18/2/07

Ορθογραφούμεν μετ' ευτελείας; [ορθογραφικά α]

Τα Νέα, 9 Δεκεμβρίου 2006

Τον Θουκυδίδη παραφράζει ο σημερινός τίτλος, την περίφημη ρήση από τον Επιτάφιο του Περικλή: Φιλοκαλούμεν γαρ μετ' ευτελείας, που μάλιστα συνεχίζει με το επίσης περίφημο και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας. Που όμως το απέφυγα στον τίτλο, για λόγους κοσμιότητας.

Γιά φαντάσου όμως, λέω τώρα, σε μια σύντομη αλλά όχι άσχετη με το θέμα μου παρέκβαση, να μην τολμάμε να χρησιμοποιήσουμε έναν τύπο της Μίας και Ενιαίας, μην τυχόν και σκανδαλίσουμε ή σκανδαλιστούμε. Και γιατί δεν τολμάμε; Ρητορικό το ερώτημα: επειδή ως γνωστόν άλλαξε σημασία η λέξη μαλακία -όπως, λιγότερο πάντως, και η λέξη ευτέλεια.

διαβάστε τη συνέχεια...

Κι ωστόσο, αν γινόταν ένα γκάλοπ, σαν αυτά τα άτοπα και μικρόχαρα, όπου ρωτάνε τους περαστικούς τι σημαίνει η τάδε και η δείνα λέξη, για να καγχάζουν τα κοράκια της γλωσσοφυλακής με την «άγνοια» των νέων, με τη «λεξιπενία» και με το χάλι της εκπαίδευσης, αν λέω γινόταν ένα γκάλοπ και ρωτούσαμε τους εμβριθείς ρεπόρτερ τι σημαίνει «ορθογραφούμε μετ’ ευτελείας», βάζω το χέρι μου στη φωτιά πως η απάντηση θα ήταν ότι ορθογραφούμε χωρίς συνέπεια, άλλ’ αντ’ άλλων, με ευτέλεια, «το λέει η λέξη», δηλαδή φτηνιάρικα.

Αλλά τι σημαίνει αλήθεια το θουκυδίδειο: φιλοκαλούμεν γαρ μετ’ ευτελείας, και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας; Ώσπου να κάνουμε όλοι μας το τεστ αυτό στον εαυτό μας και μετά στον διπλανό μας, μ’ αυτή, μάλιστα, την ομαλότατη σύνταξη και τις κοινότατες λέξεις, μια πρόχειρη απόδοση λέει περίπου ότι ασχολούμαστε, μας αρέσει το καλόν, το ωραίο δηλαδή, αλλά χωρίς και να το παρακάνουμε, χωρίς να ξιπαζόμαστε, αφού ευτέλεια είναι εδώ (ήταν δηλαδή) η λιτότητα, η οικονομία, η απλότητα· και φιλοσοφούμε, πάλι χωρίς να το παρακάνουμε, χωρίς να φτάνουμε λ.χ. στη μαλθακότητα και τη χαύνωση.

Ειδικά για τη μαλακία, έχω και άλλοτε δώσει το εύρος των σημασιών της λέξης, που από τη σωματική ή ψυχική εξασθένηση, την αρρώστια, τη μαλθακότητα, αλλά και την εκθήλυνση, ή και την ανανδρία, φτάνει στη γαλήνη της θάλασσας, στην μπουνάτσα: «Κοίτα τη θάλασσα σήμερα! Τι υπέροχη μαλακία!», δηλαδή, ή στη «διαστροφή της ορέξεως», το «πάθος, ιδίως των εγκύων γυναικών καθ’ ό ο πάσχων επιθυμεί όξινα ή διεγερτικά εδέσματα» (Λεξικό Δημητράκου). Επανήλθα σκόπιμα, τώρα που και από άλλες, απρόσμενες μπάντες ακούγεται το δόγμα της ενιαίας, με αφορμή τις «ενδογλωσσικές» μεταφράσεις, κλείνοντας παράλληλα την τακτική μας ανασκόπηση του χώρου της γλωσσικής μόδας με το έσχατο, που όμως εμφανίζεται πάντα πρώτο, την ορθογραφία.

Δεν θα επαναλάβω τα στοιχειώδη, για την εξέλιξη της γλώσσας, που ειδικά με την αλλαγή του τονισμού από μουσικό σε δυναμικό εμφανίζει όλο και πιο έντονη την αναντιστοιχία της λέξης με τη γραπτή εικόνα της, πράγματα δηλαδή που μας τα διδάσκει ήδη περισσότερο από έναν αιώνα ο Γ. Ν. Χατζιδάκις, υποδεικνύοντας έτσι την αναντιστοιχία γλώσσας και γραφής. Δεν θα επαναλάβω επίσης τον βασικό νόμο της γλωσσολογίας ότι η γλώσσα εξελίσσεται και με τα λάθη της, τον νόμο δηλαδή ότι το λάθος με τη χρήση καθιερώνεται και κάποια μέρα γίνεται σωστό. Θα τονίσω όμως άλλη μια φορά ότι, αν αποτελεί ακριβώς πραγματικότητα και νόμο η καθιέρωση ενός λάθους στον σημασιολογικό τομέα, μοιάζει παράλογο και περίπου αντιεπιστημονικό να αρνηθεί κανείς μια ανάλογη διαδικασία στην ορθογραφία.

Έτσι άλλωστε είδαμε την αδυναμία να ακολουθηθεί με στοιχειώδη συνέπεια η ιστορική ορθογραφία, που έχει υποστεί επιμέρους απλοποιήσεις, και γι’ αυτό π.χ. γράφουμε ίδια την κατάληξη στα αρσενικά σε [is], κατά το Ιωάννης-Γιάννης, άρα Βασίλης και Δημήτρης, και όχι «Βασίλεις» και «Δημήτρις».

Οι αλλαγές αυτές, απλοποιήσεις ή και λάθη καθιερωμένα από αιώνες, οδήγησαν στο τρέχον ορθογραφικό σύστημα, όπως ειδικότερα το κωδικοποίησε ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης. Και αυτό το σύστημα, συνοδευτικό της Γραμματικής Τριανταφυλλίδη, διδάσκεται σήμερα στα σχολεία, από την αναγνώριση και την καθιέρωση της δημοτικής, με τη μεταρρύθμιση του Γ. Ράλλη το 1976. «Είτε συμφωνούμε είτε διαφωνούμε πρέπει να συμμορφωθούμε με την ορθογραφία της επίσημα καθιερωμένης γραμματικής» αντιγράφω απλώς τον υπότιτλο παλαιότερου άρθρου του καθηγητή Δ. Τομπαΐδη (Βήμα 18.1.1998). Κάτι αυτονόητο, όταν ιδίως αφορά δημόσιο μέσο, δημόσιο βήμα, όπως είναι αμέσως αμέσως μια εφημερίδα, που εξ ορισμού απευθύνεται στο ευρύ κοινό, και έχει, επίσης εξ ορισμού, καίριο παιδευτικό ρόλο.

Ο ειδοποιημένος αναγνώστης ήδη θα το κατάλαβε: αναφέρομαι στην απόλυτη σύγχυση την οποία δημιούργησε τα τελευταία χρόνια το Λεξικό Μπαμπινιώτη, σύγχυση που με τον καιρό οδηγεί, ανεξέλεγκτα πια, σε κανονική και γενικευμένη ανορθογραφία. Επανέρχομαι έτσι και επισημαίνω αυτό που γίνεται όλο και πιο κραυγαλέο, ότι το λεξικό αυτό περισσότερο συζητήθηκε, έγινε σήμα, σύμβολο, σημαία («Βίβλο» το αποκάλεσε με τον γνωστό ακκισμό της η Βίκυ Φλέσσα σε πρόσφατη παρουσίαση του Γ. Μπαμπινιώτη στη ΝΕΤ, «ναι, η Βίβλος» αποδέχτηκε και επανέλαβε σοβαρός ο καθηγητής), πιο πολύ έγινε σήμα, λέω, παρά διαβάστηκε. Δεν ενδιαφέρει καθόλου εδώ η όποια αξία του λεξικού ή η κριτική που δέχτηκε από την επιστημονική κοινότητα. Σημασία έχει ότι η υπερετυμολόγηση που το διακρίνει, η απόλυτη συμμόρφωση με το «ετυμολογικό ίνδαλμα» της λέξης, ανεξάρτητα από το άλλο βασικό κριτήριο για την ορθογραφία, το κριτήριο της χρήσης, καθώς συνέπεσε με μια σαφή αρχαϊστική τάση της εποχής, θεωρήθηκε αβασάνιστα επιστροφή στα «παλιά», αποκατάσταση ή επανάκτηση της χαμένης λογιότητας.

Και είναι, όπως είπα, όλο και πιο προφανές στην τρέχουσα ορθογραφική πραγματικότητα ότι το Λεξικό αυτό μόνο συμπτωματικά και σποραδικά ανοίγεται, ακόμα και από τους ορκισμένους «οπαδούς» του Μπαμπινιώτη ή από επαγγελματίες χρήστες. Ευθύνεται γι’ αυτό ο Μπαμπινιώτης; Όχι βεβαίως. Ευθύνεται όμως για την προσπάθεια να ανατρέψει ορθογράφηση καθιερωμένη από αιώνες, ερήμην, όπως είπα, του κριτηρίου της χρήσης, και να προτείνει γραφές που σπανιότατα ή ουδέποτε υπήρξαν.

Είναι, βεβαίως, αυτονόητο δικαίωμα ή και χρέος κάθε επιστήμονα να υπηρετήσει και να προβάλει την «αλήθεια» του με κάθε τρόπο. Δικαίωμα και του καθενός να εμπιστευτεί και να ακολουθήσει την «αλήθεια» τού όποιου επιστήμονα, του Μπαμπινιώτη εν προκειμένω. Εμάς δύο μόνο, αλλά κρισιμότατα, στοιχεία μας αφορούν, σε δύο μάς πέφτει λόγος: (α) Το ένα, και γενικότερο, είναι η συνέπεια, αφενός του επιστήμονα στις απόψεις του, αφετέρου του πιστού στην πίστη του, στην εφαρμογή των διδαγμάτων αυτού τον οποίο εμπιστεύεται. (β) Το άλλο, και ειδικότερο, είναι πως η πίστη αυτή μπορεί και νοείται να ασκείται αυστηρά ιδιωτικώς: ο καθένας δηλαδή στο δικό του βιβλίο, και όχι εκμεταλλευόμενος ένα δημόσιο βήμα.

Αυτοσχεδιασμός και απλώς ανορθογραφία

Ότι ο καθένας μόνο ιδιωτικά μπορεί να ακολουθεί την ιδιωτική του ορθογραφία, για το σημείο (β) δηλαδή, δεν χωρεί συζήτηση, δεν είναι θέμα ατομικών προτιμήσεων, δεν έχει την παραμικρή σχέση εδώ με την ορθότητα ή μη των απόψεων Μπαμπινιώτη. Πολύ περισσότερο από το μείζον θέμα (ας μην το ξεχνούμε στην κουβέντα μας), ότι η γραφή, η ορθογραφία, είναι κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, σύμβαση, το ειδικότερο, έστω, εδώ είναι ότι, όπως σ’ όλες τις χώρες και τις γλώσσες, υπάρχει μια «επίσημη» όπως λέγεται ορθογραφία, την οποία ακολουθούν (σύμβαση, είπαμε!) σχολεία, δημόσιοι οργανισμοί και ο (μη λαθρόβιος, τουλάχιστον) Τύπος. Αυτή την ορθογραφία ακολουθούν εύλογα και τα λεξικά: τι λεξικά θα ήταν αλλιώς, άλλα να βλέπει λ.χ. το παιδί στο σχολείο κι άλλα να βρίσκει στο λεξικό στο σπίτι; Τα υπόλοιπα είναι έργο ειδικών ερευνών, που τις ανακοινώνει φυσικά ο ειδικός επιστήμονας. Ανακοίνωση τέτοιας έρευνας μπορεί να είναι και η έκδοση ενός λεξικού. Που οφείλει όμως να παραμείνει στο χώρο της επιστημονικής έρευνας (και δοκιμασίας). Ή αλλιώς να αποτελεί αντικείμενο ιδιωτικής χρήσης και λατρείας, πάνω στο εικονοστάσι ή κάτω απ’ το προσκέφαλο οποιουδήποτε. Ώσπου να γίνει, αν γίνει, δημόσιο. Κι αυτό δεν μπορεί να είναι υπόθεση οποιουδήποτε, επαγγελματία ή μη, ξεχωριστά.

Σημασία όμως μεγαλύτερη από την ατομική χρήση και την ατομική αυθαιρεσία έχει το σημείο (α) που είπαμε παραπάνω, η επιστημονική συνέπεια, αυτή που καταρχήν δικαιώνει ή όχι ένα τέτοιο εγχείρημα.

Ενδεικτικά, την επόμενη φορά.

buzz it!

1 σχόλιο:

ange-ta είπε...

Είχα πάντα μια άλλη αντίληψη γι την ρήση αυτη.

Φιλοκαλούμε, δηλαδή ασχολούμαστε με τις τέχνες, με το ωραίο με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι ευτέλειας, όχι στο περίπου και χονδρικώς που κάνουμε σήμερα και αφήνουμε όλα όσα κάνουμε με τη μέση (εμείς οι έλληνες εννοώ),
αλλά φιλοσοφούμε με δύναμη και όχι μαλακά.

Δεν είμαι όμως ειδική επι τέτοιων θεμάτων.