9/2/07

Τα αδέσποτα δείκτης ζωοφιλίας;

Τα Νέα, 8 Μαρτίου 2003


βγάζω το ερωτηματικό του τίτλου και προκαταλαμβάνω τον αναγνώστη, λέγοντας ότι τα αδέσποτα, οι γάτες και οι σκύλοι που γεμίζουν τους δρόμους, αποτελούν εντέλει δείκτη ζωοφιλίας, ότι από μιαν άποψη ενδέχεται να αποτελούν δείκτη πολιτισμού, πέρα από την προφανή βαρβαρότητα.

το πλήρες κείμενο:

Έβαλα ένα ερωτηματικό στον τίτλο, για να πέσουμε στα μαλακά: ένα μήνα και- από το τέλος των «Μικρών Γλωσσικών», τα «μικρά καθημερινά», όπως θα μπορούσε να ονομάζεται η σελίδα αυτή, με κόπο προσπαθούν να αποφύγουν την επικαιρότητα της «μητέρας των δικών» και να μη σπάσουν κατευθείαν τα μούτρα τους στα πιο μεγάλα και σκληρά.

Αλλά, έτσι κι αλλιώς, καλύτερα ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ, να γλιτώσουμε και τις πολλές εξαγγελίες, που θα μας τραβούν έπειτα απ’ το μανίκι.

Αδέσποτα λοιπόν κείμενα, σαν τ’ αδέσποτα του δρόμου, που σημαίνει ότι, μακριά από την προστασία σίγουρης στέγης, όπως ήταν λόγου χάρη τα γλωσσικά, θα σιτίζονται κι αυτά από το περίσσευμα –το περίσσευμα της επικαιρότητας, της πληροφόρησης ή της κοινής εμπειρίας. Θα ψάχνουν δηλαδή κι αυτά κάτι που περίσσεψε, που ξεδιαλέχτηκε ή και παράπεσε, αναλόγως, κάτι που ούτε καινοφανές ούτε μείζον σώνει και καλά είναι, κι όμως μας αφορά ή μας χαρακτηρίζει εξίσου, εμάς και τη ζωή μας.

Και πάμε στα γνωστά αδέσποτα, αυτά που έδωσαν και στη σελίδα το όνομά τους: βγάζω το ερωτηματικό του τίτλου και προκαταλαμβάνω τον αναγνώστη, λέγοντας ότι τα αδέσποτα, οι γάτες και οι σκύλοι που γεμίζουν τους δρόμους, αποτελούν εντέλει δείκτη ζωοφιλίας, ότι από μιαν άποψη ενδέχεται να αποτελούν δείκτη πολιτισμού, πέρα από την προφανή βαρβαρότητα.

Εξηγούμαι, αφού πρώτα ρίξουμε μαζί μια ματιά τριγύρω: σκύλοι που σέρνονται ψωραλέοι και λιμασμένοι, αλλά και πολλοί, θα ’λεγες πεντακάθαροι και καλοθρεμμένοι, πάντως στητοί και παιχνιδιάρηδες, αδιάφοροι για την παρουσία μας ή συχνότερα περιμένοντας την εκδήλωση της μεγαθυμίας μας. Έπειτα γάτες, πιο απόμακρες αυτές, κι ας είναι μύθος εν πολλοίς πως προτιμούν τη μοναξιά από την ανθρώπινη παρουσία, γάτες επίσης βρόμικες και κακοπαθημένες, σε αισθητά μικρότερο ποσοστό όμως απ’ τους σκύλους, οι περισσότερες οπωσδήποτε αστραφτερές και σαν καλοζωισμένες, μακάριες στον ήλιο.

Το βλέπουμε, μα περισσότερο το ξέρουμε, πως είναι ζώα παρατημένα στην τύχη τους, και έτσι τα πονάει η ψυχή μας, που όμως γεμίζει παράλληλα ή άλλες στιγμές τρυφερότητα και ευφροσύνη: τα δυο σκυλιά που «σαν τα σκυλιά» ερωτοτροπούν στη μέση της πλατείας, η μάνα γάτα με τα μικρά της, η γάτα-σφίγγα πάνω σε μιαν άσπρη μάντρα, καρτποστάλ από κυκλαδίτικο σοκάκι.

Πήγα πέρσι στο Παρίσι, κι έκανα ανάσταση όταν είδα επιτέλους στο δρόμο γάτα, μία και μοναδική μέσα σε δέκα μέρες, που πήγε όμως και στάθηκε στο κατώφλι ενός καταστήματος, άρα ούτε αυτή θα ήταν αδέσποτη. Και νοστάλγησα τα δικά μας, όπου συνέχεια βρίσκεις και χαϊδεύεις, γάτες κυρίως, όχι σκύλους, γιατί αυτοί σε παίρνουν έπειτα από πίσω.

Και δηλαδή, θα πουν, για να ’χεις εσύ να χαϊδεύεις και να χαίρεσαι, θα σου στολίζουμε το δρόμο με αδέσποτα; Ή, πάλι θα πουν, αν είναι ζωοφιλία που χαίρεσαι εσύ και άλλοι μαζί, μακάρι οι περισσότεροι, η δημιουργία αδέσποτων δεν είναι ζωοφιλία.

Δεν είναι· όμως κάτι δείχνει. Πως, πίσω από το προφανέστατο και το αυτονόητο, πίσω από αυτό στο οποίο όλοι συμφωνούμε, την ασυνειδησία δηλαδή και τη βαρβαρότητα της εγκατάλειψης, υπάρχει ζωοφιλία –λειψή, πρωτόγονη αν θέλετε, αλλά ζωοφιλία.

Γιατί ο ασυνείδητος και βάρβαρος που παράτησε το ζώο του στο δρόμο, χτες το είχε θελήσει αυτό το ζώο μέσα στο σπίτι του· είδε όμως πως δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα με το γάβγισμα τη νύχτα και την γκρίνια των γειτόνων, με τον οίστρο της γάτας, τις σκισμένες κουρτίνες και τις νυχιές στον καναπέ, και, με τύψεις ή και χωρίς, πήγε και το αμόλησε το ζώο στα βουνά ή στον Εθνικό Κήπο.

Αλλά, ξαναλέω, το είχε θελήσει αυτό το ζώο χτες και ίσως το είχε αγαπήσει. Προχτές όμως, κάποια χρόνια, μερικές δεκαετίες πριν, ούτε που θα το ’χε διανοηθεί να βάλει ζώο στο σπίτι. Ακόμα περισσότερο, να ταΐσει ζώο ξένο στο δρόμο.

Είναι σαφές ότι τα αδέσποτα πληθαίνουν τις τελευταίες δεκαετίες, έστω επειδή ώς ένα βαθμό συμβαδίζουν με την άνοδο του επιπέδου ζωής ή του καταναλωτισμού, που θέλει κι ένα ζωάκι στο σπίτι, μπιμπελό, παιχνίδι για το παιδί, φύλακα στο εξοχικό το καλοκαίρι. Και πληθαίνουν επίσης όχι μόνο επειδή πολλά πέφτουν σήμερα από το τραπέζι της καταναλωτικής κοινωνίας αλλά και επειδή συχνά τα καλοταΐζουν –και όχι πλέον μόνο η γραφική γυναικεία φιγούρα της γειτονιάς.

Ενώ, πιο πριν, κλοτσιά έτρωγε το ζωντανό στο δρόμο. Στην αγνή ελληνική ύπαιθρο, το γέρικο γαϊδούρι το γκρέμιζαν στη σάρα, τη γάτα την έσκιζαν στα δυο δεμένη από το δέντρο, και στις αλάνες της πόλης στηνόταν πανηγύρι με τη γάτα στην πυρά.

Δεν λείπουν ούτε τώρα οι βασανισμοί ή οι φόλες, δεν έχουν όμως σχέση με παλιά. Έχει γίνει οπωσδήποτε ένα βήμα, μικρό, αλλά βήμα. Να μην το δούμε;

Και μαζί να δούμε μια κοινωνία που μαθαίνει να ζει με τα ζώα, μια κοινωνία και εδώ πιο ανοιχτή, σε αντίθεση π.χ. με την κλειστοφοβική και αναδιπλωμένη στον εαυτό της αγγλική ή γαλλική, όπου η ζωοφιλία είναι υπόθεση Ι.Χ., εγώ και το ζώο μου στο σπίτι. Και που για χάρη αυτής της κοινωνίας, για χάρη των Άγγλων ή Γάλλων ζωόφιλων, που θα μας τα ακουμπήσουν με τους Ολυμπιακούς, πάμε να αποστειρώσουμε και να ευνουχίσουμε την κοινωνία και την πόλη τη δική μας, διώχνοντας, κρύβοντας ή αναλόγως εξοντώνοντας: πρώτα τα ντροπερά για τον ευρωπαϊσμό μας «ανατολίτικα» παζάρια και τους μικροπωλητές, τώρα τα αδέσποτα, τετράποδα και μη, και μετανάστες δηλαδή, περιθωριακούς και μειονοτικούς κάθε λογής. Ή μήπως δεν το πήραμε είδηση ακόμα;

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: