8/2/07

100. Αποχαιρετισμός στα όπλα (Α΄)

Τα Νέα, 18 Ιανουαρίου 2003

Με δείγματα προκλητικά εξεζητημένου λόγου τέλειωνα την προηγούμενη επιφυλλίδα, σημειώνοντας πως, αν υπάρχει εντέλει κάποιος κίνδυνος για τη γλώσσα, προέρχεται από τη γλωσσοκτόνα και ψυχοφθόρα στάση αυτών των απαξιωτών της γλώσσας.

Και ποιοι οι απαξιωτές της γλώσσας; Αν εξαιρέσουμε τους συνειδητούς πολέμιους της νεοελληνικής από καθαρά ακροδεξιές θέσεις, που ελάχιστη ευτυχώς απήχηση έχουν σε ευρύτερα στρώματα, είδαμε δύο κυρίως τάσεις, δύο διαφορετικές καταγωγικά τάσεις, που απαξιώνουν η μία άμεσα, ρητά, και η άλλη έμμεσα τη σημερινή γλώσσα: Είναι η παραδοσιακότερη τάση, απόηχος της συντηρητικής δεξιάς, μια τάση που εκφράζει την περιφρόνησή της για τη νεοελληνική ταυτότητα και τη νεοελληνική γλώσσα, με τα διάφορα «Ελλαδέξ» και τα «Ελλαδιστάν», και διακηρύσσει σε όλους τους τόνους την «έκπτωση» ή το θάνατο της γλώσσας, ακόμα και με απροκάλυπτα ψεύδη για κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στα σχολεία ή μιλώντας για κάποια μη κατονομαζόμενα «εγκλήματα κατά της γλώσσας». Και είναι και η νεότερη, η αριστερογενής τάση, που βιώνει η ίδια την «έκπτωση» της γλώσσας, εν ολίγοις μοιάζει να μη δέχεται τη γλώσσα τη σημερινή και στρέφεται επιδεικτικά στην καθαρεύουσα και την αρχαία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Το φαινομενικά παράδοξο είναι ότι η πρώτη τάση έχει κατά κανόνα δημοτικιστικές περγαμηνές, δεν τάσσεται –τουλάχιστον ρητά– υπέρ της καθαρεύουσας, και πάντως τη δυσφορία της για την «κατάντια» ή την «ανεπάρκεια» της νεοελληνικής γλώσσας την εκφράζει μέσα από τυπικά αψεγάδιαστη και κάποτε λαμπρή νεοελληνική γλώσσα! Αντίθετα, η δεύτερη, η εξ ορισμού προοδευτικότερη τάση, εκφράζει σχεδόν ρητά τη δυσφορία της για τα δημοτικιστικά γονίδιά της, μιλάει ακόμα τώρα για «δημοτικιά», κρατάει μια ανιστόρητη, αναθεωρητική στάση απέναντι στην καθαρεύουσα και διακηρύσσει την πίστη της στην «ενιαία» γλώσσα μέσα από συνειδητή, επίμονη προσπάθεια να εκφραστεί συχνά σε καθαρεύουσα, συχνότερα σε ένα μείγμα που παραβιάζει το τυπικό της νεοελληνικής γλώσσας, επιδιώκοντας να ενσωματώσει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία, και λεξιλογικά και γραμματικοσυντακτικά, όχι απλώς από την καθαρεύουσα αλλά από την αρχαΐζουσα ή και την αρχαία.

Το ματαιόσπουδο αυτό εγχείρημα προωθείται στην αγορά με τη θεωρητική κάλυψη των ιδεολογημάτων της ενιαίας γλώσσας, της πολυτυπίας και της «πολυχυμίας». Όπου η «πολυχυμία» αυτή, έτσι όπως την εννοούν και τη διακονούν οι απόστολοί της, θα έβρισκε αίφνης «άχυμη» όλη τη νεοελληνική πεζογραφία, τον Τερζάκη, τον Βενέζη, τον Καραγάτση, τον Τσίρκα, τον Χατζή, τον Ιωάννου, τον Αλεξάνδρου, κρατώντας μόνο τον Παπαδιαμάντη –τον Παπαδιαμάντη που είναι ωστόσο δημοτικός στη δομή, με στοιχεία μόνο και καταλήξεις καθαρεύουσας, αλλά με πλήθος λαϊκά, διαλεκτικά στοιχεία. Και, ακόμα πιο χαρακτηριστικά, η «πολυχυμία» αυτή θα έβρισκε «άχυμη» τη νεοελληνική ποίηση συλλήβδην, τον Σολωμό, τον Παλαμά, τον Σικελιανό, τον Βάρναλη, τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, ακόμα και τον Ελύτη, αφήνοντας μονάχα μια σταλιά Εμπειρίκο –κι ας είναι η ποίηση ειδικά ο χώρος που εκ φύσεως σχεδόν απαιτεί πειραματισμό και γλωσσική υπέρβαση και παράβαση, πόσο μάλλον αυτή την πώς την είπαμε, την «πολυχυμία».

Αυτή λοιπόν η «πολυχυμία», μέσα ακριβώς από τα περί ενιαίας, διαιωνίζει εντέλει την πόλωση καθαρεύουσας και δημοτικής, μετράει τη γλώσσα τη σημερινή και τη βρίσκει λειψή, παραπαίδι πάντα της ένδοξης αρχαίας και ανίκανη να σταθεί στα πόδια της αυτόνομα, αυτή η πολυχυμία αναπαράγει τον παλιό, γνωστό λογιοτατισμό, ή δημιουργεί έναν νέο λογιοτατισμό, μια νέα καθαρεύουσα, μια γλώσσα που απευθύνεται ξανά σε λίγους κι εκλεκτούς, μια γλώσσα που προσπαθεί να θαμπώσει αλλά και εκ των πραγμάτων να αποκλείσει τους πολλούς.

Γι’ αυτό και είπα ότι αυτή η άμεση ή έμμεση υποτίμηση της γλώσσας μπορεί να αποτελεί κίνδυνο για τη γλώσσα, κι όχι τα όσα ανιστόρητα ή και απλώς ψευδή πουλάν οι γυρολόγοι και οι αλμπάνηδες των τηλεκαναλιών, ούτε τα όσα όμοια δυστυχώς ανακυκλώνουν άλλοι, καλοπροαίρετοι και σοβαροί, όλα αβάσιμα και αντιεπιστημονικά, με μέτρο ακόμα και τη συντηρητική πτέρυγα της οικείας επιστήμης.

Σήμερα πια ξέρουμε ότι μια γλώσσα πεθαίνει όταν εκλείψουν οι ομιλητές της ή όταν την εγκαταλείψουν οι ομιλητές της, αυτόβουλα ή με τη βία, τη φυσική βία ή και την ψυχολογική. Αν εξαιρέσουμε τη βιολογική έκλειψη των ομιλητών, π.χ. την εξόντωση ή την εξαφάνιση φυλών του Αμαζονίου, τις άλλες περιπτώσεις τις ξέρουμε από πρώτο χέρι. Πρώτα είναι η βίαιη επιβολή ενός πολιτισμού και της γλώσσας του, όπως με τον δικό μας τον Μεγαλέξανδρο, τη δική μας δηλαδή παγκοσμιοποίηση, τον δικό μας ιμπεριαλισμό –γλωσσικό επίσης–, για τον οποίο μάλιστα καυχιόμαστε. Αλλά και στη σημερινή μας ιστορία, στο πλαίσιο του έθνους-κράτους, έχουμε τη συχνά βίαιη καταστολή των μειονοτικών γλωσσών, κατά Βορρά μεριά κυρίως. Και έχουμε και την «αυτόβουλη» εγκατάλειψη της γλώσσας, μέσα από την απαξίωση των τοπικών ιδιωμάτων, κατά την οποία οι ομιλητές των διαλέκτων εσωτερικεύουν την υποτίμηση και εγκαταλείπουν τη γλώσσα τους, σε μια προσπάθεια να «προσαρμοστούν».

Αν σ’ όλα αυτά θέλουμε σώνει και καλά να βρούμε κάποια αναλογία με τη σημερινή πραγματικότητα, μόνο την υποτίμηση και την απαξίωση βλέπω εγώ –αν σώνει και καλά πρέπει να μιλήσουμε, έστω προς στιγμήν, τη γλώσσα των επαγγελματιών πια θρηνωδών και κινδυνολόγων.

Αλλά εδώ πρέπει να σταματήσω: το αποχαιρετιστήριο άρθρο της σειράς αυτής, όπως φάνηκε και από τον τίτλο, θα ολοκληρωθεί σε δεκαπέντε μέρες. Υπομονή.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: