21/1/08

12. Το αύταρκες ή το αυτάρκες;

Τα Νέα, 28 Αυγούστου 1999

Με τις τελευταίες επιφυλλίδες μου για τα λάθη από άγνοια και τα λάθη από εκζήτηση στενοχώρησα καλούς φίλους και συναδέλφους: μήπως, αντί για το όλους όσοι, προτείνω το λάθος «όλους όσους», αφού δεν με ξενίζει η επικράτησή του· γιατί προσπερνώ το θέμα των δικατάληκτων επιθέτων, που όλο ακούμε: «η διεθνή κατάσταση», «του διεθνή παίκτη»· γιατί δεν γράφω για την «πορτοκαλί γραμμή» και την «ασημί μερσεντές».

διαβάστε τη συνέχεια...

Ας καθυστερήσουμε εδώ, μια και το θέμα δεν είναι απλό. Και πρώτα, γενικά: τα λάθη, όπου τα βλέπουμε, φυσικά και τα διορθώνουμε: άλλο αυτό και άλλο η αίσθηση ότι ορισμένα θα επικρατήσουν. Και πιο ειδικά, στα συγκεκριμένα παραδείγματα: «σ’ όλους όσους παρακολουθούν τα Επιδαύρια» διάβασα πρόσφατα, εδώ στην εφημερίδα, με την υπογραφή γνωστού και οπωσδήποτε δεινού φιλολόγου. Σίγουρα το γνωρίζει ο φιλόλογος, ότι το «όσους» έπρεπε να είναι «όσοι», επειδή είναι υποκείμενο στην αναφορική πρόταση· αλλά ο νόμος της έλξης είναι ακριβώς νόμος, και μάλιστα ισχυρός, και νικά κατά κράτος τη γνώση. Λέμε:

Ευχαριστούμε όσους μας βοήθησαν· ή:
Ευχαριστούμε όλους αυτούς που μας βοήθησαν· σχεδόν φυσικά ακολουθεί το:
Ευχαριστούμε «όλους όσους» μας βοήθησαν.

Αυτός είναι ο αυτοματισμός της γλώσσας, που δεν μπορεί να υπακούσει σε νοητική αναλυτική επεξεργασία, να αναχθεί δηλαδή αυτομάτως στην πρόταση: «Ευχαριστούμε όλους εκείνους οι οποίοι μας βοήθησαν», ώστε να βρει το υποκείμενο! Έτσι, το σωστό, το όλους όσοι, μοιάζει εντέλει λάθος. (Ενώ υπάρχουν και τα χειρότερα: «Με τη βοήθεια όλων όσοι εργάζονται εδώ...» ή «Με τη βοήθεια όλων όσα έμαθα για το θέμα μας…» κ.ο.κ. Ποιος θα τα πει αυτά ή ποιος θα τα ακούσει και δεν θα νομίσει πως είναι λάθη;)

Η κακοποίηση των δικατάληκτων επιθέτων (ο/η διεθνής, το διεθνές) είναι τυπικότερη ένδειξη άγνοιας, συγγνωστής ώς ένα βαθμό, αν σκεφτούμε πόσο δύστροπα παραμένουν τα αρχαιόμορφα επίθετα. (Προτεινόμενο τεστ: ρωτήστε, όχι τον κόσμο στο δρόμο αλλά αυτούς που αιφνιδιάζουν τον κόσμο στο δρόμο με το μικρόφωνο στο χέρι, να σας πουν λ.χ. το ουδέτερο τού αυτάρκης.) Εδώ δύσκολα φαντάζεται κανείς να επικρατεί η ονομαστική του θηλυκού σε -η, μοιάζει όμως βέβαιο ότι η γενική «του διεθνή παίκτη» θα διεκδικήσει τουλάχιστον κοινούς τίτλους με τη γενική σε -ούς: έτσι το ακούμε κατά κόρον από αθλητικούς παράγοντες –και έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό, καθώς στον αθλητικό χώρο ευδοκιμούν από την άλλη οι καθαρεύοντες τύποι (οι ποδοσφαιρισταί, τους διαιτητάς, του Ηρακλέους και του Άρεως). Κανένα όμως παράδοξο: όταν λέμε, σε θέση ουσιαστικού, ο συγγενής - του συγγενή, ο ευγενής - του ευγενή, δύσκολα θα διατηρηθεί η γενική σε -ούς των επιθέτων.

Και η «ασημί μερσεντές», που κάνει καλή φίλη και εκλεκτή συνάδελφο να αλλοφρονεί: προτού αστειευτούμε ότι ο κάτοχός της δεν θα την αγόραζε καν, αν ήταν ασημιά (κοινωνικές ανάγκες δεν εκφράζει η γλώσσα;), πρέπει να δούμε την έντονη παρουσία της λέξης «χρώμα», που βαραίνει σε όλα τα γένη: το «ασημί χρώμα» μοιάζει να ρυθμίζει και το αρσενικό «ο ασημί χαρτοφύλακας» και το θηλυκό «η ασημί μερσεντές».* Δηλαδή: «χαρτοφύλακας [χρώματος] ασημί», όπως ακριβώς ακούμε να ψωνίζουν «μια μπλούζα σε πορτοκαλί». Άλλωστε η κυριαρχία του ουδετέρου είναι γενικότερη, καθώς με την κατάληξη -ί προσδιορίζουμε και χρώματα που δηλώνονται με την παραπομπή στην πηγή-πρότυπο: λαχανί, καναρινί, παπαγαλί, λεμονί, χωρίς να σχηματίζονται απαραιτήτως και τα άλλα γένη, π.χ. «ο λαχανής τοίχος», «η παπαγαλιά φούστα»!

Γενικότερα, τα περισσότερα επίθετα σε -ής που σημαίνουν χρώμα είναι δύσκολα ανεκτά στο θηλυκό κυρίως γένος (η κανελιά; η ζαχαριά; η μελιά; η ουρανιά φούστα; άσε πια η λεμονιά, που αντί για χρώμα θα θυμίζει δέντρο!). Αλλά και το γεγονός ότι πολλά χρώματα είναι ξενικά και άκλιτα (μπλε, ροζ, μοβ, μπεζ) συντελεί ίσως να μείνουν άκλιτα και τα επίθετα αυτής της κατηγορίας.

Τι κάνουμε λοιπόν; Οπωσδήποτε διορθώνουμε, όπως είπαμε. Αλλά περιμένουμε. Η γλώσσα η ίδια θα αποφασίσει· δεν μπορούμε εμείς να εκβιάσουμε προς καμία κατεύθυνση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τη θέση του τόνου στα προπαροξύτονα: «του στάδιου» και «του πανεπιστήμιου», που ακούγαμε ολοένα στη μεταδικτατορική εποχή και ανατριχιάζαμε. Υποχώρησαν όμως οι τύποι αυτοί, όπως είδαμε, μαζί με τον «Ιούλη» και τις «3 Σεπτέμβρη». Κι όμως, μέσα από δρόμο διαφορετικό και με διαδικασία άλλη, διόλου ελεγχόμενη από εμάς ή από κάποια μόδα όπως των μεταδικτατορικών χρόνων, ο σταθερός τόνος, που δεν κατεβαίνει στη γενική πτώση, κερδίζει έδαφος και πιθανότατα θα επικρατήσει.

Πάω λίγο πριν, με μια προσωπική ιστορία: έτος 1971, στα γραφεία της εγκυκλοπαίδειας «Ελλάς-Μπριτάνικα» που δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά που θα γραφόταν στη δημοτική, μέσα στη δικτατορία, όπως ανέφερα παλαιότερα. «Δημοτική χωρίς ακρότητες», κατά το κοινό αίτημα, οι κανόνες της ετοιμάζονται, και το θέμα είναι στην ημερήσια διάταξη. Σε μόνιμο πηγαδάκι με τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο (που έφυγε πολύ νωρίς), τον Πέτρο Μανταίο και τον Θανάση Καρτερό συζητούμε πως όλοι έχουμε περάσει κάποιο στάδιο μαλλιαρισμού. «Του Σπύρου Θεοδωρόπουλου» μας εξομολογήθηκε πως έγραφε έξω απ’ τα τετράδιά του στο σχολείο ο Σπύρος, και ακόμα κι ο δημοτικιστής πατέρας του τον μάλωσε: «Ε όχι και “Θεοδωρόπουλου” –Θεοδωροπούλου!» Και συμφωνήσαμε όλοι. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από το τέλος της δικτατορίας, και το έως τότε αυτονόητο έμοιαζε πλέον ανήκουστο. Δοκιμάστε, ιδίως τώρα πια, να πείτε «του Θεοδωροπούλου», ή «του Παπαδοπούλου», χωρίς να αναφέρεστε στα μπισκότα. Μένει αμετακίνητος λοιπόν ο τόνος στα κύρια ονόματα: του Αντωνόπουλου και του Αλέξανδρου· κατόπιν στα επίθετα: του άρρωστου παιδιού (αλλά το δωμάτιο του αρρώστου) –πλάι στα σύνθετα ή στα νεότερα πολυσύλλαβα ουσιαστικά, όπου παρέμενε σταθερός: του αντίλαλου, του παραπόταμου, του ανήφορου. Πόσο θα αντέξουν τα ουσιαστικά: του ανθρώπου, του αγγέλου;

Δύο στοιχεία υπόκεινται εδώ και εξηγούν το φαινόμενο, μικρά μυστικά που δεν είναι ίσως ευρύτερα γνωστά έξω από το ιερατείο των σοφών: ο νόμος της τρισυλλαβίας και ένα γενικότερο θέμα με τη γενική πτώση. Αναλυτικότερα, στο επόμενο.


* Βλ. στον Ελύτη: θύσανοι του ασημί (Ποίηση, Αθήνα 2002, σ. 581), όπου βέβαια αν είχε γραφτεί «θύσανοι του ασημιού» θα έμοιαζε με γενική του ουσιαστικού ασήμι και όχι του επιθέτου που δηλώνει το χρώμα! Αλλά βλ. και η λαμαρίνα η ασημιά (σ. 599).

buzz it!