9/2/07

α. Αλβανοί, το ανθρώπινο πρόσωπο της πόλης

Τα Νέα, 22 Μαρτίου 2003

Στην "απάνθρωπη" σύγχρονη πόλη και στην "αλλοτριωμένη" μας ζωή, όπως μονίμως μεμψιμοιρούμε, οι μετανάστες αποτελούν από μιαν άποψη κομμάτια ζωής ανθρώπινης

το πλήρες κείμενο:

Παραμονές 25ης Μαρτίου, που οι επαγγελματίες Αλβανομάχοι θα ζεσταίνουν ήδη την καρέκλα στα τηλεπαράθυρα, μην τυχόν και δουν Αλβανό να σηκώνει την ελληνική σημαία, εμείς πάμε δυο βδομάδες πίσω, Καθαρή Δευτέρα.

Οι παλαιότεροι θυμούνται ακόμα τα κούλουμα στους στύλους του Ολυμπίου Διός: στρωσίδια χάμω, σαρακοστιανά, όχι σε ταπεράκια βεβαίως τότε, όργανα και χορός.

Οι κάπως νεότεροι, αλλά ήδη μεγάλοι, τέτοια εικόνα δεν έχουμε. Οι σημερινοί νέοι, αν θέλουν, έχουν. Και μαζί τώρα κι εμείς. Έστω κι αν είμαστε τώρα, και αυτοί και εμείς, θεατές.

Πάμε στο λόφο του Φιλοπάππου. Όχι ακριβώς εκεί που πήγαινε ο Καραμανλής, ο θείος εννοώ, και έπειτα ο Αβραμόπουλος, με σημαιοστολισμούς, εξέδρες, μουσικά συγκροτήματα, κομφερανσιέ και τηλεοπτικά κανάλια.

Εκεί παραδίπλα, πίσω από τη θεσμοθετημένη, επίσημη φιέστα, που καλή είναι κι αυτή, μην τη σνομπάρουμε, εκεί κοντά, χωρίς κανάλια και live σύνδεση στις ειδήσεις, μέσα στα πεύκα, παρέες παρέες Αλβανοί και Βορειοηπειρώτες χορεύουν και γλεντάνε, με τα δικά τους όργανα και όχι με τα από εξέδρας του Δήμου, σχεδόν κάθε παρέα με τα κλαρίνα της. Πρόκειται για μεγάλες παρέες, δεκάδες άτομα η καθεμιά, όχι δυο δυο, πεντέξι το πολύ φίλοι
εμείς, που πάμε βασικά για χάζι· είναι δηλαδή το ετήσιο ραντεβού της παροικίας: κάποιοι με φαγητό από το σπίτι, ή με κασόνια μπίρες, άλλοι στο χορό, πολλοί στέκονται όρθιοι και τα λένε. Εικόνα λαϊκού πανηγυριού.

Όχι, κανένα φολκλόρ και καμία νοσταλγία, ούτε από κει ούτε από δω. Στη μεγάλη πόλη και στην εξαστισμένη κοινωνία είναι απολύτως φυσικό εμείς να γλεντάμε σε τέτοιες περιστάσεις διαμέσου κάποιου φορέα, του Δήμου εν προκειμένω. Και άλλο τόσο φυσικό είναι να μεταφέρουν οι ξένοι και να αναπαράγουν τις δικές τους μορφές γλεντιού, με συνεκτικό νήμα καταρχήν την κοινή τους μοίρα στον ξένο τόπο.

Όχι λοιπόν νοσταλγία· όταν όμως μαδούμε τα μαλλιά της κεφαλής μας εμείς, ολοφυρόμενοι για την απάνθρωπη σύγχρονη πόλη και την αλλοτριωμένη μας ζωή, ιδού μορφές έκφρασης και κομμάτια ζωής ανθρώπινης.

Αλλά αλβανικής; Πικρό το ποτήρι. Γιατί, καλά τώρα που γλεντάνε. Όμως τις άλλες ώρες που μας κλέβουν, λέει, και μας σφάζουν;

Εδώ δεν θα σταθούμε στην εγκληματικότητα των μεταναστών, με το όποιο ποσοστό αλήθειας  περιέχει αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη μυθολογία που την περιβάλλει· ούτως ή άλλως ο καθένας έχει επιλέξει και εδώ τη δική του εκδοχή και τις δικές του πηγές, αγνοώντας ακόμα και τις επίσημες στατιστικές του αρμόδιου υπουργείου, που δίνουν ποσοστό περίπου «φυσιολογικό» (στο οποίο μάλιστα
παραβάσεις που αφορούν απλώς άδεια παραμονής και εργασίας συναριθμούνται με εγκλήματα κατά της ζωής και της περιουσίας).

Ούτε στη συμβολή των μεταναστών στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας θα σταθούμε: και εδώ επίσημα στοιχεία έχουν αποκλειστικά το λόγο, χωρίς αυτήν τη φορά αντίλογο, αφού λόγου χάρη όλοι μας, από τον υδραυλικό της γειτονιάς ώς τον εργολάβο ή τον αγρότη, αλλά και τον κάθε σπιτονοικοκύρη, μετανάστη παίρνουμε βοηθό, μετανάστη να μας μαζέψει τα πορτοκάλια, μετανάστη να μας βάψει το σπίτι, μετανάστρια να φυλακίσουμε εσωτερική στο σπίτι για τον ανήμπορο ηλικιωμένο.

Μαζί όμως με όλα αυτά, που έχουν συζητηθεί εξαντλητικά, ήθελα να προσέξουμε αυτό που σημαίνει η ύπαρξη καθαυτή των μεταναστών στην καθημερινότητα της μεγάλης ιδίως πόλης. Και μιλώντας για μετανάστες, εξειδικεύω στους Αλβανούς, όπως άλλωστε ξεκίνησα, με αφορμή το λαϊκό γλέντι στου Φιλοπάππου. Έτσι κι αλλιώς, πέρα από τους λαθρομετανάστες, όπως χαρακτηρίζουμε κυρίως τους Κούρδους και τους Αφγανούς πρόσφυγες των τελευταίων ετών, όταν μιλάμε γενικότερα για μετανάστες, από αυτούς που επιχειρούν να ενταχθούν στην κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας, εννοούμε τους Αλβανούς: όχι τους μακρινούς μας Πολωνούς, που είναι, να πάρει η ευχή, πιο άσπροι από μας, ξανθοί, ψηλοί, με ανώτερες σπουδές και με άλλο αέρα, σχεδόν υπεροχής· ούτε τους Φιλιππινέζους, που αυτοί, επιτέλους, είναι πιο κοντοί και πιο μαυριδεροί και από μας, και μια ιδέα σχιστομάτηδες, άλλη φυλή βρε παιδί μου, και προπαντός στην υπηρεσία μας εξαρχής, πειθήνιοι, υποτελείς.

Αλλά οι Αλβανοί, που ούτε καν τους ξεχωρίζεις φατσικά, που είναι δυο βήματα μόνο από μας, και μάλιστα οι μισοί τελείως «από μας», δικοί μας, οι Βορειοηπειρώτες οι αλύτρωτοι αδελφοί μας, όπως λέμε όποτε μας συμφέρει, αυτοί λοιπόν μιλάν και τη γλώσσα μας, έχουν τις ίδιες μουσικές μ’ εμάς, είναι δηλαδή η εικόνα μας, μπορεί η χτεσινή, αλλά πάντως η δική μας εικόνα. Κι αυτό εξηγεί ώς έναν μεγάλο βαθμό και την απώθηση ή την αποστροφή μας. Γιατί μας θυμίζουν αυτό που ήμασταν, και το κακό και το καλό: το κακό που θέλουμε να το ξεχάσουμε, τη φτώχεια δηλαδή και την εξαθλίωση στο χωριό, που μας έκανε άλλωστε κι εμάς τους ίδιους μετανάστες· αλλά και το καλό που ίσως το ζηλεύουμε, ή πάντως το νοσταλγούμε, δηλαδή τον «χαμένο παράδεισο» της συνεκτικής κοινωνίας του χωριού ή της γειτονιάς.

Γι’ αυτήν τη γειτονιά ξεκίνησα να μιλήσω, κι αφού πω ότι εμένα ειδικά δεν μου λείπει καθόλου η παλαιού τύπου γειτονιά, ίσα ίσα: λατρεύω την πόλη μου με τον γιγαντισμό της και μένω σε πολυκατοικία από επιλογή. Εκεί όμως που επέλεξα και μένω τριάντα τόσα χρόνια, σε μάλλον αστική περιοχή και πολύ κεντρική –έχει σημασία αυτό–, ξάφνου στα σκαλοπάτια των πολυκατοικιών παίζουν μικρά παιδιά: αλβανάκια· κι ανάμεσα στα αυτοκίνητα και πάνω στα πεζοδρόμια κυνηγιούνται κάπως μεγαλύτερα παιδιά: πάλι αλβανάκια· κι η πιο ασυνήθιστη, σχεδόν ξεχασμένη εικόνα: στο δρόμο συναντιούνται άνθρωποι που γυρνάνε λόγου χάρη απ’ τη δουλειά, κοντοστέκονται και πιάνουν την κουβέντα, κι έπειτα πλησιάζει και τρίτος, μπορεί και τέταρτος: Αλβανοί. Και χτυπάν και το παράθυρο στο ημιυπόγειο και φωνάζουν και βγαίνει άλλος στο υποτυπώδες μπαλκόνι του υπερυψωμένου ισογείου: πάντα Αλβανοί.

Μακριά από γραφικότητες και φολκλόρ, θα επιμείνω πως είναι ανάσα ζωογόνα για την καθημερινή μας ζωή, για την πόλη, για την κοινωνία μας, με δεδομένη μάλιστα αφενός την υπογεννητικότητά μας και αφετέρου την κατά τεκμήριο νεαρή ηλικία των μεταναστών, και όχι πια μόνο των Αλβανών. Ξεστόμισα όμως τη φοβερή λέξη «υπογεννητικότητα», και Θεέ μου μη με διαβάσουν Θέμοι, Γιακουμάτοι και Παπαθεμελήδες, και όσοι βλέπουν μίανση και αφανισμό της φυλής.

Όμως, και οι «δικοί μας» Βορειοηπειρώτες Αλβανοί, με τα δικά μας κλαρίνα και τραγούδια, και οι μακρινοί μας Φιλιππινέζοι, με το γνωστό μας βόλεϊ τις Κυριακές στον Φωκιανό απέναντι απ’ το Στάδιο, και οι εξίσου μακρινοί Πακιστανοί, με το άγνωστό μας κρίκετ στο Πεδίο του Άρεως, εικόνες ζωής, πνεύμονας ζωής είναι.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: