη υπήρχε ήδη ιταλόφερτη (banda) και δήλωνε, στον ίδιο μάλιστα χώρο, τον μουσικό, άλλο πράγμα: είχαμε, έχουμε ακόμα, τη στρατιωτική μπάντα, πνευστά δηλαδή και κρουστά, ή την εξαιρετική παραδοσιακή Μπάντα της Φλώρινας των Βαλκάνηδων, πλάι τώρα στις ροκ «μπάντες», π.χ. στην μπάντα Μπάντα Κοάλα του νεαρότατου και ταλαντούχου Ζακ Στεφάνου.

Και πλάι στην παλαιότατη πάστα-γλυκό τα ζυμαρικά έγιναν και αυτά πάστα (pasta), αναζητώντας τα ιταλικά μαγειρικά εύσημά τους. Και μάλιστα επηρεάζεται τώρα η πάστα-ζυμαρικό από την παλαιότερη συνώνυμή της τής ζαχαροπλαστικής, και άκουσα να ρωτάνε το γκαρσόνι: «Τι πάστες έχετε;»

Νεολογική και αμφίβολης σκοπιμότητας είναι η χρήση του επιθέτου απόλυτος: από τον απόλυτο άρχοντα, εξευτελισμό, παραλογισμό κτλ. οδηγηθήκαμε σε μια χρήση πασπαρτού: Κάλλας, η απόλυτη ντίβα· Χάνιμπαλ Λέκτερ, ο απόλυτος κακός· πρίγκιπας Γουίλλιαμ, ο νέος απόλυτος εργένης· ντομάτα, ο απόλυτος σύμμαχος της υγείας· ο απόλυτος οδηγός διασκέδασης, ο απόλυτος αθλητής, οι απόλυτοι δολοφόνοι!

Νά τη όμως, πάντα καραδοκεί η «απόλυτη γκρίνια». Γρήγορα να ξεφύγουμε και να χαιρετίσουμε την καινούρια χρονιά με δύο νεολογισμούς, που, όταν κατακάτσουν και ξεθαμπώσουν από την υπερβολή, θα αποδειχτούν, νομίζω, πολύτιμοι: ο ένας, πιο περπατημένος, είναι ο εμβληματικός: το εμβληματικό έργο, το εμβληματικό μυθιστόρημα. Και ο τολμηρότερος, ανοίκειος ακόμα, επιδραστικός ή επηρεαστικός, που μεταφράζει το influential, influent: ο πιο επιδραστικός μαύρος καλλιτέχνης· Τσόμσκι, ο επηρεαστικός διανοούμενος· Ρεμπώ, ο πιο επιδραστικός ποιητής για τη ροκ κουλτούρα.

Ώστε η γλώσσα υγιαίνει. Υγιαίνωμεν και εμείς το 2008.


* Ενδεικτικά, αυτός ο αριθμός αντιστοιχεί στο άθροισμα των τύπων: οι πυρόπληκτοι 5.900 + οι/τις πυρόπληκτες 10.100 + τους πυρόπληκτους 12.400.

** Αξίζει να σημειωθεί ότι, στις πλημμύρες που ακολούθησαν σε –ορισμένες μόνο– πυρόπληκτες περιοχές, χρησιμοποιήθηκε ο «παλαιότερος» όρος πλημμυροπαθείς, χωρίς να γίνει πλημμυρόπληκτες, ακριβώς λόγω της σχετικά περιορισμένης έκτασης της φυσικής καταστροφής, αλλά ίσως και επειδή θα υπήρχε η παρήχηση του -πλη (πλημμυρόπληκτες). Έτσι, στο google πάλι, οι πλημμυρόπληκτοι απαντούν 35 φορές, οι πλημμυρόπληκτες 78, ενώ οι πλημμυροπαθείς 1.570.

buzz it!