8/2/07

101. Αποχαιρετισμός στα όπλα (Β΄)

Τα Νέα, 1 Φεβρουαρίου 2003

Στο πρώτο μέρος του καταληκτικού κειμένου της σειράς των Μικρών Γλωσσικών χρησιμοποίησα προς στιγμήν τη γλώσσα των κινδυνολόγων που προφητεύουν ή και πιστοποιούν ήδη το «θάνατο» της ελληνικής γλώσσας, σε μια προσπάθειά μου να δείξω ότι η απαξίωση της σημερινής γλώσσας, έτσι όπως εκφράζεται, άμεσα ή έμμεσα, μέσα από τις εσχατολογικές ιερεμιάδες, θα μπορούσε να συστήσει η ίδια κίνδυνο για τη γλώσσα:

διαβάστε τη συνέχεια...

Γιατί η συστηματική υποτίμηση αλλά και υπονόμευση της γλώσσας και της γλωσσικής εξέλιξης μπορούν όντως να υποδείξουν, οσοδήποτε αόριστα, την εγκατάλειψη μιας γλώσσας από τους ομιλητές της. Και η εγκατάλειψη μιας γλώσσας από τους ομιλητές της αποτελεί, ως γνωστόν, έναν από τους κύριους λόγους για την εξαφάνισή της, πλάι στη βίαιη εξαφάνιση ενός έθνους ή την επίσης βίαιη κατάργηση μιας γλώσσας –που καμία αναλογία δεν βρίσκουν, στο άμεσα ορατό μέλλον τουλάχιστον, με τη σημερινή κατάσταση της γλώσσας της δικής μας και του έθνους του δικού μας.

Υπερέβαλλα οπωσδήποτε, με τον δάνειο λόγο και τη δάνεια ορολογία των κινδυνολόγων: γιατί και αυτού του τύπου η άρνηση της γλώσσας και της εξέλιξής της, γιατί και αυτού του τύπου οι αντιδράσεις, όσο καλά ενορχηστρωμένες κι αν εμφανίζονται κάποτε, όσο γερά κι αν ακουμπούν στα αυτονόητα και τα στερεότυπα ενός εθνοκεντρικού και παραεπιστημονικού λόγου, δεν έλειψαν σε καμία απολύτως φάση της διαδρομής της γλώσσας, από τους αρχαιότερους και ενδοξότερους χρόνους, αλλά και ποτέ δεν επηρέασαν μακροπρόθεσμα τη γλώσσα, ούτε και ανέστειλαν την εξέλιξή της.

Έτσι και στην περίπτωση τη δική μας, για να συνεχίσω:

Η γλώσσα λοιπόν προχωρεί, η νεοελληνική καλλιεργείται εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα και εδραιώνει την κυριαρχία της –ενώ ενσωματώνει πια και νέους ομιλητές, π.χ. τους μετανάστες. Αντιδράσεις πάντα θα υπάρχουν, όπως θα υπάρχουν πάντα και αδέξιοι ή κακοί ή και χείριστοι χρήστες της γλώσσας. Μ’ αυτούς μαζί θα προχωρεί και θα εξελίσσεται η γλώσσα, όπως κάθε γλώσσα. Οι αδεξιότητες και τα λάθη πάντοτε θα μας σταματούν –εμάς, όχι όμως τη γλώσσα. Γιατί όπως δείχνει η ιστορία όλων των γλωσσών, και πρώτα πρώτα η δική μας, με τη μακραίωνη ακριβώς ιστορία της, η γλώσσα εξελίσσεται με τα λάθη της, κι αυτό που μοιάζει στη συγχρονία σαν φθορά είναι ακριβώς η αφθαρσία της γλώσσας.

Μ’ αυτή την έννοια είναι ρευστή η γλώσσα, καθώς προχωρεί ενσωματώνοντας δάνεια, αλλοιώσεις και λάθη· δεν είναι ρευστή με την έννοια της άρνησης των κανόνων ή της εκούσιας παραβίασης των κανόνων· και πολύ περισσότερο δεν είναι ρευστή με την έννοια της συνεχούς παλινδρόμησης ή της υπαναχώρησης: γιατί η γλώσσα προϋποθέτει τις παλαιότερες μορφές της, και με αυτών των μορφών την υπέρβαση προχωρεί. Η άνοιξη λόγου χάρη είναι ακριβώς η άνοιξις, είναι προφανέστατα η ίδια λέξη και το ίδιο πράγμα, τίποτα παραπάνω και τίποτα παρακάτω· και το ρήμα διαμορφώνεται είναι ακριβώς το διαμορφούται, η εξέλιξή του, πάλι το ίδιο πράγμα. Όμως, ανάποδα τώρα, η άνοιξις σήμερα δεν είναι απλώς η άνοιξη, και το διαμορφούται δεν είναι απλώς το διαμορφώνεται: η άνοιξις και το διαμορφούται είναι σήματα ιδεολογικά, είναι φορείς γλωσσικής, αν μη τι άλλο, ιδεολογίας, εκφράζουν δηλαδή πολύ περισσότερα πράγματα από το καθαυτό σημαινόμενό τους, την άνοιξη και τη διαμόρφωση. Και ένα από τα πολλά που εκφράζουν, το βασικότερο εδώ και κρισιμότερο, είναι η αμφισβήτηση της γλωσσικής εξέλιξης, η αμφισβήτηση εντέλει της γλώσσας και της ιστορίας της, η αμφισβήτηση της δυναμικής της, η υποτίμηση λοιπόν, η απαξίωση της γλώσσας της σημερινής.

Κάποτε η λογοτεχνία, αυτή που λέμε πως διαμορφώνει τη γλώσσα, αναζήτησε το δικό της πρόσωπο και τη δική της γλώσσα, την αλήθεια της γλώσσας της, στα απαγορευμένα τότε διά ροπάλου λαϊκά ή και ακραία δημοτικιστικά στοιχεία: αυτό επέβαλλε η εποχή, κι ας μας ξενίζει ή και μας ξινίζει σήμερα: έτσι έφτασε ώς και ο Ελύτης να γράψει λόγου χάρη τον τύπο γέψη, έτσι ελέγχεται ο Σεφέρης για ακραίους δημοτικούς τύπους: όμως οι πειραματικοί τότε τύποι, οι μαλλιαρισμοί, αυτό το ανυπόφορο αργότερα και για τον ίδιο τον ποιητή γέψη που είπαμε, έδειχναν μπροστά, έδειχναν στην εξέλιξη της γλώσσας, την ίδια που είχε κάνει τελεσίδικα (για να μείνω στο παράδειγμα με το γεύση-γέψη) το γράφσω→γράψω. Ωστόσο, η γλώσσα πέρασε πλάι από ορισμένους από αυτούς τους τύπους –αλλά κι η ποίηση έτσι κι αλλιώς δεν στηρίχτηκε ειδικά στους μεμονωμένους αυτούς τύπους.

Σήμερα η λογοτεχνία και περισσότερο οι λογοτεχνίζοντες γράφοντες στα ΜΜΕ πάνε πίσω, παλινορθώνουν τα τριτόκλιτα σε -ις, σπέρνουν τον λόγο τους με πλήθος τελικά -ν, μιλάνε για την «καθαρά χαρά», για να μείνω αυστηρά στα πιο ανώδυνα και φαινομενικά άνευ ουσίας κρούσματα. Και σ’ αυτή την περίπτωση, και πολύ περισσότερο μάλιστα, η γλώσσα θα περάσει από δίπλα. Όμως σημασία έχει η ιδεολογία που καθοδηγεί το ένα εγχείρημα, τη μία δοκιμή, και την άλλη, όχι πια δοκιμή, αλλά υπαναχώρηση, εμμονή, επιστροφή, και δι’ αυτών, όπως είπαμε, αμφισβήτηση, υποτίμηση, απαξίωση.

Γι’ αυτό και στάθηκε συχνά σε τέτοια φαινόμενα η σελίδα αυτή, και φάνηκε κάποτε και να λεπτολογεί, θύμα κι αυτή της συγχρονικής θεώρησης της γλώσσας και της γλωσσικής πραγματικότητας, κι ας θέλησε να διατρανώσει τη βαθιά της πίστη στη δυναμική της γλώσσας –που θα περάσει, φυσικά, πλάι και από αυτήν τη σελίδα.

Αν τα κατάφερε να μεταδώσει λίγη από την πίστη αυτή και την αγάπη της για τη γλώσσα, η σελίδα των Μικρών Γλωσσικών κλείνει ήσυχα έναν κύκλο ζωής σχεδόν τεσσάρων χρόνων, ευχαριστώντας την εφημερίδα για τη φιλοξενία της και πιο πολύ τους αναγνώστες, φίλους και εχθρούς, με ή χωρίς εισαγωγικά –κυρίως αυτούς, αφού στάθηκαν αφορμή για τη διατύπωση και την επεξεργασία κάποιων απόψεων, που σίγουρα βοήθησαν και ωφέλησαν τον γράφοντα, και μακάρι να βοήθησαν και κανέναν άλλο αναγνώστη.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: