Κι όμως, έσταξε…
Τα Νέα, 3 Σεπτεμβρίου 2005
ΑχαρνΗΣ ή ΑχαρνΕΙΣ, ακόμα ακόμα και «Αχαρνύς» ή «Αχαρνοίς» κτλ., θα είναι πάντα, δίχως την παραμικρή αμφιβολία, οι κάτοικοι των Αχαρνών και όχι της Κορίνθου ή των Μεγάρων, όμως η ιδεολογία θα είναι πάντα διαφορετική –δίχως την παραμικρή αλίμονο αμφιβολία
Ο Δημήτρης Πιατάς Μεγαρίτης στους Αχαρνείς του Εθνικού (καλοκαίρι 2005)
το πλήρες κείμενο:
Αρχή ινδίκτου, όπως λέει το ημερολόγιο, άρα καλή χρονιά, έστω καλό Σεπτέμβρη, για να μην πούμε καλό φθινόπωρο, και πολύ περισσότερο καλό χειμώνα –αυτήν τη σχεδόν σαδιστική ευχή, κι από Ιούλιο ακόμα, αν κανείς τελειώνει τότε τις διακοπές του.
Ενόψει λοιπόν της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς, να τελειώνω με κάτι ρέστα, άλλα από το καλοκαίρι, άλλα από πιο πριν ακόμα.
1. Η ουρά του γαϊδάρου
Δύο Αχαρνείς είχαμε το καλοκαίρι αυτό. Πλάι στους παλιούς, ήδη τριαντάχρονους, της εμπνευσμένης διασκευής του Σαββόπουλου, είχαμε και αρτιγέννητους, σε νέα μετάφραση, του Παντελή Μπουκάλα, και με σκηνοθεσία του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Δεν θα μιλήσω φυσικά για την παράσταση, πολύ περισσότερο που οι δύο τελευταίοι είναι φίλοι μου (μπορώ όμως, έτσι λαθραία, σε παρένθεση, να πω μια λέξη μόνο για τη δουλειά δύο άλλων, που δεν είναι φίλοι μου; λέω για το χορό της Αγγελικής Στελλάτου και τα κουστούμια του Άγγελου Μέντη, από τις λαμπρότερες δουλειές που έχω δει!)· θα σταθώ σε μια παρωνυχίδα, κάτι μάλλον που θα έπρεπε να είναι παρωνυχίδα, το κάναν όμως κι αυτό σήμα, σημαία ολόκληρη –και με σταυρό στο κοντάρι!
Ποιο είναι αυτό; Ένα τοσοδά -η, το γράμμα ήτα στην κατάληξη του τίτλου, ήττα εντέλει, με δύο -τ, της στοιχειώδους λογικής, που βουλιάζει στα βαθιά της γλωσσικής ιδεοληψίας.
Αρχές καλοκαιριού λοιπόν, στη συνέντευξη για το φεστιβάλ του Κέντρου Δελφών, όπου θα παρουσιάζονταν και οι δύο Αχαρνείς, βρήκε να παρατηρήσει από μικροφώνου η πρόεδρος του ΔΣ του Κέντρου, κοτζάμ Γλύκατζη-Αρβελέρ, και ακριβώς ως πρόεδρος, άρα εξουσία, βρήκε λοιπόν να παρατηρήσει ότι «ο κ. Σαββόπουλος έχει -η στον τίτλο, ενώ ο κ. Θεοδωρόπουλος -ει». Δεν πρόλαβε καλά καλά να πει κάτι ο κ. Θεοδωρόπουλος, λόγου χάρη ότι το έργο παίζεται σε μετάφραση και όχι στα αρχαία, και η εν λόγω είπε «καλά καλά, θα τα πούμε στο Διοικητικό Συμβούλιο», εννοούσε του Εθνικού, που παραγωγή του ήταν οι ορθογραφικά «αμαρτωλοί» Αχαρνείς και στου οποίου το ΔΣ προεδρεύει η αυτή εξουσία.
Σκάνδαλο δηλαδή, σκανδαλάκι εκ του μη όντος, και από κει και έπειτα οι Αχαρνείς αφέθηκαν, όπως πάντα, όπως τα πάντα, στον ζήλο των δημοσιογράφων και κυρίως των διορθωτών. Που συχνότερα, και -ει να το δουν, θα διορθώσουν αυτομάτως τον «βαρβαρισμό» και θα παλινορθώσουν το σήμα, το Ήτα.
Όσο πιο απλή είναι η λογική που απαιτείται για το θέμα αυτό τόσο α-νόητο βρίσκω τον ζήλο που είπα, το μένος που γεννάται με αφορμή ένα στοιχειώδες ορθογραφικό θέμα.
Μα νά που τίποτα ορθογραφικό δεν είναι απλό, όπως άλλωστε καθετί που σχετίζεται, κατά τον χαλαρότερο έστω τρόπο, με τη γλωσσική, έστω, ιδεολογία μας.
Αλλιώς, νιώθω προσωπικά ηλίθιος να πρέπει να επιχειρηματολογήσω ότι -η βεβαίως, Αχαρνής, όταν το έργο τυπώνεται ή παίζεται στο πρωτότυπο, και -ει, Αχαρνείς, στα νέα ελληνικά. Αλλιώς, γιατί π.χ. το ίδιο Εθνικό διαφήμιζε την άλλη του φετινή παραγωγή, τις Βάκχες, έτσι ακριβώς: Βάκχες, και όχι Βάκχαι, οπότε και θα λέγαμε τι; Ότι το Εθνικό ανεβάζει τις Βάκχας; ή τας Βάκχας; Έχω όμως πρόσφατα δει, σε εφημερίδα, την ακόλουθη λεζάντα: «Αι “Εκκλησιάζουσαι” του Αριστοφάνη που παρουσίασε το 1956 το Εθνικό Θέατρο σε σκηνοθεσία…» κτλ. Ιδού λοιπόν, αφού ΕκκλησιάζουσΑΙ, τότε μοιραία και άρθρο «αι»!
Για ν’ αποφύγουμε αυτό το γλωσσικό άτοπο, δεν χρειάζεται δα καμιά μετάφραση και αλλαγή του τίτλου. Οι τίτλοι έργων, ως γνωστόν, εύλογα αντιστέκονται σε προσαρμογή και σε μετάφραση, όπως και οι ονομασίες οδών (οδός Ερμού) κττ., αλλά είναι επιτέλους άλλο πράγμα, άλλο μέγεθος η μετάφραση, έργο έτσι κι αλλιώς ακανθώδες, και άλλο η στοιχειώδης προσαρμογή, είτε ορθογραφική (Αχαρνής/Αχαρνείς) είτε μορφολογική (Βάκχαι/Βάκχες).
Αλλ’ ιδού περισπούδαστο σχόλιο «διακεκριμένης» δημοσιογράφου σε απογευματινή εφημερίδα, που ολοφυρόταν για «αλλαγές [!] που παραπέμπουν σε χοντροκομμένες φάρσες», αφού «άλλαξαν», γιά φαντάσου, «τον τίτλο του έργου [...] λόγω δημοτικής γλώσσας», «επειδή έτσι τους ήρθε»! Και έκανε και επίδειξη πνεύματος: «Προφανώς ακολουθούν Ο Τύραννος Οιδίποδας, Οι Επτά στις Θήβες, Τα πουλιά…» κτλ. Την απάντησή της την πήρε, πληρωμένη, από τον Βασίλη Αγγελικόπουλο στην Καθημερινή της 24/7: «Έχει περάσει ένας αιώνας από την εποχή που οι πολέμιοι της ζωντανής ελληνικής γλώσσας επικαλούνταν επιχειρήματα του στιλ “αυτοί την Ηλέκτρα θα τη λένε Κεχριμπάρα”… Κι εκείνοι τουλάχιστον ήξεραν γράμματα. Ήξεραν λ.χ. ότι επί Θήβας δεν θα πει “στις Θήβες” αλλά “εναντίον των Θηβών”…» Ήξεραν επίσης, συμπληρώνω εγώ, ότι τύραννος δεν ήταν πάντα μόνο αυτός που μας τυραννάει, ο δικτάτορας π.χ., αλλά και ο βασιλιάς· και αυτή την έννοια έχει στη συγκεκριμένη τραγωδία, όταν ο Κρέων μιλάει για τον τύραννον Οιδίπουν, στο στίχο 514, που έδωσε, φαίνεται, τη λέξη τύραννος στον τίτλο.
Κι αυτό θα είναι το δεύτερο θέμα μου σήμερα, κάποια ρέστα από τα περί αρχαίων, με αφορμή την επαυξημένη διδασκαλία τους, που αρχίζει τώρα, με τη νέα σχολική χρονιά. Προηγουμένως να κλείσω το μέγα περί Ήτα θέμα (Αχαρνής/Αχαρνείς), με αυτό που δεν θα κουραστώ να επαναλαμβάνω: η επιμονή σ’ αυτό το μικρούτσικο -η εδώ, μαζί με τα άλλα, επίσης μικρούτσικα, το -ούς της γενικής για τη Σαπφώ αλλά και για τη Γωγώ, τα «συνεπήγετο» και διάφορα άλλα σχετικά, η επιμονή λοιπόν αυτή, έτσι όπως εμπρόθετα και δυναμικά αρνείται την αλλαγή που έχει ήδη επέλθει μέσα στους αιώνες, αρνείται απλούστατα τον δυναμισμό της γλώσσας, αυτόν που την κρατάει ζωντανή (μία και ενιαία δεν τη λένε;), ικανή να προχωράει ενσωματώνοντας ακόμα και λάθη, απλοποιώντας, συμμορφώνοντας, υπακούοντας εν πάση περιπτώσει στη δική της λογική και όχι στην εμβρίθεια τη δική μας. Η άρνηση βασικών χαρακτηριστικών και μηχανισμών της γλώσσας συνιστά εξ ορισμού άρνηση της εξέλιξης, άρα άρνηση της ίδιας της γλώσσας (μία και ενιαία, δεν τη λένε;). Και αυτή η έμμεση έστω άρνηση της γλώσσας μέσω της άμεσης υποτίμησης της σημερινής γλώσσας (αφού μία και ενιαία· ή μήπως τότε όχι;), αυτή κι αν είναι γλωσσοκτόνα στάση και πολιτική.
2. Ο τύραννος της λογικής
Ούτε παραγγελία να τον είχα τον τύραννο, που άλλο, ή πάντως και άλλο, σήμαινε, όπως είπα, στα αρχαία, κάτι που δεν μας αφήνει να το υποψιαστούμε η κοινότατη σήμερα λέξη-έννοια, έτσι απλή, εύληπτη και ομαλή που μοιάζει. Και να ’ταν η μόνη! Ο των θεών τύραννος, λοιπόν, ο Δίας, στον αισχύλειο Προμηθέα, είναι ο κύριος των θεών, κι όχι επειδή κρατάει τάχα κάνα βούρδουλα και τους βαράει. Και ο Οιδίποδας επίσης, βασιλιάς.
Αν αυτό δεν το ξέρει μια δημοσιογράφος, με μαχητικές μάλιστα γλωσσικές απόψεις, και δεν το ξέρει, στοιχηματίζω, η μέγιστη πλειονότητα όλων ημών (εύλογα πάντως, υποστηρίζω εγώ), πώς και γιατί και για ποιο λόγο ή με ποιο τίμημα θα το μάθει ένα παιδί στο σχολείο; Πολλά τα ερωτήματα, αλλά στην ουσία ένα. Και σχετίζεται με τη δυνατότητα να μάθει ένα παιδί της σχολικής ηλικίας –πριν ακόμα καλλιεργήσει τη γλώσσα του, τη γλώσσα τη σημερινή– όχι απλώς καινούριες λέξεις, όπως μαθαίνει κάλλιστα όταν διδάσκεται και μία και δύο ή και περισσότερες ξένες γλώσσες, αλλά καινούριες πλην αδρανείς, νεκρές, άχρηστες δηλαδή, σημασίες γνωστών του ήδη λέξεων.
Είχα μιλήσει με παραδείγματα από το βιβλίο των αρχαίων για την Α΄ γυμνασίου, τον λογά, που ο μαθητής καλείται να τον μάθει και σαν επίλεκτο, ή τον χρήστη σαν δανειστή (ή και δανειζόμενο) κ.ά. Επανέρχομαι, γιατί έμμεσα το θέλησε φιλόλογος, με βιαίως επικριτική επιστολή του προς την εφημερίδα, για να με αντικρούσει. Ευχαρίστως θα διαθέσω τη μισή σχεδόν επιφυλλίδα μου στη δημοσίευση ολόκληρης της επιστολής του, τώρα που αρχίζουν τα σχολεία και θα είναι πάλι επίκαιρο το θέμα των αρχαίων, και αφού έτσι κι αλλιώς πάντα επίκαιρο είναι το θέμα ποιοι και πώς διδάσκουν τα παιδιά μας.
Την επόμενη φορά.