5/1/08

19. «Μοι αρέσκει και μοι απαρέσκει»

Τα Νέα, 4 Δεκεμβρίου 1999

Τα ρωσικά στρατεύματα βομβαρδίζουν μια ιταλική πόλη. Η κόρη του συνταγματάρχη, μαρκησία, χήρα με δυο παιδιά, τρέχει για να σωθεί μα πέφτει στα χέρια ρώσων στρατιωτών, που ετοιμάζονται να την κακοποιήσουν. Τη σώζει ένας αξιωματικός τους, κι εκείνη περιμένει την ευκαιρία να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη της. Σύντομα όμως ένας αγγελιοφόρος φέρνει τη θλιβερή είδηση: «Είδον τον κόμητα βαλλόμενον εις το στήθος και κομιζόμενον εις το πλησιέστερον χωρίον, ένθα εξέπνευσεν ενώ επεχείρουν να τον ανορθώσουν». Η μαρκησία μένει απαρηγόρητη, ώσπου εμφανίζεται λίγον καιρό μετά ο κόμης ολοζώντανος. Εξηγεί στην κατάπληκτη οικογένεια πώς σώθηκε απ’ τον τάφο, και ζητάει από τη μαρκησία να τον παντρευτεί, αφού αυτήν είχε συνέχεια στη σκέψη του: «Ενώ ησθένουν, η κ. Μαρκησία εκάθητο διαρκώς πλησίον της κλίνης μου. Πυρέσσων, ουδέποτε έπαυσα συγχέων αυτήν μετά κύκνου, [...] όντινα, παιδίον ων, είδον εις τα κτήματα του θείου μου». Και ο πατέρας ρωτάει λίγο αργότερα τη δισταχτική κόρη του: «Αρέσκει αυτός εις εσένα;» Την απάντηση, ω αναγνώστα, τη γνωρίζεις: τη διάβασες ήδη στον τίτλο, μα δεν το πίστευες! Ναι, λοιπόν, έτσι απάντησε η μαρκησία: «Μοι αρέσκει και μοι απαρέσκει».

διαβάστε τη συνέχεια...

Δεν πρόκειται για ρομάντζο του περασμένου αιώνα, δημοσιευμένο σε λαϊκό έντυπο, εποχή Κόντου-Μιστριώτη. Έτσι έχει αποδοθεί το σενάριο ταινίας που προβλήθηκε στην τηλεόραση (ΕΤ 3) τον φετινό Σεπτέμβριο, έτος δηλαδή 1999. Είναι η Μαρκησία του Ο..., του Ερίκ Ρομέρ, που βασίζεται στη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ. Δύο μείζονες δημιουργοί, ο Κλάιστ και ο Ρομέρ, στο έλεος της γλωσσικής ακρισίας μας. Και δύο εξαιρετικοί ηθοποιοί, η Έντιθ Κλέβερ και ο Μπρούνο Γκαντς, ν’ ανοίγουν το στόμα τους και να εκτοξεύουν όντινα και ήντινα, και άχρις και πεφιλημένη.

Ψιλά γράμματα εδώ, μα πρέπει, επιγραμματικά έστω, να τα πούμε: ότι ακόμα και αν λείπει το γλωσσικό αίσθημα, ή η γνώση, οπότε ισοπεδώνονται διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες και συγχέονται τα γλωσσικά επίπεδα (γιατί τότε εις τα κτήματα και όχι εν τοις κτήμασι, ή τι λογής υβρίδιο είναι το πολύ καλώς κ.ά.), ακόμα και τότε, θα έπρεπε να υπάρχει η αίσθηση του μέτρου: πως πρόκειται για υπότιτλους σε κινηματογραφική ταινία, και μάλιστα στην τηλεόραση, και όχι για εργαστηριακή σπουδή, που επιχειρεί τάχα να αποδώσει τα παλαιότερα (μόλις του περασμένου αιώνα!) γερμανικά του Κλάιστ, με βάση την αδιέξοδη μεταφραστική άποψη ότι οφείλουμε να αποδίδουμε τις ιστορικές γλωσσικές αντιστοιχίες του πρωτότυπου κειμένου –όπου θα έπρεπε λοιπόν να μεταφράζουμε Βιργίλιο ή Οράτιο σε αρχαία ελληνικά (και από κει, ξανά, στα νέα)!*

Όντως ακραίο το παράδειγμά μας, αλλά όχι και μεμονωμένο κρούσμα. Έχει ωστόσο ειδική σημασία, αν συμφωνούμε ότι, αυτό το συγκεκριμένο, που θα ήταν σχεδόν αυτονόητο στις αρχές λ.χ. του αιώνα, δυο-τρεις δεκαετίες πριν θα ήταν παντελώς αδιανόητο. Αναφέρομαι στα χρόνια της δικτατορίας, και περισσότερο στη μεταδικτατορική εποχή, όταν η καθαρεύουσα είχε δεχτεί πλέον τη χαριστική βολή, ακριβώς από το καθεστώς των συνταγματαρχών, που τη γελοιοποίησε εντέλει με την άμετρη και άτοπη χρήση της.

Πέρασαν όμως τα χρόνια, και λίγο λίγο, από τον Νέο Γλωσσικό και εξής, η νοσταλγία για τα τριτόκλιτα σε -ις, τα απαρέμφατα και τις μετοχές, ντυμένη συχνά την αντίσταση στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ και στον θνησιγενή μαλλιαρισμό των πρώτων μεταπολιτευτικών χρόνων, αναδείχτηκε σε σήμα κοινωνικού καθωσπρεπισμού. Η αντίδραση λ.χ. στην τάση για κατάργηση του τελικού -ν στα άρθρα, μαζί με τη νωθρότητα ή τη γνωστή πείσμονα άρνηση να μάθουμε έναν απλό κανόνα, ήταν να το επαναφέρουμε παντού, όχι μόνο στο αρσενικό (τον δρόμο –χρήσιμο εδώ και συχνά απαραίτητο), αλλά και σ’ όλα τα θηλυκά αδιακρίτως (την μανία). Ξεθάφτηκε ακόμα και το καταληκτικό -ν των ουδετέρων. Εντελώς πρόσφατη είναι η επιγραφή που καμαρώνει στην πρόσοψη του Αγίου Σάββα: ΕλληνικόΝ ΑντικαρκινικόΝ ΙνστιτούτοΝ. Είχε προηγηθεί ένα καινούριο θέατρο, το ΘησείοΝ του Μιχαήλ (κι όχι βεβαίως Μιχάλη!) Μαρμαρινού. Σιγά, θα πείτε, για ένα παραπανίσιο -ν... Όπως μπήκε, έτσι και θα φύγει, το όντως περιττό. Ή σιγά που το θέμα είναι μονάχα το -ν, όταν ανοίγει κατάστημα με την ονομασία Ζωοφιλείον: Πληθαίνουν όμως και τα επεσκέφθη και η οικία. Και το ως, όπως ξανάγραψα, που αντικατέστησε παντού το σαν. Ακόμα και στην έκφραση σαν να... Τώρα όλο ως να ή ωσάν αν (!) ή ωσεί να (!) και πλήθος άλλα, συχνά, απλώς-απλούστατα, αγράμματα. Κι ο άλλος που δηλώνει συνεχώς από το Τρίτο Πρόγραμμα, που μπήκε καθυστερημένα στον ιερό αγώνα, ότι «αυτή την Κυριακή θα αναγνώσει» ο τάδε· ή κάπου αλίευσε τη λέξη αείποτε, δεν άνοιξε βεβαίως λεξικό, και ιδού: «θα ακούσετε ηχογραφημένες συναυλίες του αείποτε ΕΙΡ» (κι ενώ, απ’ την άλλη, τις συναυλίες τις λέει συχνά κοντσέρτα!). Σίγουρα, δεν θα σταθεί σ’ αυτά η γλώσσα, και ούτε θα τα συζητούσαμε αν ήταν μοναχά λάθη (όσα απ’ αυτά είναι όντως λάθη), λάθη από άγνοια. Πιστεύω όμως ότι η αλόγιστη χρήση λόγιων λέξεων συχνά στις μέρες μας μαρτυρεί ουσιαστικά έλλειψη γλωσσικού αισθήματος, που μας ταΐζει εντέλει νόθους τύπους και σολοικισμούς. Διότι, καλά, όλα πατρίδα μας, κι αυτά κι εκείνα, όλες οι λέξεις δηλαδή· αρκεί να έχουμε την αίσθηση τού πού, του πότε και του πώς.

Το βασικό ερώτημα είναι αν πρόκειται για συγκροτημένη τάση ή για μεμονωμένες νοσταλγικές χειρονομίες. Έτσι κι αλλιώς θα συνεχίσουμε. Ώς τότε, «πρέπει να παρηγορηθώ εάν δεν επιθυμώ να απολεσθώ», όπως λέει κάποια στιγμή ο κόμης ή η μαρκησία, δεν θυμάμαι πια, της ιστορίας με την οποία αρχίσαμε.


* Κι έπειτα, πόσο παλαιά είναι η γλώσσα του Κλάιστ; Σίγουρα δεν μας λένε κάτι τέτοιο οι άλλες μεταφράσεις έργων του στα ελληνικά: έχω υπόψη μου τις δύο απαράμιλλες, όπως πάντα, της Τζένης Μαστοράκη, τη Σπασμένη στάμνα (Αθήνα 1982) και τις Μαριονέτες (Αθήνα 1982), αλλά και του Θοδωρή Δασκαρόλη, τις 4 νουβέλες (όπου μάλιστα δημοσιεύεται και Η μαρκησία του Ο..., Αθήνα 1985).

buzz it!