9/2/07

β. Η μικρή μας παγκοσμιοποίηση

Τα Νέα, 5 Απριλίου 2003

Εμείς παρελαύνουμε καμαρωτοί για την επέτειο της 25ης Μαρτίου μέσα στη Νέα Υόρκη, ντυμένοι τσολιαδάκια και Αμαλίες, κι εδώ ωρυόμαστε μην ανοίξει τζαμί να προσεύχονται οι ξένοι στον δικό τους θεό

το πλήρες κείμενο:

Μία από τις «παράπλευρες απώλειες» του πολέμου ήταν ότι μάταια σιδέρωναν τη φουστανέλα για να βγουν την 25η Μαρτίου στα τηλεπαράθυρα οι διάφοροι Αλβανομάχοι, να πάρουν φαλάγγι τα αλβανάκια που θα σήκωναν στη μαθητική παρέλαση την ελληνική σημαία.

Πέρασε λοιπόν η 25η Μαρτίου, με τις καθιερωμένες πολεμοχαρείς σχολικές γιορτές και τις συναφείς μιλιταριστικές παρελάσεις, αυτήν τη φορά –ειρωνεία!– μέσα στο γενικευμένο αντιπολεμικό κλίμα των ημερών και πλάι στις μαζικές φιλειρηνικές πορείες και διαδηλώσεις· πέρασε η επέτειος, και δόξα τω Θεώ χέρια αλβανικά δεν «μόλυναν» τη γαλανόλευκη. Κορυφή στον αγώνα, τα γνωστά Δουνέικα, που κατάργησαν την παρέλαση, για να μην μπει σημαιοφόρος ο αριστούχος Αλβανός. Σ’ άλλο χωριό, εκεί κοντά, δώσαν του Αλβανού τη σημαία ώς την εκκλησία, αλλά στην παρέλαση η σημαία πήγε σε χέρια ελληνικά. Μόνο στην Αλόννησο, όσο μάθαμε (από επιστολή σε εφημερίδα), τη σημαία τη σήκωσε η δικαιούχος αριστούχος Αλβανίδα, αλλά σε παρωδία μάλλον παρέλασης, με επιδεικτική αποχή των περισσότερων κατοίκων και χωρίς μουσικές.

Είπαμε ότι ο πόλεμος έκλεισε και των Αλβανομάχων το σπίτι, μαζί λόγου χάρη με της 17 Νοέμβρη, και γλιτώσαμε φέτος τη συναυλία των αφιονισμένων αλλά και των μετριοπαθέστερων πεφωτισμένων, που ούτε αυτοί είναι, λέει, ρατσιστές, όμως «όχι και τη σημαία, βρε αδερφέ»!

Αλλά γιατί, βρε αδερφέ, να μη σηκώσει τη σημαία Αλβανός, όταν ακριβώς να την τιμήσει ζητάει, όταν ζητάει να τιμήσει τη χώρα σου και την ιστορία σου; Γιατί, επιπλέον, να μην τη σηκώσει, στο κάτω κάτω, έτσι, για τους δικούς του προγόνους, τους φιλέλληνες Αλβανούς που έπεσαν στον δικό μας αγώνα του ’21, και πάλι έτσι, για τους δικούς μας Αρβανίτες οπλαρχηγούς, στον ίδιο πάντα αγώνα για την ανεξαρτησία μας;

Μπα, τους έπιασε ο πόνος στα Δουνέικα και τα λοιπά για τη σημαία, μη μας πάρουν μέσ’ απ’ τα χέρια τη σημαία, όμως φοβάμαι ότι ο πόνος είναι, κατά βάθος, μη «μας πάρουν τα σώβρακα». Ποιοι; οι χτεσινοί ικέτες του ελέους μας, που κρέμονταν από το ξεροκόμματό μας, το χτυπημένο μεροκάματο «στη μαύρη»! Που ήρθαν και έμειναν, και άρχισαν να σηκώνουν κεφάλι. Και όχι απλώς «μας παίρνουν τις δουλειές», τις δουλειές, εννοείται, που δεν τις καταδεχόμαστε πια εμείς, αλλά σιγά σιγά προκόβουν και στήνουν και δικές τους δουλειές, όχι ζητιάνοι πια και υποτελείς. Και βγαίνουν τα παιδιά τους αριστούχοι μαθητές, σε αναλογία μεγαλύτερη από τα δικά μας, και δεν ντρέπονται πια να λένε ότι είναι αλβανάκια, και δεν το γυρίζουν στα ελληνικά, για να κρυφτούν, την ώρα που παίζουν και τα πλησιάζεις εσύ. Όπως και οι ίδιοι οι γονείς, που έπαψαν το παραμύθι των Βορειοηπειρωτών και άρχισαν και αυτοί να μην ντρέπονται για την εθνική ταυτότητά τους και να ζητάν να μάθουν τα παιδιά τους και αλβανικά.

Αλλά, τώρα πια, ενσωματωμένοι, ή οπωσδήποτε σε διαδικασία ενσωμάτωσης. Και έτσι μπορεί και να φτιάξουν ίσως το δικό τους «αλβανικό θαύμα», όπως καλή ώρα κάποτε εμείς στην Αμερική, με το δικό μας «ελληνικό θαύμα». Ενσωματωνόμενοι λοιπόν, και γι’ αυτό ίσως και πιο ενοχλητικοί, όπως έγραφα στην προηγούμενη επιφυλλίδα, σε αντίθεση με τους άλλους μετανάστες, Αφρικανούς, Πακιστανούς, Πολωνούς, Φιλιππινέζους κτλ., που μπορούμε να τους κρατούμε σε –οπτική έστω– καραντίνα.

Είπα για το δικό μας έπος στην Αμερική, και θα βγήκαν οι σπάθες απ’ τη θήκη τους για την «ιερόσυλη» σύγκριση. Εδώ θυμίζω την έρευνα του Ιού της Ελευθεροτυπίας, που θα έπρεπε να αποτελεί υποχρεωτικό ανάγνωσμα στα σχολεία, και πάντως στα τηλεπαράθυρα της άγνοιας, της εθελοτυφλίας και του ρατσισμού. Έδινε λοιπόν ο Ιός («Έψιλον» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 28.11.1999) πίνακες από την πολύτομη έκθεση μιας επιτροπής εγκληματολόγων, που είχε συστηθεί το 1929 από τον Πρόεδρο των ΗΠΑ Χέρμπερτ Χούβερ. Και εκεί, στους σχετικούς αναλυτικούς πίνακες, εμείς οι Έλληνες κρατούμε τα σκήπτρα σε όλες σχεδόν τις κατηγορίες εγκλημάτων, με ανταγωνιστές τους Ιταλούς και τους Μεξικανούς. Πράγματα αυτονόητα για όσους ξέρουν πώς λειτουργούν οι φυλετικές, οι κοινωνικές, οι ταξικές διακρίσεις, σε όλα τα επίπεδα, και στη δικαιοσύνη –σήμερα ακόμα, πάλι στην ηγέτιδα των δημοκρατικών χωρών Αμερική–, για όσους ξέρουν έστω πώς γίνονται οι στατιστικές, αλλά προπάντων τι σημαίνει εξαθλίωση, σε συνδυασμό με υπερεκμετάλλευση από τη χώρα υποδοχής.

Αλλά εμείς ξεχάσαμε τι σημαίνει εξαθλίωση, τι σήμαινε χωριά ολόκληρα να φεύγουν μετανάστες σε Αυστραλία, Αμερική, Γερμανία, Σουηδία, να είμαστε οι «μαυροκέφαλοι», αν όχι οι μικροαπατεώνες και ανυπόληπτοι, θύματα εκμετάλλευσης, ώσπου να ορθοποδήσουμε, πρώτα έξω, κι έπειτα κι εδώ, με σημαντική μάλιστα βοήθεια τα εμβάσματα των ξενιτεμένων.

Σήμερα, στην Αμερική λόγου χάρη, αποτελούμε κοτζάμ λόμπι, έχουμε επιβάλει την παρουσία μας, έχουμε όλη την Αστόρια δική μας, και παρελαύνουμε καμαρωτοί, ντυμένοι τσολιαδάκια και Αμαλίες, μέσα στη Νέα Υόρκη για την επέτειο της 25ης Μαρτίου. Εδώ, χώρα όχι πια εξαγωγής αλλά υποδοχής μεταναστών, πουράτα αφεντικά πια και όχι δούλοι, παθαίνουμε εγκεφαλικό στην ιδέα ότι θ’ ανοίξει τζαμί για τους αλλόθρησκους, ότι θα έχουν δηλαδή κι αυτοί δικαίωμα να προσεύχονται στον θεό τους, κι έπειτα κι άλλα δικαιώματα –και τι, θα παρελάσουν κιόλας κάποια μέρα εδώ, για ποιος ξέρει ποια δική τους εθνική επέτειο;

Εμείς λοιπόν ξεχάσαμε. Και μαζί δεν βλέπουμε. Ότι την ίδια ώρα που δηλώνουμε στις σφυγμομετρήσεις το φόβο, την αποστροφή ή και την έχθρα μας για τους ξένους, με ξένους κάνουμε όλοι τις μισές μας τουλάχιστον δουλειές (με τα μισά λεφτά, εννοείται), από ξένους ψωνίζει τσίτια και δαντέλες στη λαϊκή η νοικοκυρά της σιωπηλής πλειοψηφίας και από ξένους ακούει κλασική μουσική η κυρία του Μεγάρου και του Ηρωδείου. Και, στο σημείο αυτό, δεν εννοώ τους αυτονόητα καλόδεχτους Αρίους μουσικούς, στις ξένες εμφανίσεις ή μετακλήσεις. Εννοώ ότι, πλάι στους μετανάστες πωλητές της λαϊκής, πλάι στους μετανάστες οικοδόμους και κάθε λογής εργάτες στα εργοτάξια όλης της χώρας, η σημαντικότερη σήμερα ορχήστρα μας, η Ορχήστρα των Χρωμάτων, την οποία ίδρυσε ο Μάνος Χατζιδάκις, έχει λόγου χάρη ομάδα 12 εγχόρδων, όλα από Αλβανούς. Στην Καμεράτα πια, την ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής (του Μεγάρου), η συντριπτική πλειονότητα είναι ξένοι, από την πρώην Σοβιετική, Ρουμάνοι, Αλβανοί κ.ά. Παρεμπιπτόντως, από τον έγκριτο μουσικοκριτικό Γ. Λεωτσάκο μαθαίνουμε ότι, ώς το 1990, στην Αλβανία των 3.000.000 κατοίκων, στα Τίρανα μόνο υπήρχαν πέντε (5) συμφωνικές ορχήστρες: ώστε πολιτισμό κι αυτοί, θα μαδήσουν απ’ το κακό τους οι φιλόμουσες γούνες!

Ναι, μαζί με τους ξένους ζούμε και αναπνέουμε και προκόβουμε οικονομικά, όπως έγραφα στο προηγούμενο, και παράγουμε και πολιτισμό, μαζί με τους ξένους διαδίδεται η παιδεία μας, για να κλείσω με το σημερινό θέμα: πρόσφατα διαβάσαμε εδώ (Νέα 1.2.03) ότι σ’ ένα χωριό στο Ηράκλειο το δημοτικό σχολείο έχει έξι μαθητές. Ο ένας μόνο Έλληνας, οι πέντε Αλβανοί. Τι σημαίνει αυτό, πέρα από το προφανές, ότι χωρίς τους Αλβανούς το συγκεκριμένο σχολείο δε θα υπήρχε; Σημαίνει –κι ας μην είναι αντιπροσωπευτικό το δείγμα, είναι όμως χαρακτηριστικό– ότι, πλάι στον ένα, άλλοι πέντε έρχονται και ζητούν «να μετάσχουν της ελληνικής παιδείας». Στο ίδιο δημοσίευμα διαβάζουμε ότι, σ’ όλη τη χώρα, δέκα στους εκατό μαθητές είναι ξένοι, και οι μισοί απ’ αυτούς αλβανικής καταγωγής. Τι σημαίνει αυτό; Ότι «πάει, χαθήκαμε», σύμφωνα με τη μία ανάγνωση, των Ακραιφνών. Σύμφωνα όμως με μια άλλη, σημαίνει ότι στους ενενήντα μαθητές έχουμε κι άλλους δέκα, που ζητούν «να μετάσχουν της ελληνικής παιδείας». Απλά μαθηματικά.

Και απλή λογική, που αναρωτιέται: πώς νοείται απ’ τη μια να ψηλώνουμε από εθνική υπερηφάνεια που με τον Μεγαλέξανδρο διαδώσαμε –με το μαχαίρι, μην το ξεχνούμε– τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, και από την άλλη να μας διακατέχει ιερή αγανάκτηση και να μεμψιμοιρούμε, αν όχι να απαιτούμε μαχαίρι, εκεί που μας έρχονται έτοιμοι, μες στην αυλή μας, και μαθαίνουν τη γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας.

buzz it!

Δεν υπάρχουν σχόλια: