99. Διαβατήριο για τη χώρα του Κιτς
Τα Νέα, 4 Ιανουαρίου 2003
Έχετε ψαράδες ψάρια, γιούσες και μαργαριτάρια; - Βεβαίως: κενάκαινα, ακάνθινον όχλησιν, στύση του χρήματος...
Θα τελειώσουμε σήμερα την περιδιάβασή μας στον κόσμο της αρχαιοπληξίας.
«Η πειραθείσα συγχώνευση των δύο μεγάλων τραπεζών» γράφει ένας Μαχητής, από αυτούς που λέγαμε, Πατρίδας και Γλώσσας. Και γιατί; Πρώτα γιατί δεν καταδέχεται τη σημερινή, αναλυτική σύνταξη, π.χ. το «η συγχώνευση… που επιχειρήθηκε», έστω με παθητική σύνταξη· ήθελε σύνταξη πιο σύνθετη, με μετοχή· δεν του αρκούσε όμως η «επιχειρηθείσα συγχώνευση», κι ας είναι λόγια κατεξοχήν· πιο αρχαίο ακόμα το ποθούσε η ψυχή του: πειραθείσα.
διαβάστε τη συνέχεια...
Ας παρακολουθήσουμε κι από άλλη οπτική γωνία τη φιλόδοξη πορεία του συντάκτη: από τον πλούτο των συνώνυμων ή άμεσα συγγενικών ρημάτων που διαθέτει σήμερα η γλώσσα, καλύπτοντας και όλο το φάσμα, από τον καθημερινό λόγο ώς τον γραπτό και τον λογιότερο, από το δοκιμάζω δηλαδή, το προσπαθώ, το επιχειρώ και άλλα έως και το αποπειρώμαι, πάει κατευθείαν στο τελευταίο, το λογιότερο, το περισσότερο απροσάρμοστο και άρα δύσχρηστο. Μα δεν βολεύεται ούτε κι έτσι: θέλει πιο πίσω ακόμα, το αποπειρώμαι να φτάσει στο εκτός γλώσσας σήμερα πειρώ-πειρώμαι, και νά τη η πειραθείσα.
Κατά τα άλλα; «διαρκούσης της ανάπεμψης του Ασκαβά (επιμνημόσυνης δέησης), ου μην και της εκφωνήσεως [...] μιας [...] ομιλίας», «το εύελπες» και η «ηδύς μελαγχολία των φαγιούμ» και πλήθος άλλα, να «καλλύνουν», λέει, τη γλώσσα μας –και να φαιδρύνουν τη ζωή μας, λέω εγώ, άλλα λάθος (αφού το εύελπι και η ηδεία), άλλα σωστά, τι σημασία έχει, σημασία έχει ο εξεζητημένος λόγος, εντέλει ο λόγος ο αυτάρεσκος, στα όρια πια του αυτισμού.
Διαβάζω από πρόγραμμα θεατρικό, κείμενο νέου ανθρώπου, που αναρωτιέται κανείς σε ποιες αποσκευές του είχε τι, και Κύριος οίδε πού πήγε και ψώνισε τα υπόλοιπα, που τα παραθέτω εδώ, χωρίς καμία προσπάθεια τη φορά αυτή ούτε να καταλάβω ούτε και να αναζητήσω σε λεξικό ή όπου αλλού: «τον κόσμο της δύσποτμης θυγατέρας… η δυσώδινος γενέθλη του μαέστρου… να γευθεί μέχρι τρυγίας την νίκη… παρενέβη ευψύχως… έγραφε απεριστρόφως… μουσούργημα… και ο μελολόγος… οι φιλαναγνώστες εντευξόμενοι… στην πλησιφαή και ευώδη σκηνή… όταν περιγράφει την ευπρεπώς συγκεκαλυμμένη διέγερση».*
Άλλος: «θωπεία υψίγονη… λιτότης ενική τε και πληθυντική… το φως το αείζωον… ομοούσιον τω σκότει, ρέον εξ αστειρεύτου πηγής (της ζώσης πηγής), έμψυχον φως ελληνικό και παγκόσμιο… διαμυθικόν, διιστορικόν, διαχρόνιον… θέμεθλον οδοιπορίας… πλήμμη συναισθημάτων και έκρηξη νοϊκή… φως ανεκλάλητον και ανατριχιαστικόν, ελεύθερον άμα τε και εγκλωβισμένον, ειρηνικόν και συνυπαρξιακόν… φως εκ νυκτός, στιλβηδών εν νυκτί… εν φθινοπωρινή ευδία… εν ανατολία ώρα… λογοκράτες και εξουσιόφρονες… η υλοφροσύνη εκδιώκεται προτροπάδην, τα κενάκαινα λοιδορούνται, τερψιψυχόνους ο (άγνωστος) εαυτός περιδινίζεται, ανυψούται… υψιγόνους και υψιπετής, αλλόφρων και αλλογενής… ψυχής έδος, πνεύματος δέλεαρ, φύσεως ωραιότης… η οικουμενικότης της ζώσης ψυχής…»
Εγώ μονάχα να υπενθυμίσω ότι πρόκειται (α) για κείμενα αιώνα εικοστού πρώτου, και (β) για κείμενα, οσοδήποτε ποιητικά, πάντως σε καθημερινή εφημερίδα, σχόλια, λεζάντες σε φωτογραφίες κτλ.
Γιατί έτσι, ως γνωστόν, μετριέται ένα κείμενο, έτσι μετριέται το ύφος, αφού λόγος-αυταξία ή γλώσσα-αυταξία δεν υπάρχει, παρά σε σχέση με τις συνθήκες και με τις ανάγκες που τα γεννούν, σε σχέση με τον πομπό και με τον δέκτη, όχι τον καθένα χωριστά, αλλά τον ένα σαν συνάρτηση μαζί και προϋπόθεση του άλλου. Γι’ αυτό και τίποτα, από μιαν άποψη, δεν απαγορεύεται εξ ορισμού ή από κάποιον γλωσσονόμο, γλωσσομέτρη ή γλωσσοδείκτη, άρα καθένας μπορεί να «διευρύνει», αν το νομίζει, τη γλώσσα προς τα όπου κρίνει, μόνο που αυτομάτως θα κριθεί –από τη γλώσσα την ίδια, που σημαίνει από το αποτέλεσμα σε σχέση με τις εκάστοτε προθέσεις του λόγου του, και όχι από το λεξικό ή τον καθρέφτη.
Και βλέπουμε τότε ότι η αρχαιοπληξία αποδεικνύεται εντέλει, αν όχι όχημα καθαυτό, σίγουρα διαβατήριο για τη χώρα της αμετροέπειας, του κιτς. Αναπόφευκτο, ακόμα κι όταν δεν είναι στη σκευή και στις προθέσεις του συντάκτη. Αναπόφευκτο, γιατί, όταν βγαίνεις έξω από τη γλώσσα σου, μοιραία αναστέλλεται ο έλεγχος, άρα το μέτρο, αφού δεν λειτουργεί, μοιραία και πάλι, ούτε ένστικτο ούτε αίσθημα γλωσσικό.
Ας ξεπεζέψουμε λοιπόν από τα προηγούμενα παραδείγματα, τα ακατανόητα και υψιπετή, σε ομαλότερα μα ολοφάνερα, πιστεύω, κιτς, να δούμε ακριβώς τον φαύλο κύκλο που σχηματίζεται από τις ενδεχόμενες προθέσεις στο αναπότρεπτο αποτέλεσμα: «διαλύεται προσκαίρως και εν κενότητι ιδεολογικού περιεχομένου κάθε εχθρότητα… παράγει εν ρευστότητι… η ακάνθινος όχλησις… εκ της αδημονούσης καιροσκοπικής του εμμονής… το χρήμα σε πλήρη στύση, εν παντί μέσω και διά παντός τρόπου, βιάζει ουρανό… επεχειρήθη λάσπη… το εν μακαριότητι ανιδέως βιούντες… το ανυποστάτως καταγγέλλειν και φέρεσθαι… ο έρως της εντροπίας προς ωραία ανέφικτα… φίλιον έπος και δώρον στην εμήν ταπεινότητα…»
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς και να γεμίζει σελίδες, διασκεδάζοντας με τους μαργαρίτες όχι μαθητών, όπως συνηθίζεται συχνά, αλλά δασκάλων τους, δασκάλων του γένους, όπως συχνά παρουσιάζονται οι ίδιοι, ή όπως σίγουρα τους παρουσιάζουν αναγνώστες-μαθητές τους, σε ενθουσιώδεις λόγου χάρη επιστολές προς τις εφημερίδες των εν λόγω, ή και σ’ αυτήν εδώ τη δική μας.
Επέμεινα, στα τελευταία αυτής της σειράς, με στόχο, όπως ξανάγραψα, να φανεί ο ολισθηρός δρόμος που ξανοίγεται πέρα από τα όρια της γλώσσας μας, και όχι επειδή άλλος από τους ανθολογουμένους έχει εκδώσει γλωσσικό οδηγό ή είπε πρόσφατα στους συνομιλητές του στην τηλεόραση: «θα σας το πω βαρβαριστί για να το καταλάβετε», εννοώντας «σε λόγο νεοελληνικό», αφού θεώρησε ότι τους έφταιγε η μειξοκαθαρεύουσά του· ούτε επειδή άλλος διαπόμπευσε μέσα από ολόκληρη τη στήλη του εντεκάχρονο μαθητή για μια του ανορθογραφία («Αιγέο Παίλαγος»), παραγνωρίζοντας μαθησιακές δυσκολίες (δυσλεξία υποδεικνύει μάλλον το παράδειγμά του) αλλά προπάντων την ηλικία του παιδιού, κι ενώ συστηματικά εμφανίζεται ανορθόγραφος και ασύντακτος ο ίδιος· ή επειδή άλλος ωρυόταν από τον ραδιοφωνικό του θώκο: «δεν είμαι ελληναράς εγώ, αλλά η γλώσσα η ελληνική είναι ανώτερη» και άλλα, εξόχως πατριωτικοθρησκευτικά, αρθρογραφώντας παράλληλα για το «βιασμό της ελληνικής γλώσσας». Ειλικρινά δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου, κι ας μοιάζει οφειλόμενο και δίκαιο «αντιχάρισμα» στη γλωσσοκτόνα και κυρίως ψυχοφθόρα στάση τους, καθώς μάλιστα κατέχει ο καθένας απ’ αυτούς ένα εξ ορισμού παιδευτικό πόστο.
Ήθελα μόνο να ξαναπώ, μάλλον να αντιγυρίσω στην κατ’ επάγγελμα κινδυνολογία τους, ότι, αν υπάρχει όντως κίνδυνος για τη γλώσσα, είναι αυτή ακριβώς η στάση τους: περισσότερα στην επόμενη και αποχαιρετιστήρια επιφυλλίδα της σειράς αυτής.
* Στο ίδιο κείμενο, από ιδεογλωσσική άποψη, μαζί με τις πλήθος γενικές σε -εως και τα ακόμα πιο πολλά τελικά -ν, μαζί με τα «σπλάγχνα» και το «να σαλπίγξουν», δεν είναι άσχετη με τα παραπάνω η γραφή όλων των ξένων ονομάτων με λατινικά στοιχεία, αλλά κυρίως η παράθεση λέξεων με λατινικά, όπως η prima donna και το souper, ακόμα και ολόκληρων φράσεων στα γαλλικά, χωρίς καθόλου μετάφραση!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου