14/2/07

β. Το πουπήγιο και το κοτευγάρι

Τα Νέα, 29 Απριλίου 2005

Όταν το ξενυχτώνει και το ξεβράχηκα, λέξεις πλασμένες ασυναίσθητα, ενστικτωδώς, από τρίχρονα-τετράχρονα παιδιά, συναντούν το ξεξαπλώνω, συνειδητή παραγωγή ενηλίκου αλλά στο ίδιο πάντοτε πνεύμα, βρισκόμαστε ούτε λίγο ούτε πολύ στο τρανό πανηγύρι της γλώσσας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Για τα «παιδιόπλαστα» ξενυχτώνει και ξεβράχηκα έγραφα στην περασμένη επιφυλλίδα, και έδενα το νήμα με παραγωγές ανάλογης γλωσσικής φρεσκάδας, κάποτε και αθωότητας, αλλά από χείλη πονηρά πλέον –λόγω ηλικίας, εννοείται. Ήταν από το βιβλίο του Λύο Καλοβυρνά, Πλαθολόγιο λέξεων: Η λέξη που ψάχνατε και δεν βρίσκατε…, που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Οξύ το 1999, και «νέο, βελτιωμένο, με μπλε και γκρενά λέξεις» το 2003, 110 σελ.

Για πρόγευση έδινα τον σταλεγάκια, αυτόν που σου επισημαίνει κάποιο σου λάθος και ρίχνει αλάτι στην πληγή με το εκνευριστικό «Σ’ τα ’λεγα εγώ!», και την καθεπερσία, τη μεμψίμοιρη τάση των ηλικιωμένων να εξωραΐζουν το χτες απέναντι στο ανυπόφορο τώρα των νεοτέρων. Μαζί με το σημερινό προλογικό ξεξαπλώνω ξεκινώ από τα περισσότερο προφανή κι ωστόσο πάντα ευρηματικά.

Αλλά τι είναι το ξεξαπλώνω: ρήμα αμετάβατο, που δηλώνει «κάτι που έχεις ξεχάσει να κάνεις αφού πέσεις στο κρεβάτι και που σημαίνει ότι πρέπει να ξανασηκωθείς, π.χ. να κλείσεις το φως στην κουζίνα [...]».

Διότι «υπάρχουν [...] έννοιες που ακόμα δεν ξέρουμε ότι υπάρχουν, και άρα δεν γνωρίζουμε ότι χρειαζόμαστε λέξεις να τις κατονομάσουμε και να τις περιγράψουμε. Θα αντιπαρέλθει κανείς ότι, αφού δεν υπάρχουν λέξεις γι’ αυτές, τότε δεν υπάρχουν και έννοιες. Εκ του μηδενός τι θα παραχθεί; –Πλάνες και μύθοι. Κατόπιν σοβαρής και ενδελεχούς έρευνας μερικών ωρών ανακαλύφθηκε πληθώρα εννοιών σε κοινή καθημερινή χρήση που χρήζουν ονοματοθεσίας…» Αυτά μας λέει με το υποδόριο χιούμορ του ο Λ.Κ., σ’ έναν πεντασέλιδο πρόλογο, όπου σε τρεις μόλις σελίδες δίνει με απαράμιλλη πυκνότητα αλλά και με ανάλαφρο, παιγνιώδες ύφος τα πορίσματα της σύγχρονης γλωσσολογίας για τη δημιουργία και την πορεία των λέξεων.

Κάτω απ’ το μικροσκόπιο μας βάζει και μας παρατηρεί με ιδιαίτερη οξυδέρκεια ο Λ.Κ., ψυχρός ανατόμος που μελετά την καθημερινή ζωή και συμπεριφορά, και αναδεικνύει λεπτομέρειες και αποχρώσεις οι οποίες –ακούγεται παραδοξολογία– βοούν κι ωστόσο σχεδόν ποτέ δεν τις βλέπουμε, δεν τις συνειδητοποιούμε, ώστε να τις ονοματίσουμε κιόλας. Αυτό κάνει, άλλοτε τρυφερά άλλοτε ανελέητα ο Λ.Κ., σε όλους τους τόνους της ειρωνείας και του σαρκασμού, από τον λεπτότερο και ανεπαίσθητο, ιδίως στα σουρεαλιστικότερα «ευρήματά» του, ώς τον προκλητικά κραυγαλέο. Και είναι πλούσια η σοδειά, 373 λήμματα, το καθένα με τον ορισμό του, πολλά και με κάποιο παράδειγμα.

Αρκετά είναι σχετικώς προφανή, όπως είπα στην αρχή, και ευανάγνωστα· τέτοια είναι και το βρομιλί ή το πλυντηρί χρώμα, ή το ξανθεμετί, το στανικά ξανθό στο μαλλί των μελαχρινών, το ρήμα γησμαδιώ, το στιλ διακόσμησης λουί σκατόρζ, όταν παντρεύεται άσχετα το κλασικό με το μοντέρνο, και η αχβαχία: «το να αναστενάζεις και να ξεφυσάς επιδεικτικά ώστε να προσέξει κάποιος τη δυσφορία σου και να σε ρωτήσει τι έχεις».

Λογοπαικτικά ηχούν και οι κιτριτάτες, οι τόσο αφύσικα, τεχνητά κίτρινες προτηγανισμένες πατάτες των εστιατορίων, «που οδηγείσαι να πιστέψεις ότι μάλλον έχουν κατασκευαστεί από ψόφια καναρίνια, ανακυκλωμένες λεμονόκουπες...», αφού «και η γεύση τους μόνο πατάτα δεν θυμίζει», ή οι χαλιαμάτες, «οι ντομάτες μόνο κατ’ όνομα, χρώμα και σχήμα». Η δωραηδία, δώρα συγγενών ή μη στενών φίλων που δεν ξέρουν τα γούστα σου, το χωριστρίδιο, «το κατοικίδιο ζώο το οποίο καταφέρνει να σε χωρίσει από τον γκόμενο ή την γκόμενά σου…» Η δολιοκλωστή, «η ύπουλη κλωστούλα που κρέμεται από κάποιο είδος ρουχισμού και που μόλις τραβάς για να την κόψεις καταλήγεις να ξηλώσεις το μισό ρούχο», και το οργισμένο ζαρχίδης, «αυτός που κουνά τα ζάρια για 3 λεπτά, τα φυσά, τα ευλογεί, τους κάνει τρισάγιο κ.ά., εκνευρίζοντας μέχρι φόνου ή αυτοκτονίας τους συμπαίκτες του…»

Περισσότερο σαρκαστικό παρά οργισμένο ακούγεται το σε ανύποπτο χρόνο γραμμένο βλητόδουλοι: «αμετροεπείς θρησκευτικοί ταγοί που καπηλεύονται το όνομα των πεφωτισμένων ιδρυτών θρησκειών με αποκλειστικό στόχο την αυτοπροβολή, καλύτερα ρούχα, διακοπές σε ιδιωτικά γιοτ, και φυσικά την καταπίεση και τον εκφοβισμό όλων όσων αποκλίνουν έστω και οριακά από το μύθευμα του χρηστού μέσου όρου. Σύμφωνα με την ιατρική βιβλιογραφία, τα αίτια αυτής της [...] συμπεριφοράς είναι ότι όταν ήταν μικροί κανένα παιδάκι δεν ήθελε να παίξει μαζί τους γιατρό και νοσοκόμα. Οι πληροφορίες για απωθημένο με την Bibi Bo παραμένουν ανεξακρίβωτες. Συνώνυμο: ορχιερείς».

Γενικότερα δεν λείπει η κοινωνική κριτική, όπως ο συγκινητισμός, «ο ανταγωνισμός που αναπτύσσεται όταν όλοι βγάζουν τα κινητά τους κι αρχίζουν να συναγωνίζονται ποιανού είναι πιο μικρό, [...] ποιο παίζει όχι μόνο τη Μικρή Νυχτερινή Μουσική αλλά και ολόκληρη τη δεύτερη πράξη από το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν…», ο κινηπανικός, «ο ψιλοπανικός που πιάνει πολλούς κατόχους κινητών τηλεφώνων όταν ακούνε κάποιο κινητό να κουδουνίζει και ψάχνονται να δουν αν είναι το δικό τους», και ο κινηπιδειξίας, «ο άνθρωπος που καταργεί το εν οίκω ου εν δήμω και μιλά με στεντόρεια φωνή σε δημόσιους χώρους για προσωπικά του θέματα».

Και η τζιπηγένεια, «η νεοεμφανισθείσα συνομοταξία πλασμάτων που κυκλοφορούν μόνο σε ολιγομελείς ομάδες και απαρτίζονται πάντοτε από: 1 άντρα με τουπέ, 1 γυναίκα απαραιτήτως ξανθιά, επίσης με τουπέ, μικρή ποικιλία παιδιών, 1 τζιποειδές τροχοφόρο με κίνηση 4x4. Τα πλάσματα αυτά πολλαπλασιάζονται επικινδύνως και ενδημούν σε εύκρατα κλίματα, ειδικά δε σε ήσυχα και σχετικά άσπιλα μέρη της φύσης, τα οποία φυσικά παύουν να είναι ήσυχα και άσπιλα μόλις ενσκήψουν οι τζιπηγένειες. Ας τονιστεί ότι στις τζιπηγένειες τα πόδια είναι διακοσμητικά και δεν λειτουργούν. γι’ αυτό οι καημένες πρέπει να πηγαίνουν ώς την άκρη της λίμνης, της θάλασσας, του βουνού με το τζιποειδές τουτού τους».

Φοβάμαι όμως πως ο ίδιος ο πλαθολόγος δεν θα δεχόταν τέτοιες ετικέτες, περί «κοινωνικής κριτικής», οι οποίες αφήνουν απέξω το λεπτεπίλεπτο και ανατρεπτικό χιούμορ του. Δίνω αλφαβητικά όσα ελάχιστα μπορεί ακόμα να χωρέσει η σελίδα αυτή:

αγκωνική: παραδοσιακή, εφαρμοσμένη τέχνη η οποία συνίσταται σε μικρές, δειλές κινήσεις που κάνουν δύο άτομα με στόχο να χωρέσουν ο καθένας το μπράτσο του πάνω στο ένα και μοναδικό στήριγμα καρέκλας στο σινεμά, στα ΚΤΕΛ ή στα αεροπλάνα·

αθλιόφυτο: διακοσμητικό φυτό σε δημόσιες υπηρεσίες, τράπεζες και άλλους χώρους δημόσιας χρήσης που κανείς δεν φροντίζει και γι’ αυτό έχει τα μαύρα του τα χάλια. Φημολογείται ότι η αυτοκτονία του Καρυωτάκη οφείλεται στην παρουσία αθλιόφυτων στη δημόσια υπηρεσία όπου εργαζόταν στην Πρέβεζα·

αμμούμπα: ο ειδικός χορός με μικρά, χοροπηδητά βηματάκια, παρόμοιος με ορισμένους ποντιακούς, που κάνει κανείς σε αμμώδη παραλία από τις 12 έως τις 17.00, όταν, βγαίνοντας από τη θάλασσα, έχει να περπατήσει απόσταση μεγαλύτερη απ’ όση αντέχουν οι πατούσες του μέχρι να φτάσει στην πολυπόθητη πετσέτα του.

απλυτήρι: το ποτήρι που αφήνουμε δίπλα στον νεροχύτη για να πίνουμε νερό, ώστε να μη βγάζουμε καθαρό από το ντουλάπι κάθε φορά [...]·

αρρωστιονισμός: το να ανακοινώνεις εις επήκοον όλων τις ιατρικές παθήσεις σου και να προσπαθείς να πείσεις τους άλλους πόσο σοβαρότερες είναι οι δικές σου και πόσο πιο φριχτά υποφέρεις [...]·

ηχωμάρα: η αυθόρμητη τάση να φωνάξεις κάτι χαζό ή άναρθρο όταν κάποιος σου εφιστά την προσοχή ότι εκεί που βρίσκεστε έχει ηχώ·

κοτευγάρι: το ευτυχισμένο ζευγάρι συζύγων ή εραστών με τις καλύτερες προοπτικές μακρόβιας συνύπαρξης η οποία βασίζεται στο ότι τους αρέσει να τρώνε διαφορετικά κομμάτια του κοτόπουλου…

μπηγοπαιδόφωνο: παιδί το οποίο όταν πέσει κοιτάζει πρώτα αν το βλέπει κανείς μεγάλος, σε οποία περίπτωση μπήγει τα κλάματα σπαραξικάρδια, ειδάλλως συνεχίζει αμέριμνο·

ξυπνοκοιμίζω: ξυπνάω κάποιον που κοιμάται μπροστά στην τηλεόραση, στον καναπέ, στην πολυθρόνα, για να του πω ότι είναι ώρα να πάει για ύπνο·

πουπήγιο: οποιοδήποτε λιλιπούτειων διαστάσεων εξάρτημα (βίδα, παξιμαδάκι κ.ά.) αφαιρώ από ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή την ώρα που την επισκευάζω, το οποίο μου πέφτει από τα χέρια και μετά περνάω το υπόλοιπο μισάωρο ψάχνοντάς το στο πάτωμα, συνήθως σε μωσαϊκό όπου είναι ακόμα πιο δύσκολο να το βρω·

ψυγγιές, οι: οι φωνές του περιπτερά να κλείσεις το ψυγείο·

ωραναφευγία, η: όταν βιάζεσαι αλλά έχεις μπλέξει με κάποιον, ο οποίος σε έχει τρελάνει στην πάρλα και προσπαθείς να τον διακόψεις, ψάχνοντας μάταια να προλάβεις τα απειροελάχιστα κενά ανάμεσα στη λογοδιάρροιά του, ώστε να πεις: «Ώρα να φεύγω τώρα».

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: