96. Θεατές και τουρίστες της γλώσσας
Τα Νέα, 23 Νοεμβρίου 2002
Δεν φοράμε το δαντελένιο νυφικό της γιαγιάς μας, για να βγούμε μ’ αυτό στο δρόμο, έγραφα στο προηγούμενο –εκτός κι αν είναι απόκριες, προσθέτω τώρα. Κι όμως, δικό μας είναι, κληρονομιά και περιουσία μας, κομμάτι πολύτιμο της ιστορίας μας. Για να μένει όμως ακριβώς ιστορία μας.
Έτσι και με τη γλώσσα. Δικά μας είναι και τα αρχαία, πολύτιμη παρακαταθήκη κι ό,τι άλλο θέλετε, ιστορία και γλώσσα μας, αλλά κομμάτι της ιστορίας μας, ιστορία της γλώσσας μας. Δεν έχουν θέση στη γλώσσα τη σημερινή, κυρίως σαν σύνταξη, σαν δομή. Δεν έχουν όμως ούτε και σαν λεξιλόγιο, πέρα από όσες λέξεις επιβίωσαν και έφτασαν ομαλά ώς τις μέρες μας, είτε με την αρχική τους σημασία ορισμένες, είτε με κάποια καινούρια άλλες.
διαβάστε τη συνέχεια...
Αλλιώς, δεν χώνουμε το χέρι στο μπαούλο, δεν χωνόμαστε στο λεξικό, να ανασύρουμε λέξεις που μόνο με το λεξικό τις καταλαβαίνουμε, ή που μόνο εμείς τις καταλαβαίνουμε. Και να πιστεύουμε αποπάνω ότι φτιάχνουμε ύφος, ότι φτιάχνουμε γλώσσα. Κυρίως ότι τιμούμε έτσι τη γλώσσα μας και την ιστορία της, ενώ απλώς τη γελοιοποιούμε –όταν δεν την κακοποιούμε, παραβιάζοντας τους κανόνες και της αρχαίας, γεγονός που δείχνει ωστόσο τη φυσική, εσωτερική αντίσταση της ίδιας της γλώσσας και του γλωσσικού μας αισθήματος.
Έχει ειπωθεί πολλές φορές, το λέμε οι ίδιοι, συχνά και με καμάρι, ότι είμαστε ίσως οι μόνοι που αρνούμαστε πεισματικά κάθε σχέση με τη γραμματική της γλώσσας μας, οι μόνοι που έχουμε ο καθένας κι από μια ξεχωριστή γραμματική (και ορθογραφία), οι μόνοι που θεωρούμε ότι μπορούμε να αναμειγνύουμε στοιχεία από σαφώς διακριτά στρώματα της γλώσσας,* χωρίς κριτήριο κανένα, ακόμα και χωρίς γνώση. Ναι, αλλά είμαστε και οι μόνοι με τόσο πλούσια γλώσσα, δικαιολογούμε τον εαυτό μας. Κι εδώ θα ξαναπώ εγώ για το νυφικό της γιαγιάς, ακόμα και για το φουστάνι της μαμάς.
Ντυνόμαστε λοιπόν καρνάβαλος, και ουσιαστικά γελοιοποιούμε τη γλώσσα. Είμαστε σαν τους τουρίστες που μπαίνουν μες στα μαγαζιά κι ό,τι εξωτικό βρουν το αγοράζουν, και φοράν το τσολιαδίστικο φέσι μαζί με σορτς και πέδιλο με κάλτσα, και περιχαρείς φωτογραφίζονται μπροστά στο Acropolis.
Γιατί; Επειδή κάποιοι μας φενακίζουν, κοινώς μας κοροϊδεύουν, με όλα αυτά για την ανώτερη, και πάντως πλούσια και ενιαία γλώσσα, για την απαραίτητη τάχα επαφή με τα αρχαία και τα «παλιότερα ελληνικά μας» προκειμένου να καλλιεργηθούν τα νέα, οι ίδιοι όμως μεταφράζουν, όπως ξανάγραψα εδώ, παλαιότερα άρθρα τους από την απλή καθαρεύουσα στη δημοτική: επειδή αυτοί το ξέρουν καλύτερα από μας ότι αλλάζει η γλώσσα, και ότι είναι φυσικό να χάνεται ακριβώς η επαφή με τα «παλιότερα ελληνικά μας», κι ας λένε άλλα απ’ την άλλη, και ξέρουν προπάντων ότι είναι ενιαία μεν η γλώσσα αλλά με διαφορετικές φάσεις και διαφορετικά συστήματα, που δεν νοείται να συγχέονται μεταξύ τους.
Γι’ αυτό και οι ίδιοι οι διακινητές των μύθων –ή έστω της μισής μόνο αλήθειας–, οι συντηρητικοί γλωσσοϊδεολογικά, που ορκίζονται αποκλειστικά στο όνομα των αρχαίων, γράφουν –υποδειγματικά– στη νεοελληνική, φυσικά, γλώσσα, συμμορφώνονται απολύτως προς τους κανόνες της νεοελληνικής γλώσσας, χωρίς καμία παραχώρηση στο τυπικό των «παλιότερων ελληνικών», χωρίς «ηρνείτο» και «αποτελείτο», χωρίς να «εμπλουτίζουν» τον λόγο τους με λέξεις αντλημένες αποκλειστικά από το λεξικό, χωρίς τους «τερψιψυχόνοες», τα «πώποτε» και τα «ακαρεί» των νεότερων ιερέων της Τρισχιλιετούς, που ξιφουλκούν μέσα από προοδευτικές και αντιεξουσιαστικές εφημερίδες.
Αλλά τι παν να «εμπλουτίσουν» επιτέλους αυτοί οι άλλοι; Λέμε –λένε και λέμε– πως είναι μία η γλώσσα, πως η νεοελληνική είναι η φυσική συνέχεια της αρχαίας, κι όμως φτωχή τους πέφτει. Δεν έπαψε να μιλιέται αυτή η γλώσσα, κι όμως «ακαλλιέργητη» τη βρίσκουν. Από τις αρχές του περασμένου αιώνα έχουμε κείμενα επιστημονικά στη δημοτική, και πιο συστηματικά από τη μεταπολεμική Μαιευτική του Ν. Λούρου και τις μεταγραφές των βασικών νομοθετικών κειμένων από τον Χρ. Χρηστίδη (Αστικό και Ποινικό Κώδικα, Ποινική και Πολιτική Δικονομία κ.ά.) ώς τις τελευταίες δεκαετίες, όπου επιπλέον παρουσιάζεται σχεδόν μαζική εισαγωγή επιστημονικού και δοκιμιακού λόγου μεταφρασμένου από άλλες γλώσσες στη δημοτική· κι ωστόσο, υπάρχουν ακόμη άνθρωποι, καλόπιστοι συχνά, που αναμασούν τα περί ανεπάρκειας της δημοτικής, άλλοι που βλέπουν ακόμη στον ύπνο τους τον Ψυχάρη και μιλάνε για «δημοτικιά».
Υπάρχει τάση επιστροφής στην καθαρεύουσα; Δεν το πιστεύω. Υπάρχει σύγχυση κυρίως και τρομοκρατία, «μην το πούμε λάθος». Όχι ότι δεν υπάρχουν νοσταλγοί, από πεποίθηση, από ιδεολογία, ή από κάποιον εστετισμό. Υπάρχει η Εστία, υπάρχουν οι Ελληναράδες και οι Ακραιφνείς των τηλεοπτικών παραγλωσσολογικών εκπομπών (τελευταίο, φρεσκότατο: έρευνες, λέει, απέδειξαν ότι με τα αρχαία θεραπεύεται η εξάρτηση από τα ναρκωτικά!), αλλά υπάρχουν κι αυτοί που εν πλήρει αθωότητι προτρέπουν: «διαβάστε το κείμενο του Βιζυηνού, για να νιώσετε το δέος μιας γλώσσας που δυστυχώς δεν υπάρχει πια»: καλά το «δέος», αλλά «δυστυχώς»;
Συνάχι στο σώμα της γλώσσας, ούτε καν παραπάτημα στην πορεία της γλώσσας είναι πιθανότατα όλα αυτά· παρουσιάζει όμως ενδιαφέρον η σχετική τάση, με ό,τι κουβαλά από πίσω, και πρέπει, νομίζω, να σταθούμε εδώ, αν υπάρχει περίπτωση να δούμε καθαρότερα μέσα στη θολούρα των μυθευμάτων και των ιδεολογημάτων, που παγιδεύουν καλόπιστους, όπως είπα, λάτρες της γλώσσας.
Πρώτα τα πιο απλά: «της αρέσει να πληρώνει τη μέρα της με εποικοδομητική δουλειά», και: «Ο κ. Σημίτης δεν φαίνεται διατεθειμένος να πληρώσει τη θέση του συμβούλου Τύπου»: άλλο όμως το αρχαίο πληρώ, κι άλλο το πληρώνω στη σημερινή γλώσσα. Αλλά η γλώσσα εκδικείται και χειρότερα ακόμα: «τι έκανε τον ληστή του τρένου να γυρίσει σε τέτοια ηλικία; Ο νόστος της επιστροφής» σχολίασε σε δελτίο ειδήσεων ο δημοσιογράφος, που του φάνηκε λειψή ή φτωχή η λέξη νοσταλγία. Όμως νόστος της επιστροφής σημαίνει «επιστροφή της επιστροφής», γιατί νόστος ίσον «επιστροφή» (νοσταλγία=το άλγος του νόστου, ο πόνος της επιστροφής). Και άλλος: «τις περισσότερες [ντοπιολαλιές] τις έχω ακούσει στις πατρίδες τους και με παίρνουν κι εμένα σ’ ένα κύμα νόστου και λύπης». Όντως, μας παίρνει και μας σηκώνει.
Θα συνεχίσω.
* Όσο κοινότοπα κι αν είναι, πρέπει, φαίνεται, να τα επαναλαμβάνουμε: γλώσσα και ύφος είναι να διακρίνουμε ανάμεσα στο «οι τιμές εκτινάσσονται στα ύψη» και στο «τινάζουν [και όχι «τινάσσουν», όπως διάβασα] το πρόγραμμά μου στον αέρα», στο «ο Χριστός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος της Εκκλησίας» και στο «σκόνταψα σε μια πέτρα και παραλίγο να πέσω». Γιατί αν «σκοντάψουμε σ’ έναν λίθο», σίγουρα θα φάμε τα μούτρα μας. Δηλαδή, και λίθος και πέτρα, αλλά αλλού ο λίθος κι αλλού η πέτρα, όπως στον λιθοβολισμό και τον πετροπόλεμο.
2 σχόλια:
"τα αρχαία... δεν έχουν θέση... ούτε και σαν λεξιλόγιο, πέρα από όσες λέξεις επιβίωσαν και έφτασαν ομαλά ώς τις μέρες μας, είτε με την αρχική τους σημασία ορισμένες, είτε με κάποια καινούρια άλλες."
[τα πλάγια τα πρόσθεσα εγώ]
Όμως ο 'μινίστρος' του 1821 έγινε 'υπουργός', χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η λέξη 'υπουργός' "επιβίωσε και έφτασε ομαλά ως τις μέρες μας". Απλά, [υποθέτω ότι] την πήραν από την αρχαία και τη φύτεψαν, και έβγαλε ρίζες. Δεν είναι κακό αυτό, ούτε παραβιάζει τα χωράφια της νέας. Εδώ το κάνουν κατά κόρον οι ξένοι, και δεν έχουμε δικαίωμα να το κάνουμε εμείς;
Βεβαίως, τα παραδείγματα που αναφέρει το άρθρο είναι καταδικαστέα, και η τάση από την οποία απορρέουν είναι πράγματι αυτή (ο εξαρχαϊσμός), έχει δε ιδιαίτερη επίδοση αυτή η τάση στα χρόνια μας και είναι απολύτως καταδικαστέα και πολεμητέα. Παρά την ύπαρξη ιδεολογικής τάσης, όμως, η έκφραση που έβαλα σε πλάγια δεν ισχύει, και το πράγμα πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση.
Το αναντίρρητο γεγονός της συνέχειας της γλώσσας μοιραία μας αναγκάζει να χρησιμοποιούμε τα ίδια υλικά με την αρχαία για να φτιάξουμε νέες λέξεις. Αν, ας πούμε, "μου έρθει" η λέξη 'σύμμορφος', αυτή είναι αρχαία, νέα, ή σκέτη δική μου; Και πόση αξία έχει αυτό καθαυτό το ερώτημα; Και θα προσθέσει τίποτα το αν υπάρχει-ή-όχι η λέξη π.χ. στο Liddell-Scott; Το ότι, φερειπείν, υπάρχει, σημαίνει ότι είμαι αρχαϊστής και ότι "υπερέβην τα εσκαμμένα" της δημοτικής, ενώ αν δεν υπήρχε θα ήμουν γλωσσοπλάστης (καλός ή κακός, άσχετο); Αφού και στις δύο περιπτώσεις, εγώ με τα ίδια υλικά δούλεψα: την πρόθεση 'συν' και το ουσιαστικό 'μορφή'.
Επομένως, το σωστό κριτήριο δεν είναι το αν οι λέξεις επιβίωσαν και έφτασαν ομαλά ως τις μέρες μας, αλλά αυτό που αναφέρεται πιο κάτω στο άρθρο:
"δεν χωνόμαστε στο λεξικό, να ανασύρουμε λέξεις που μόνο με το λεξικό τις καταλαβαίνουμε, ή που μόνο εμείς τις καταλαβαίνουμε".
Αυτό ναι, αλλά αυτό αυτομάτως ακυρώνει την άλλη πρόταση του άρθρου, που υπάρχει στην επικεφαλίδα του σχολίου μου.
Άλλο το "σύμμορφος" και άλλο "το ισχνέγχυλον του βίου". Στο "σύμμορφος" (όπου πάντως μένει να γίνει πολλή κλουβέντα ως προς τις ανάγκες που γεννούν ή απαιτούν μια τέτοια λέξη, δημιούργημα, νεολογισμό ή όπως αλλιώς θα το πούμε αυτό) τα υλικά (συν+μορφή)είναι απολύτως "νεοελληνικά", από την άποψη δηλαδή πως "επιβίωσαν και έφτασαν ομαλά ώς τις μέρες μας", όπως έγραφα. Ο "έγχυλος";
Κι ωστόσο, ούτε μ' αυτό έρχομαι στα ίδια τα δικά σου, που καταρχήν μοιάζουν και είναι αυτονόητα, πως δηλαδή μια τέτοια προσπάθεια πρέπει να κρίνεται κατά περίπτωση. έτοια ή ανάλογα παραδείγματα, όπως ο "σύμμορφος" ή ο παλαιότευκτος "υπουργός" δεν μπορεί να αποτελούν αντεπιχειρήματα στη γενικότερη τάση που μας απασχολεί.
Όσο για τον "μινίστρο" που έγινε "υπουργός", δε θα μου δικαιολογήσει (κι αν τάχα υπάρχουν οι αναλογίες, ιστορικοκοινωνικές, κοινωνιογλωσσικές κτλ.) την προσπάθεια να γίνει η γαλλική και άκλιτη/ασυμμόρφωτη "αμπιγέζ" ΕΝΔΥΤΡΙΑ, όπως τη γράφουν στα προγράμματα του Εθνικού Θεάτρου!
Δημοσίευση σχολίου