97. Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου...
Τα Νέα, 7 Δεκεμβρίου 2002
Για τους τουρίστες της γλώσσας έγραψα στο προηγούμενο, αυτούς που φορούν το τσολιαδίστικο φέσι μαζί με σορτσάκι και πέδιλο, αυτούς που φορούν, καλύτερα, χλαμύδα με μοκασίνι ή με γόβα στιλέτο.
Μοιάζει σκληρός ο χαρακτηρισμός, μα πώς αλλιώς θα χαρακτήριζε κανείς αυτούς που κυκλοφορούν μέσα στην ίδια τους τη γλώσσα με τον τουριστικό οδηγό, ψάχνοντας να συλλαβίσουν σε μια γλώσσα άγνωστή τους, αναζητώντας ό,τι πιο ηχηρό, ό,τι πιο εντυπωσιακό, ό,τι πιο άγνωστο προπάντων. Που είναι όμως, ακριβώς, άγνωστο και σ’ αυτούς τους ίδιους, και γι’ αυτό δεν ξέρουν και τι να το κάνουν, πώς να το χρησιμοποιήσουν, πού να το εντάξουν και πώς. Και προσφέρουν έτσι τις χειρότερες υπηρεσίες στη γλώσσα-ίνδαλμά τους, κακοποιώντας τη συστηματικά, αλλά και δογματίζοντας ή παραδοξολογώντας αποπάνω πως «μόνο οι ανελλήνιστοι δεν κάνουν λάθη»!
διαβάστε τη συνέχεια...
Τουρίστες λοιπόν, ή θεατές, θεατές της γλώσσας, καθώς δεν βιώνουν τη γλώσσα τους, καθώς αρνούνται ουσιαστικά την άμεση και ζωτική σχέση μαζί της, και «παίρνουν μάτι» κάποιαν άλλη γλώσσα, έστω άλλη μορφή της γλώσσας, με την οποία η σχέση είναι πλέον πλαστή, καθότι διαμεσολαβημένη.
Έχω κι άλλες φορές τονίσει το γεγονός πως ο Σεφέρης κι ο Ελύτης, πέρα από το ποιητικό τους έργο, μας άφησαν ογκωδέστατο δοκιμιακό έργο, γραμμένο, εννοείται (;), στη νεοελληνική –για να μην πω, ειδικότερα για τον Σεφέρη, σε μαχόμενη δημοτική, όπως το απαιτούσε άλλωστε η εποχή του. Σ’ αυτό λοιπόν το δοκιμιακό έργο τους δεν υπάρχει καθαρεύουσα σύνταξη καθόλου, δεν υπάρχουν λέξεις απ’ αυτές τις οποίες κρίνουν απαραίτητες οι δικοί μας τουρίστες προκειμένου να εκφραστούν «πλουσιότερα».
Ας φύγουμε όμως από το δοκίμιο, από τον Σεφέρη και τον Ελύτη. Πάμε σε περισσότερο «οικείο» επίπεδο, στον δημοσιογραφικό λόγο αλλά στην πιο φροντισμένη του μορφή, την επιφυλλίδα. Θέλουμε περισσότερο λόγια γλώσσα; Διαβάζουμε λόγου χάρη Μαρωνίτη και Μπουκάλα. Ούτε σ’ αυτούς θα βρούμε καθαρεύουσα σύνταξη, μολονότι έχουμε λόγο εξαιρετικά πυκνό και με λόγια στοιχεία. Αλλά πάμε και στην αντίπερα όχθη. Διαβάζουμε τώρα Γιανναρά και Μπαμπινιώτη. Ούτε εδώ καθαρεύουσα σύνταξη, για να μην πω ότι, στον Μπαμπινιώτη ειδικότερα, έχουμε ακόμα πιο απλή και υποδειγματική νεοελληνική σύνταξη. Γιατί, δεν θα κουραστώ να το λέω, οι μυθοποιητικές θεωρίες για την ενιαία και αναπόσπαστη από τη σημερινή μορφή της γλώσσα είναι για αλλότρια χρήση και στην υπηρεσία καθαρά ιδεολογικών σκοπών.
Ας δούμε τώρα μερικά από όσα μας παρέχονται αυτάρεσκα και προπαντός προκλητικά από τους κλώνους αυτών των τελευταίων, από τους επιγόνους που πραγματικά τους πήραν στο λαιμό τους οι δάσκαλοί τους, που τους άφησαν να πιστεύουν ότι πολυτυπία ίσον λεξιθηρία ή ότι φροντισμένος λόγος ίσον γραμματικά ξέφτια από καθαρεύουσα. Και πριν απ’ όλα να τονιστεί ότι έχουμε να κάνουμε με δημοσιογραφικό, επιτέλους, λόγο, που έχει δηλαδή άλλες επικοινωνιακές απαιτήσεις απ’ ό,τι ο επιστημονικός, ο φιλοσοφικός, γενικότερα ο δοκιμιακός λόγος.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: «Οι πλείονες αστέρες της τηλοψίας [...] εξακοντίζουν έπεα που [...] προκαλούν τον γέλωτα [...], μετατρέπονται ακαρεί σε αστυνομικά φερέφωνα [...], φαινόμενα που διατάρασσαν τον εφησυχασμό της κεκανονισμένης Πολιτείας [...]. Διά τούτο και είναι τα ψιττακάκια της…»
Ας αφήσουμε κατά μέρος τα διά τούτο και τους πλείονες, την τηλοψία και τον γέλωτα, ακόμα και την κεκανονισμένη Πολιτεία (τώρα, αν κεκανονισμένως σημαίνει κατά κανόνα, κανονικά, η «κεκανονισμένη» τι τάχα είναι; μήπως ήθελε να πει συντεταγμένη;), ή άλλες λόγιες λέξεις μεν, που χρησιμοποιούνται όμως συχνά για λόγους ύφους. Αλλά τα έπεα, που επιζούν –και πλουτίζουν τη γλώσσα– μέσα από τη φράση έπεα πτερόεντα, ε όχι, δεν υπάρχουν και αυτόνομα στη σημερινή γλώσσα. Μοιάζει απόλυτο; Είναι. Γιατί και ο πιο απλός άνθρωπος χρησιμοποιεί λόγου χάρη, και μάλιστα στον καθημερινό λόγο, το μνήσθητί μου Κύριε· κανένας όμως, ούτε ο απλός ούτε ο προφεσόρος, δεν θα γυρίσει να πει: «μνήσθητι, ρε γυναίκα, όταν βγεις για ψώνια, να μου φέρεις κι ένα πακέτο τσιγάρα».
Ας πάει όμως και το έπεα στο καλό· αυτό το ακαρεί τι στην ευχή είναι, και σε ποιον απευθύνεται, να του μεταδώσει τι; Για την ιστορία τώρα, και για να δούμε πώς ακριβώς ψωνίζουν από τα τουριστικά καταστήματα, που έλεγα: αυτό λοιπόν το ακαρεί –ακροκέραμο αποσπασμένο από στέγη παλιού σπιτιού, που τώρα στολίζει ένα μικροαστικό σαλόνι– είναι κολόβωμα του εν ακαρεί χρόνω (ή χρόνου) ή σκέτο εν ακαρεί, που σημαίνει «στη στιγμή»: απλώνουμε δηλαδή τη χέρα, το αποσπούμε από το γλωσσικό σύστημα στο οποίο αυστηρώς ανήκει, πετάμε και την πρόθεση εν (σαν να λέγαμε το εντάξει σκέτα «τάξει»), και ιδού, αποδείξαμε το ενιαίον της τρισχιλιετούς. Αλλά το αποκορύφωμα, για μένα, είναι τα ψιττακάκια, τα παπαγαλάκια, όπου μεταφράζεται δηλαδή μια κοινότατη μεταφορά. Όπως μεταφράζονται και «διορθώνονται» και οι ποιητές: «ως έτοιμοι από καιρό, που λέει ο Καβάφης» είπε τις προάλλες μεγαλόσχημος πολιτικός.*
Μετάφραση έχουμε και στις ακόλουθες περιπτώσεις: «λέγουν ότι ο 1 στους 4 εργαζόμενους [...] είναι [...] ανασφάλιστος· [...] πώς είναι δυνατό να παταχθεί το τοιούτον;» ή «όπως πάσχουν οι “οργανισμοί” όλων των κομμάτων και ιδιαιτέρως αυτών τα οποία θεωρούνται ως τοιαύτα εξουσίας»: εδώ τα πράγματα είναι πλέον φαιδρά, γιατί έχουμε μάλλον ξενική σύνταξη μεταφερμένη στα ελληνικά και μεταφρασμένη έπειτα σε καθαρεύουσα!
Θα συνεχίσω με παραδείγματα που και αυτά προέρχονται –καθόλου τυχαίο, καθόλου συμπτωματικό– από νεοκαθαρολόγους, άτομα με ιδιαίτερα μαχητική, επιθετική στάση στο θέμα της γλώσσας, που εκφράζουν κάποτε ρητά την απαξίωσή τους απέναντι στη σημερινή γλώσσα, και σε ό,τι πάει βεβαίως μαζί, κανόνες, γραμματική κτλ. Μπορούμε να μελαγχολήσουμε, ή να γελάσουμε, ή να οργιστούμε, αλλά σε κάθε περίπτωση πρέπει, το ξαναλέω, να δούμε και το θετικό, το παρήγορο: τη δυναμική της γλώσσας, την αντίστασή της, την αυτόβουλη, τρόπον τινά, και φυσική εξέλιξη της γλώσσας.
Αλλά στο επόμενο.
* Συχνό το κρούσμα· σειρά πήρε ο Εγγονόπουλος, με τον Μπολιβάρ και τον πασίγνωστο στίχο: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας. Μπα, μαλλιαριστής κι ο Εγγονόπουλος, όπως κι ο Καβάφης, και για άλλους λόγους ο Ελύτης (που έγραφε: της Σαπφώς και όχι της «Σαπφούς») και ο Χατζιδάκις (που τιτλοφόρησε το έργο του «Το χαμόγελο της Τζοκόντας», και όχι «της Τζοκόντα», αλλά ευτυχώς τον διορθώνουν κι αυτόν σήμερα οι μουσικοί παραγωγοί στο ραδιόφωνο). Τον διορθώνουμε λοιπόν και τον Εγγονόπουλο, είτε σε ρητή παραπομπή στο έργο του: «όπως λέει και το ποίημα για τον Μπολιβάρ, Κώστα Γαβρά είσαι ωραίος ως Έλληνας» (και πάλι για τον Γαβρά, άλλο άρθρο τιτλοφορείται: «Ωραίος ως Έλλην») είτε σε τίτλο σειράς τηλεοπτικών εκπομπών: «Ωραίοι ως Έλληνες»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου