10/1/08

18. Με «μάτια διάπλατα κλειστά»;*

Τα Νέα, 20 Νοεμβρίου 1999

Μόνο ο πλήρης εποπτικός έλεγχος ή αντίθετα η τυφλή πίστη στον επιστημονικό λόγο μπορεί να κλονίσουν τη μοναδική ορατή σ' εμάς πραγματικότητα, ότι κινείται ο ήλιος κι όχι η γη

το πλήρες κείμενο:

Με τις δύο τελευταίες επιφυλλίδες για τον Χρ. Γιανναρά (κεφ. 16, 17) και με μία παλαιότερη για την «αιωνίως θνήσκουσα γλώσσα» (κεφ. 9) θα μπορούσε να ολοκληρώνεται ένα σχόλιο-απάντηση σε όσους κινδυνολογούν για το μέλλον της ελληνικής γλώσσας. Εκτός όμως από αυτούς, που επέλεξαν να πολιτεύονται κατ’ αυτό τον τρόπο, υπάρχουν και εκείνοι που καλόπιστα και καλοπροαίρετα ανησυχούν, ένα ευρύτερο ακροατήριο που συσπειρώνεται γύρω από τον ζοφώδη λόγο των προφητών, χωρίς να ταυτίζεται αναγκαστικά με τις γενικότερες ιδεολογικές επιλογές τους. Ολόκληρος κόσμος που την πονά τη γλώσσα και τη νοιάζεται, που πληγώνεται η ακοή του από τα μύρια όσα τερατώδη εκστομίζονται και γράφονται, και παρακολουθεί αμήχανα, ίσως, τις σχετικές διενέξεις, και τώρα δα, ετούτη τη στιγμή, προβληματίζεται και λέει: «αφού κι εσύ ομολογείς τα τέρατα, πώς τάχα δεν ανησυχείς, παρά μιλάς για κινδυνολογία των άλλων». Σ’ αυτούς νιώθω ότι χρωστώ δυο λόγια ακόμη.

Ας αφήσουμε, έστω, κατά μέρος τις επιστημονικές απόψεις ότι δεν υπάρχουν γλώσσες ανώτερες και κατώτερες, ότι δεν φτωχαίνουν οι γλώσσες, παρά αλλάζουν και εξελίσσονται, σημάδι ακριβώς πως είναι ζωντανές· η ανησυχία μας είναι μεγαλύτερη από την αόριστη βεβαιότητα που μπορεί να μας παράσχουν άγνωστοι επιστήμονες και σχολές. Γιατί τα λάθη είναι εδώ, τα ακούμε και τα διαβάζουμε.

Αν όμως δεν μπορεί η γλωσσολογία να παρηγορήσει το φόβο μας, η ιστορία θα ’πρεπε να μας διδάσκει· η ιστορία που μας δείχνει ότι υπάρχουν πάντα λάθη, στο στόμα ή στη γραφίδα ακόμα και του πλέον ειδικού, και παράλληλα μας δείχνει την κινδυνολογία να μη λείπει λεπτό από το πλάι της γλώσσας –ενώ η γλώσσα, και με τα λάθη και με τις οιμωγές, ακολουθεί σταθερά την πορεία της στους αιώνες. Και θα ’πρεπε να μας διδάσκει, έστω η δική μας ιστορία, η μικρή, η προσωπική, λίγο πιο πριν, εχτές, και σήμερα. Να δούμε, μαζί με τα λάθη που μας καταπτοούν, και τα δικά μας τα λάθη, και να δούμε και τα λάθη των σοφών, δασκάλων λόγου χάρη, που όχι μόνο διδάχτηκαν αρχαία, και σε γυμνάσιο και σε λύκειο και σε πανεπιστήμιο, παρά τα διδάσκουν κιόλας, συχνά και τα μεταφράζουν. Και να αναρωτηθούμε πότε υπήρξε, πού, και ποια γενιά, που απαρτιζόταν όλη από δεινούς ομιλητές και χειριστές του λόγου. Πάλι όμως φαντάζομαι τη δύσπιστη κίνηση του κεφαλιού. Γιατί τα λάθη είναι πάντα εδώ, και τα βλέπουμε –τα σημερινά ευκολότερα, εννοείται, από τα χτεσινά.

Δεν βλέπουμε όμως, πλάι στην κακή χρήση της γλώσσας, πλάι στα πολλά και φοβερά λάθη, δεν βλέπουμε και την καλή όψη. Παλιός κανόνας, δυστυχώς, κι αυτός. Τα καλά θεωρούνται πάντοτε δεδομένα και αυτονόητα, ή απλώς εξαιρέσεις. Και είναι όντως εξαίρεση, λ.χ., ο Ελύτης. Που βρήκε όμως και λάμπρυνε μια γλώσσα η οποία θα έπρεπε να είναι προ πολλού νεκρή –αν ήταν βάσιμοι οι φόβοι και οι προφητείες θρηνωδών παλαιών. Σκόπιμα αναφέρω τον Ελύτη, επειδή τονίζεται συχνά, σαν κύριο συστατικό της τέχνης του, η αρχαιομάθειά του, το ότι άντλησε από όλα τα κοιτάσματα της γλώσσας και αφθονούν στην ποίησή του οι αρχαίες λέξεις ή μνήμες έστω αρχαίων τρόπων, λες και την ποίηση, ή τη γλώσσα εν γένει, την κάνουν οι λέξεις. Εν πάση περιπτώσει, κι έτσι να ήταν, δεν ισχύει αυτό για τα πεζά του Ελύτη, μολονότι εξόχως ποιητικά και αυτά: θα βρούμε δηλαδή και εκεί ατόφιο τον Ελύτη, την ίδια ποίηση, μα όχι και τις ίδιες λέξεις. (Χαρακτηριστικότερη πάντως είναι εδώ η περίπτωση του Σεφέρη, του στρατευμένου, θα λέγαμε, δημοτικιστή.)

Η ουσία είναι ότι από το δείκνυμι στο δεικνύω, και τώρα στο δείχνω, η γλώσσα είναι πάντοτε εκεί, όπως κι αν τη χαρακτηρίζει την πορεία της το εκάστοτε ιερατείο –συρρίκνωση, αποπτώχευση ή μαρασμό–, είναι εκεί, έτοιμη να υποδεχτεί τον Όμηρο, όμοια με τον αλλοεθνή Ρωμανό, τον ιταλοτραφή Σολωμό, και στις μέρες μας τον Οδυσσέα Ελύτη. Μένω στις εξαιρέσεις, για να δείξω την αυτάρκεια και τη δύναμη της γλώσσας, σε κάθε φάση της, σε κάθε εποχή. Η γλώσσα είναι εκεί, να την πάρει ο ποιητής και να κάνει ποίηση, και ο ξυλοσχίστης για να κόψει ξύλα. Πέρα όμως από τον ποιητή και πέρα και από τον ξυλοσχίστη, να βλέπουμε και τους τόσους άλλους, επιφανείς και αφανείς, επαρκείς κι έπειτα δεινούς χρήστες της γλώσσας, σ’ όλους τους χώρους, εδώ δίπλα, στην εφημερίδα, και στην τηλεόραση, στο σπίτι μας μέσα, το παιδί μας ή του γείτονα το παιδί, που ούτε λίγοι ούτε εξαιρέσεις είναι, κι όμως δεν τους μετρούν όσοι θέλουν να εστιάζουν στο κακό –ή κι όσοι καλοπροαίρετα φοβούνται και αγωνιούν, γιατί είναι αλήθεια ότι το κακό, εν προκειμένω το λάθος, είναι από τη φύση του κραυγαλέο, και αιχμαλωτίζει μάτι και αφτί.

Σήμερα φτωχαίνει, λένε, και πεθαίνει η γλώσσα, επειδή αλλάζουν τα σημαινόμενα, συρρικνώνεται η σημασία των λέξεων, παγιώνονται λαθεμένες χρήσεις, χάνονται λέξεις... Κι όμως, το γνωρίζουν και αυτό καλά οι προφήτες, πως όλα αυτά συνιστούν φυσικό νόμο της εξέλιξης κάθε γλώσσας. Πάμε λίγο πίσω, μικρά παιδιά στην εκκλησία, να θυμηθούμε τα κρυφά γελάκια, κάθε που ο Κύριος θεράπευε πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν, ή μεγαλοβδομαδιάτικα, όταν ο έρμος ο παπάς μασούσε τα λόγια του Ευαγγελίου, εκεί που ο πρώτος γαμήσας ετελεύτησε... και εν γαρ τη αναστάσει ούτε γαμούσιν ούτε εκγαμίζονται. Και πώς βεβηλωνόταν στα αφτιά μας η ιερή στιγμή, τότε που ο Ιησούς λαβών άρτον, έκλασε και είπε: Τούτό εστι το σώμα μου. Δώστε τώρα σε φιλόλογο το τροπάριο της Κασσιανής, να διαβάσει τα λόγια: αμαρτιών μου τα πλήθη και κριμάτων σου αβύσσους, τις εξιχνιάσει, ψυχοσώστα Σωτήρ μου, να δείτε που θα πάρει κόκκινο να διορθώσει: «κριμάτων μου». Γιατί κρίματα είναι σήμερα οι αμαρτίες, μα η Κασσιανή μιλάει για την κρίση του Κυρίου. Και σκεφτείτε την αντίδραση των συγκαιρινών της αλλαγής αυτής. Τότε που άλλαζε η σημασία της λέξης, και παγιωνόταν η «λάθος» χρήση. Σκεφτείτε τους σοφούς που έβλεπαν το ρήμα με το οποίο δηλωνόταν το ιερό μυστήριο του γάμου να φτάνει να σημαίνει αποκλειστικά την ερωτική πράξη. Πόσα «Finis Graeciae» θα ακούγονταν και τότε! Σκεφτείτε πόσους θανάτους θα μετρούσε η γλώσσα, όταν έφτασε να παριστάνει σαν δύσοσμη πράξη του Ιησού την ύψιστη ίσα ίσα προσφορά του σώματος και του αίματός του (κλω -άω, έκλων, κλάσω, έκλασα: θραύω, τσακίζω, σπάζω, κόβω κομμάτια). Αμ η μαλακία; Δείτε τις περιπέτειες της λέξης, όπως αποτυπώνονται π.χ. στο λεξικό του Δημητράκου (παραλείπω τα παραδείγματα): «θρύψις, μαλθακότης, λεπτότης, εκθήλυνσις, χαυνότης, ανανδρία· κιναιδεία· σωματική ή ψυχική εξασθένησις, αδυναμία, ασθένεια, νόσος [εδώ ο ευαγγελικός λόγος]· αυνανισμός [εδώ σήμερα... εμείς]· διαστροφή της ορέξεως, πάθος ιδ. των εγκύων γυναικών καθ’ ό ο πάσχων επιθυμεί όξινα ή διεγερτικά εδέσματα· γαλήνη, απόλυτος ηρεμία, αταραξία της θαλάσσης, κάλμα, μπουνάτσα».

Και πόσα άλλα: οι όρνιθες, κάποτε όλα τα πουλιά, που γίναν αποκλειστικά κότες! Το νεαρόν και έπειτα νηρόν ύδωρ, δηλαδή το φρέσκο νερό, όπου το επίθετο έφτασε να δηλώνει μονάχα το νερό. Αναλογίζεστε τη διαδρομή; Σαν να γίνει ο γαλάζιος ουρανός σκέτα γαλάζιος, το επίθετο να γίνει ουσιαστικό και να δηλώνει πια τον ίδιο τον ουρανό, οπότε θα χρειάζεται άλλο επίθετο για να σημάνει τον γαλανό «γαλάζιο», ή τον συννεφιασμένο ή τον ηλιόλουστο «γαλάζιο» κ.ο.κ. Ή να φτάσει κάποτε το πηδώ να δηλώνει αποκλειστικά την ερωτική πράξη. Και να χαθεί η αρχική και κύρια σημασία του, και να μένουν εμβρόντητοι οι απόγονοί μας, πως είχαμε και ειδικό αγώνισμα στο στίβο. Όπως έχασε, για τους αγγλόφωνους, η λέξη gay τη σημασία «χαρούμενος»: κανένας δεν θα πει πλέον ότι η οικογενειακή γιορτή τους ήταν γκέι, χωρίς να ελεεινολογήσουν οι άλλοι την οικογένειά του.

Ώστε κι η αγγλική, η γλώσσα κοσμοκράτειρα, που καταβροχθίζει γλώσσες τρεις στην καθισιά της, αυτή που απειλεί να φάει και τη δική μας; Ναι, κι η αγγλική. Κι εκεί αλλαγή σημαινομένων, κι εκεί εξαφάνιση λέξεων, κι εκεί δανεισμός λέξεων (για να μην πούμε για το franglais των Γάλλων), κι εκεί έρευνες που δείχνουν την αμάθεια των γυμνασιοπαίδων αλλά και των καθηγητών τους. Που δεν τους έφταιξαν τ’ αρχαία, ούτε κανένα μονοτονικό, ούτε και απειλούνται αυτοί απ’ την ανίερη Δύση.

Φαίνεται πως η δύναμη των αυτονοήτων είναι τεράστια και ακαταμάχητη. Σκέφτομαι το γνωστό, πως μόνο ο πλήρης εποπτικός έλεγχος ή η τυφλή πίστη στον επιστημονικό λόγο μπορεί να κλονίσουν τη μοναδική ορατή σ’ εμάς πραγματικότητα, ότι ο ήλιος κινείται κι όχι η γη. Είναι εντέλει θέμα βούλησης να δούμε καταρχήν και τις δύο όψεις, την καλή και την κακή, της γλωσσικής πραγματικότητας, αν υποθέσουμε ότι ισχύει τέτοιος διαχωρισμός· κι έπειτα είναι θέμα οπτικής, αν όχι ιδεολογίας και τακτικής, να πούμε το ποτήρι μισοάδειο ή μισογεμάτο. Που κι αν ακόμα ήταν μισό, ούτε πανικός ούτε και εφησυχασμός. Όμως, όπως είδαμε, το νερό είναι πάντα εκεί, μέσα από όποια διαδρομή, ζείδωρο χτες, σήμερα ζωογόνο, μα πάντα νερό. Δώρο ζωής.


* Σύμφωνα με τον παραδοξολόγο τίτλο της τελευταίας κινηματογραφικής ταινίας του Στάνλεϋ Κιούμπρικ Eyes wide shut (που όμως μεταφράστηκε στα ελληνικά: «Μάτια ερμητικά κλειστά»).

buzz it!